19.12.08

Μια προσευχή για τα Χριστούγεννα του 2008


Άφησέ με
με ήσυχη αναπνοή κάτω απ΄το κλήμα
των άστρων σου να κλάψω!... Δεν μπορώ,
Κύριέ μου να μισήσω!... Αγάπησέ με!
(απόσπασμα από την "Προσευχή"
του Νικηφόρου Βρετάκου)

30.11.08

Παλαιότερες Αναγνώσεις - "Το Τανγκό των Χριστουγέννων"


Γιάννης Ξανθούλης

<<Το τανγκό των Χριστουγέννων>>
μυθιστόρημα
Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2003

Παραμονές Χριστουγέννων του 2002. Ένας μεσήλικας άντρας, κυκλοφορεί στους δρόμους της εορταστικά στολισμένης Αθήνας. Στην τσέπη του μια ιατρική συνταγή, αποτέλεσμα μιας δυσοίωνης για την υγεία του εξέτασης.
Στο φαρμακείο που θα μπει για να εκτελέσει τη συνταγή, ένα νέο ζευγάρι παίρνει κάποια φάρμακα για τη μητέρα του νεαρού.
Ο μεσήλικας άντρας καθώς κοιτά τον νεώτερό του, λούζεται στον ιδρώτα.
Επιστρέφει στο σπίτι του αποφασισμένος να περάσει τη νύχτα όχι με τη συντροφιά των έτσι κι αλλιώς λιγοστών φίλων, αλλά με τις αναμνήσεις του από κάποια άλλα Χριστούγεννα, αυτά του 1970.
Παραμονές Χριστουγέννων του 1970. Σε ένα ακριτικό στρατόπεδο κάπου στον Έβρο.
Ο μεσήλικας του 2002 είναι ακόμα ένας νέος, μόλις αποφοιτήσας από το Πανεπιστήμιο, που κάνει τη θητεία του και που τη σκέψη του την τρώει η κακή, κάκιστη πορεία της υγείας της μητέρας του.
Διοικητής του στρατοπέδου ένας κλασικών προδιαγραφών συνταγματάρχης που έχει μια κόρη και μια όμορφη γυναίκα. Μια γυναίκα που πλήττει μέσα στην αρρωστημένη ατμόσφαιρα της Λέσχης Αξιωματικών και κάτω από τις τυποποιημένες εκφράσεις ερωτικού πάθους του συζύγου της.
Στο ίδιο στρατόπεδο υπηρετεί και ένας υπολοχαγός. Αυτός δείχνει να είναι μόνιμα κλεισμένος στον εαυτό του, δίκαιος ίσως με τους στρατιώτες, αλλά και απόλυτα ψυχρός, με μόνη έκφραση ευαισθησίας την αδυναμία που δείχνει προς το αδέσποτο σκυλί του στρατοπέδου.
Και θα είναι αυτός ο υπολοχαγός που θα ζητήσει από τον νεαρό στρατιώτη να τον διδάξει μέσα σε δυο και μόνο βράδια το πώς χορεύεται το τανγκό.
Τα μαθήματα θα γίνουν μέσα σε μια ένταση αποτέλεσμα της πίεσης του χρόνου και της αντιπαλότητας των δυο αντρών.
Όταν ανήμερα τα Χριστούγεννα, στη Λέσχη Αξιωματικών θα δοθεί ο καθιερωμένος χριστουγεννιάτικος χορός, ο νεαρός στρατιώτης θα είναι απών, καθώς μια πνευμονία θα τον έχει στείλει στο νοσοκομείο. Μα ο υπολοχαγός θα μπορέσει να χορέψει με τη κυρά αντισυνταγματάρχου.
Ένας χορός δίχως μέλλον;
Επιστροφή στα Χριστούγεννα του 2002, όπου ο μεσήλικας πλέον στρατιώτης του τότε, στο πρόσωπο του νεαρού που θα ζητήσει τα φάρμακα για τη μητέρα του, θα αναγνωρίσει τον γιο του εσωστρεφή υπολοχαγού.
Το τανγκό εκείνων των Χριστουγέννων είχε μια δικιά του συνέχεια. Ο νεαρός δεν γνωρίζει το ποιος πραγματικά ήταν ο πατέρας του. Ο στρατιώτης του τότε δεν θα του το αποκαλύψει, αλλά θα αρπάξει την ευκαιρία για να εκφράσει την απόλυτη κατάφασή του στον έρωτα που μέσα σε λίγες χειμωνιάτικες μέρες άνθισε και μετά έσβησε όπως όλα στη ζωή σβήνουν.
