16.10.07

Το τσίμπημα της σφήκας



Μάρω Λοίζου
«Το τσίμπημα της σφήκας»
Διηγήματα
Πατάκης 2007, σελ 89


Ανάμεσα στους εκπροσώπους της παιδικής λογοτεχνίας που παρουσιάζονται στα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης, η Μάρω Λοίζου (Σεπτέμβριος 1940 – Αύγουστος 2007) κατέχει όχι μόνο μια από τις πλέον εξέχουσες θέσεις, αλλά ίσως και την πλέον ιδιότυπη.
Η ιδιοτυπία της δεν έχει τόσο να κάνει με το ότι ασχολήθηκε με διάφορα λογοτεχνικά είδη πέρα από το παιδικό (όπως νουβέλα, ποίηση, στοίχοι τραγουδιών), όσο με το ύφος της και τη θεματική της.
Το ύφος της στον πεζό λόγο είχε την εσωτερική ένταση μιας ποιητικής σύνθεσης. Και η θεματική της είτε με διαπολιτισμικούς συσχετισμούς είχε να κάνει, είτε με οικολογικές ανησυχίες ασχολιότανε, είτε τέλος κατέθετε προβληματισμούς για την προέλευση της ίδιας της ζωής, πάντα κρατούσε την ταυτότητα του θηλυκού γένους.
Γιατί για τη Λοίζου ήταν η γυναίκα που συμβόλιζε τη δημιουργία.
Από ένα σημείο και μετά, μια τέτοια άποψη μπορεί να οδηγήσει ακόμα και σε παραπλάνηση τον δημιουργό που την ασπάζεται. Γιατί τελικά δεν μπορεί να είναι η φυλετική ιδιότητα εκείνο το στοιχείο που από μόνο του μπορεί να ερμηνεύσει τον κόσμο.
Ερμηνεύω τον κόσμο, ίσως να σημαίνει πως ψάχνω να ανακαλύψω το πότε γίνεται η αποκάλυψη, το πότε συμβαίνει η ανατροπή. Με άλλα λόγια δεν είναι ζήτημα φύλου, αλλά στιγμής, ίσως περιόδου.
Σε μια τέτοια ερμηνεία, μάλλον και η ίδια η Μάρω Λοίζου κατέληξε, λίγο προτού αφήσει την τελευταία της πνοή. Τουλάχιστον κάτι τέτοιο έχουμε δικαίωμα να συμπεράνουμε από τη συλλογή διηγημάτων της για μεγάλα παιδιά και εφήβους, που κυκλοφόρησε ένα περίπου μήνα πριν από τον θάνατό της.
«Το τσίμπημα της σφήκας» περιλαμβάνει έξι διηγήματα. Σε όλα κύρια πρόσωπα είναι έφηβοι, άλλοτε κορίτσια κι άλλοτε αγόρια. Προέρχονται από διάφορα μέρη της Υφηλίου. Και όλα τους ζούνε μια αποκάλυψη που θα σημαδεύσει όλη τους τη ζωή.
Από την Μαρία της Κω που ανακαλύπτει τη μοίρα του σώματός της, έως τον Ταντιζούε της φυλής των Ζουλού που τον ενηλικιώνει η ταξική πάλη. Από τον Γάλλο Ζαν Πιερ που θα πρέπει να αφιερώσει τέσσερα χρόνια της ζωής του για να ξεπεράσει το τραύμα των δώδεκα χρόνων του, έως τον Αμερικάνο Τζόνι που με τρόπο τραγικό βιώνει τη βαρβαρότητα αυτού που είχε ως πρότυπο. Κι ακόμα είναι ο Λιάκος, η Μαρία και ο Γιώργος που χαράζουν τις ζωές του με βάσει το παρελθόν και τους μύθους των τόπων τους.
