23.5.07

Καλά μόνο να βρεις


Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης
«Καλά μόνο να βρεις»
Εκδόσεις Κέδρος


Ο Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης ανήκει στη νέα γενιά των πεζογράφων μας.
Αν και γεννημένος το 1970, μόλις το 2005 κυκλοφορεί το πρώτο του βιβλίο.
Δηλαδή, στα 35 του χρόνια. Θα έλεγα πως η πρώτη του εμφάνιση, για τα δεδομένα της εποχής μας όπου όλα γίνονται κάτω από την πίεση του χρόνου και της ταχύτητας, είναι μάλλον καθυστερημένη.
Αλλά ο αναγνώστης εκείνης της συλλογής διηγημάτων –«Τρεις μνήμες και δύο ζωές» (εκδ. Μεταίχμιο)- μπορεί εύκολα να κατανοήσει το γιατί ο συγγραφέας της κάνει με αυτή την καθυστέρηση την εμφάνισή του.
Θέματα από την ιστορία, αλλά και από την καθημερινότητα. Τα πρώτα απαιτούν μια βιωματική γνώση των γεγονότων του χτες, τα δεύτερα ζητούν μια ώριμη κατανόηση των συνθηκών του σήμερα. Και βέβαια είναι η γλώσσα. Μια γλώσσα πυκνή, έντονα δουλεμένη. Λέξεις που αισθάνεσαι πως διόλου τυχαία δεν επελέγησαν. Φράσεις που υποψιάζεσαι τον κόπο που χρειάστηκε για να δημιουργηθούνε.
Θεματική και γλώσσα, λοιπόν, που δεν δείχνουν να ενδιαφέρονται και τόσο ούτε για την γρήγορη ανάγνωση, μήτε και για την πλατιά αναγνώριση.
Παρόλα αυτά, ο τροχός της συγγραφής είχε ξεκινήσει –ή πιο σωστά, για να στηρίζομαι σε ότι έχω διαβάσει- το μεράκι της έκδοσης έχει πια ενεργοποιηθεί.
Κι έτσι, δυο χρόνια αργότερα, βλέπει το φως στις βιτρίνες και στους πάγκους των βιβλιοπωλείων το δεύτερο βιβλίο –«Καλά μόνο να βρεις»
Ο συγγραφέας του με συνέπεια ως προς τον αναγνώστη του και ήθος ως προς τη λογοτεχνική δομή, το ονομάζει νουβέλα –αλλά, αλήθεια, ποιος διαβάζει νουβέλες στις μέρες μας, μέρες των πολυσέλιδων μυθιστορημάτων;
Άρα ο νέος συγγραφέας εξακολουθεί να υποστηρίζει πως μήτε την εύκολη ανάγνωση επιζητεί, μήτε την πλατιά αναγνώριση.
Νουβέλα, πράγματι είναι. Αλλά παράλληλα κρατά και τις πρακτικές γραφής και σύνθεσης του διηγήματος.
Επτά τα κεφάλαια, τρία τα κεντρικά πρόσωπα.
Από τα τρία, αν πρέπει να θεωρήσουμε ένα το κεντρικό πρόσωπο, νομίζω πως θα πρέπει να επιλέξουμε εκείνο που δίνει τελικά και το στίγμα του όλου έργου.
Το στίγμα είναι οι ενοχές. Οι ενοχές ενός σύγχρονου νέου άντρα που δίχως να το καταλάβει –ανεπαισθήτως όλως- συμβιβάζεται και ξεχνά τα όνειρα της πρώτης νεότητάς του. Αυτός ο νέος άντρας και το κεντρικό πρόσωπο. Δικηγόρος το επάγγελμα. Αφημένος μέσα στο ισοπεδωτικό μποτιλιάρισμα μιας πόλης, αφημένος μέσα στην ψυχική νάρκη μιας πιθανής επαγγελματικής επιτυχίας.