Αυτός είναι με λίγα λόγια ο καμβάς της ιστορίας που ο Γιάννης Ξανθούλης αφηγείται στο τελευταίο του μυθιστόρημα,
Συγγραφέας ικανός στο να αναπλάθει ατμόσφαιρα να συνθέτει καταστάσεις που κινούνται ανάμεσα στον ρεαλισμό και στο σχεδόν υπερβατικό, και στο νέο του αυτό έργο αποδεικνύει το πόσο καλά ξέρει να χειρίζεται τη γλώσσα, να την κάνει όργανο πειθήνιο, μαζί της να ταξιδεύει σε περιοχές όπου την ώρα που είναι αναγνωρίσιμες, την ίδια ώρα φωτίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν τη μαγεία του πρωτόγνωρου.
Παράλληλα είναι από τους συγγραφείς εκείνους που θέλουν να οδηγούν τους ήρωες έως τα άκρα τους. Άκρα όχι τόσο μέσα στα πλαίσια μια κοινωνικής και μόνο κατάστασης, αλλά κυρίως εντός των πολύ προσωπικών πράξεων και των απολύτως υποκειμενικών συναισθημάτων.
Ας ομολογηθεί πως όλα αυτά και στο <<Τανγκό των Χριστουγέννων>> ο αναγνώστης θα τα βρει.
Ο υπολοχαγός ασφαλώς και εγγράφεται στη μνήμη του αναγνώστη ως ένας από τους πλέον ασυμβίβαστους και εσωστρεφείς χαρακτήρες που εντός των αναγνώσεών του έτυχε να συναντήσει.
Και ο Έβρος, το στρατόπεδο έτσι όπως τα Χριστούγεννα πλησιάζουν με όλη τη συμβατικότητά τους από τη μια , μα και από την άλλη με όλη τους την διαχρονική τρυφερότητα, γίνονται σύμβολα τόπων όπου η φύση παλεύει με την παρουσία του ανθρώπου, όπου η ποίηση των καιρικών φαινομένων ίσως να θέλει να συμβάλει στο περίγραμμα των προσωπικών αδιέξοδων ονείρων.
Αλλά ίσως ο τόπος και η φύση να είναι ότι περισσότερο χαίρεται ο αναγνώστης.
Γιατί τα τρία κεντρικά πρόσωπα λες και οδηγήθηκαν από το συγγραφέα στη σκιά των ίδιων των αποφάσεών τους.
Απολύτως σαφές τίποτε δεν είναι. Ο υπολοχαγός σε κρατά σε εγρήγορση κυρίως και μόνο με το εσωστρεφές πάθος του. Ο νεαρός στρατιώτης άλλοτε σε πείθει ότι είναι ο πυρετός του σώματος που τον κάνει να χάνει τον ειρμό των σκέψεών του, άλλοτε όμως σε βάζει στην υποψία ότι κάτι βαθύτερο του συμβαίνει. Η γυναίκα του συνταγματάρχη δεν ξεφεύγει από το κλασικό πρότυπο της στερημένης και πανταχού συναντόμενης Μαντάμ Μποβαρύ.
Ο Γιάννης Ξανθούλης στρέφει όλη του την προσοχή στην περιγραφή των δυο νυχτών όπου ρυθμοί τανγκό γεμίζουν τον ψυχρό δωμάτιο του αξιωματικού υπηρεσίας και ομολογουμένως μας χαρίζει κάποιες από τις πλέον αισθαντικές και ατμοσφαιρικές σελίδες της ελληνικής σύγχρονης λογοτεχνίας.
Εκεί έχει στρέψει την προσοχή του και υποχρεώνει τα κεντρικά του πρόσωπα αυτό του το όραμα να υπηρετήσουν και μόνο μέσα από ότι αυτό τους προσφέρει να παρουσιασθούνε.
Κάτι σαν ένα διήγημα που απλώθηκε σε μυθιστόρημα; Ή μήπως η απόφαση του συγγραφέα να φωτίζει ότι εκείνος θεωρεί απαραίτητο και να περιμένει από τον αναγνώστη του να ενεργοποιήσει δικά του πρότυπα έτσι ώστε να κατανοήσει τις πράξεις των ηρώων;
Πάντως ένα κείμενο που όπως όλα σχεδόν του Ξανθούλη δεν μπορείς εύκολα να τα ξεχάσεις καθώς νέες αναγνώσεις θα προσπαθήσουν να επικαλύψουν τις παλαιότερες.