Η Μάρω Λοίζου διόλου τυχαία επιλέγει πρόσωπα που βρίσκονται στα όρια της προεφηβείας με την εφηβεία. Γιατί τότε είναι που μπορεί να συμβεί η ανατροπή και να εδραιωθεί η ανακάλυψη. Κορίτσια ή αγόρια –δεν έχει σημασία. Είναι ο άνθρωπος απέναντι στη μοίρα του, ο άνθρωπος που επιλέγει τη μελλοντική του πορεία.
Μια νέα, λοιπόν, ιδεολογική πρόταση φέρνει αυτή η συλλογή διηγημάτων στο συνολικό –και πλέον, δυστυχώς, οριστικοποιημένο- έργο της Λοίζου.
Αλλά, παράλληλα, διαθέτει και μια κάπως διαφορετική υφολογική υπόσταση. Εδώ, πλέον, η πεζογραφία δεν θέλει να ζητήσει τη βοήθεια της ποιητικής δομής της φράσης. Κρατά τα ολότελα δικά της εργαλεία και με αυτά και μόνο αποφασίζει πως θέλει να κερδίσει τον αναγνώστη.
Αλλά, όσο και αν «Το τσίμπημα της σφήκας» φωτίζει μια κάπως διαφορετική Μάρω Λοίζου, εντούτοις δεν έχει ολότελα απομακρυνθεί από κάποιους άλλους βασικούς άξονες των προηγούμενων βιβλίων της.
Υπάρχει πάντα η στενή σχέση του παρελθόντος με το παρόν. Υπάρχει πάντα το μαγικό στοιχείο να ενεργοποιεί όσους αστούς θέλουν να το πλησιάσουν.
Και είναι ο έρωτας –αυτός ο πρώτος και τελευταίος έρωτας που από την πρώτη ως την τελευταία του εμφάνιση προκαλεί το ρίγος του θαύματος.
Αλλά είναι ακόμα και η πολιτική στάση –ο συγγραφέας είναι ον πολιτικό* η Μάρω Λοίζου ήταν. Και παρέμεινε μέχρι τέλους.
Εν τέλει η Λοίζου μπορεί κανείς να πει πως με το στερνό της αυτό βιβλίο εμπλούτισε την πινακοθήκη των ηρώων της. Γιατί πέρα από τα ζώα, τα φυτά, τα πλάσματα που κινούνται ανάμεσα στο όνειρο και τη φαντασία, πέρα από τα πρόσωπα που ήξερε να τα κυκλοφορεί στα δώματα των μύθων, έδωσε πνοή και σε άτομα, νεαρά άτομα της σημερινής πραγματικότητας. Πνοή ποιοτική, πνοή φιλόδοξη, πνοή ελεύθερη –ως αυτή που τους αξίζει.


Απόσπασμα

«… Μετά άρχισε να γδύνεται. Με σίγουρες και σταθερές κινήσεις έβγαζε μπροστά μου τα ρούχα της ένα ένα και τα έδενε το ένα κομμάτι με το άλλο με γερούς κόμπους. Είχα μείνει με το στόμα ορθάνοιχτο και σαν παραλυμένος, όχι βέβαια από το φόβο μου για το χαμσίνι που πλησίαζε αλλά γιατί όταν είδα την Ουάρντα να μένει με το τελευταίο εσώρουχο, Θεέ μου συχώρεσέ με, να προσκυνήσω θέλησα, να γονατίσω μπροστά στα πόδια της και να σταυροκοπηθώ. Το πρόσωπό της τα πρόσωπα των αγίων στην εκκλησία μας μου έφερε στο νου, τα μαλλιά της μαύρα κατάμαυρα, μακριά μέχρι τη μέση της, τα φρύδια της ζωγραφιστά και τα μάτια της με το έντονο βλέμμα…» (σελ 36 -37)

(δημοσιεύτηκε στο κυριακάτικο ένθετο για το βιβλίο του Ελεύθερου Τύπου - 15/10/2007)