Αυτό το κεντρικό πρόσωπο του έργου, μόνο μι αφορά θα συναντήσει το δεύτερο πρόσωπο της νουβέλας και καμιά το τρίτο.
Το δεύτερο πρόσωπο, άντρας κι αυτός. Κούρδος οικονομικός πρόσφυγας. Η στιγμή που θα συναντηθεί με τον νεαρό δικηγόρο θα είναι και η απόλυτα καθοριστική για τη ζωή του.
Το τρίτο πρόσωπο, μια γυναίκα. Από τη Ρωσία αυτή, κι αυτή θύμα της οικονομικής ανάπτυξης, σαπίζει σε φτηνά δωμάτια ξενοδοχείων.
Ο Κούρδος κι η Ρωσίδα θα συναντηθούνε –ο αναγνώστης κάτι απλώς μαθαίνει για τις συναντήσεις, κάποιους μονολόγους τους ακούει. Αλλά περισσότερο ως ωτακουστής, ως παρατηρητής στιγμών της προηγούμενης ζωής τους και κάποιων σκέψεων που ο ένας απευθύνει στην άλλη.
Ο αναγνώστης τον νεαρό δικηγόρο βασικά παρακολουθεί, με αυτόν θέλει ο συγγραφέας να ταυτιστεί, με τις δικές του ενοχές να ενεργοποιηθεί. Γιατί το έργο όλο είναι μια κραυγή κι έχει δύο θύματα και ένα θύτη-θύμα.
Μια ιστορία που ξετυλίγεται άλλοτε προς τα μπροστά κι άλλοτε προς τα πίσω. Που άλλοτε υλοποιείται με μονολόγους κι άλλοτε με διάλογους. Με τριτοπρόσωπες αναφορές. Και σκληρές αφηγήσεις συμβάντων.
Ένα κείμενο -νουβέλα , πολύ σωστά- που θέλει να μιλήσει για τη μοίρα αυτών που κυνηγούνε το λάθος όνειρο –το κυνηγούνε είτε σπρωγμένοι από την ανάγκη, είτε από την παραπλάνηση. Αλλά κάποιοι οφείλουν τη μοίρα να την παίρνουν στα χέρια τους. Κάποιοι; Ή μήπως όλοι;
Ο Π. Χ. αποφάσισε να γράψει ένα πολιτικό λογοτεχνικό κείμενο. Και ακριβώς επειδή είναι γνήσια πολιτικό, είναι και γνήσια ανθρώπινο.
Διαβάζεις και μυρίζεις τον ιδρώτα, το αίμα, το σπέρμα.
Διαβάζεις και συγκινείσαι, θυμώνεις, επαναστατείς.
Διαβάζεις και αυτοενοχοποιείσαι.
Σαφέστατα οι χαρακτήρες και τα συμβάντα, θα μπορούσαν μέσα σε μια άλλη φόρμα γραφής και σύνθεσης να είχαν γίνει ένα πλούσιο -σε σελίδες, εννοώ- μυθιστόρημα.
Αν δεχτούμε πως ο συγγραφέας επέλεξε αυτή τη ελλειπτική μορφή γιατί αισθάνθηκε πως δεν είναι ακόμα έτοιμος για να προχωρήσει στις τοιχογραφίες των μυθιστορηματικών συνθέσεων, θα πρέπει να τον συγχαρούμε για το ήθος με το οποίο αντιμετωπίζει το αναμφισβήτητο ταλέντο του.
Αν δεχτούμε, πάλι, πως η επιλογή αυτής της μορφής έγινε γιατί ίσως έτσι η αφηγούμενη ιστορία αποκτά μια κινηματογραφική αφηγηματικότητα, που ίσως αρμόζει και στο κλίμα της εποχής μας, τότε θα πρέπει να τον συγχαρούμε γιατί κατάφερε να τιθασεύσει το πάθος του.
Με άλλα λόγια πέτυχε. Το στόχο του.
Για μένα ο στόχος αυτός –ως προς την απόλυτα λογοτεχνική του υπόσταση- είναι να πει κάτι καθημερινό με τρόπο εντελώς προσωπικό.