26.11.08

Παλαιότερες Αναγνώσεις -"Έξω από το σώμα"



Θεόδωρος Γρηγοριάδης
“Έξω απ΄ το σώμα”
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη, 2003


Με το έκτο του αυτό μυθιστόρημα ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης επιβεβαιώνει ότι οι συγγραφικές του εμμονές έχουν κυρίως να κάνουν με την ανίχνευση των τρόπων που συνδέεται το απώτερο παρελθόν με το σήμερα. Και για μια ακόμα φορά τοποθετεί τη δράση σε περιοχή της Βόρεια-Ανατολικής Ελλάδας.
Εδώ, στο τελευταίο αυτό μυθιστόρημα το Παγγαίο όρος είναι που θα φιλοξενήσει τις πράξεις των κεντρικών προσώπων του έργου και αυτό το βουνό είναι που θα προσφέρει την ιστορία του, τους μύθους και τους θρύλους του για να γεννηθούνε νέα πάθη και να προκληθούν νέα δράματα.
Θα ήθελα από την αρχή να τονίσω ότι εκτιμώ την συγγραφική θέση του Θεόδωρου Γρηγοριάδη –εκεί που οι περισσότεροι από τους συγγραφείς της γενιάς του αναλώνονται σε υπαρξιακά αδιέξοδα των αστών που συχνάζουν σε συγκεκριμένες περιοχές της πρωτεύουσας, ο Γρηγοριάδης αναζητά τους μόνιμους κατοίκους της περιφέρειας ή όσους την έχουν για κάποιο λόγο επιλέξει ως χώρο παραμονής τους και περιγράφει το πώς ένας τόπος σχεδόν ξεχασμένος μπορεί να επιδρά σε όσους εξακολουθούν να τον κατοικούν και εν τέλει να τον εμπιστεύονται.
Στο “ Έξω απ΄ το σώμα” περιγράφεται η έρευνα που επιχειρεί ένας δημοσιογράφος γύρω από την εξαφάνιση ένας άντρα.
Είναι γεγονός ότι συχνά τον τελευταίο καιρό διαβάζουμε μυθιστορήματα που αναπτύσσουν αυτήν την πορεία ανακάλυψης του άλλου που τελικά δεν είναι παρά μια οδός προς συνειδητοποίηση του εσώτερου εγώ του αναζητούντος . Να θυμίσω κάπως πρόχειρα τον Δημήτρη Μίγγα και το “Σπάνια χιονίζει στα νησιά” και τον Αλέξη Σταμάτη με το “Μπαρ Φλωμπέρ”. Αλλά και ο ίδιος ο Γρηγοριάδης έχει και σε προηγούμενα έργα του χρησιμοποιήσει αυτή τη φόρμα δομής ενός μύθου.
Την επαναλαμβάνει και το “Έξω απ΄ το σώμα”;
Όχι ακριβώς, μιας και πολύ γρήγορα δίπλα σε αυτή την πορεία αυτογνωσίας του κεντρικού ήρωα (που είναι και ο αφηγητής της ιστορίας) έρχονται να προστεθούν γενικότεροι προβληματισμοί σχετικοί με την ίδια τη διαδικασία της σύλληψης, την εξωσωματική γονιμοποίηση, τις ηθικές και ψυχολογικές επιπτώσεις όσων εμπλέκονται σε μια τέτοια διαδικασία, αλλά και το κατά πόσον όλα αυτά συνδέονται με παγανιστικές λατρείες, αρχαίες θρησκείες και διαχρονικούς θρύλους.
Με άλλα λόγια ο Γρηγοριάδης σχεδίασε ένα όχι μόνο ιδιαιτέρως φιλόδοξο μυθιστόρημα, αλλά και σύνθετο. Φιλόδοξο αφού επιζητά να αντιπαραθέσει επιστημονικά επιτεύγματα και ανθρώπινες αντιδράσεις, σύνθετο μιας και στο μυθιστορηματικό ιστό επεμβαίνουν φιλοσοφικές σκέψεις, αρχαίοι μύθοι και τραγωδίες, σημερινές καταστάσεις, κοινωνικές αναλύσεις και ερωτικά πάθη.
Το μυθιστόρημα με όλα αυτά τα στοιχεία που διαθέτει είναι ως να ζητά από τον αναγνώστη του να το εκτιμήσει με τρόπο εγκεφαλικής προσέγγισης. Μα στην προσπάθειά του αυτή ξεχνά πως ο αναγνώστης αυτού του είδους της πεζογραφίας θέλει να συναντήσει και χαρακτήρες που δεν θα δηλώνουν μόνο την αλήθεια τους, αλλά και θα τη ζούνε.
Με άλλο τρόπο ειπωμένη η αντίρρηση μας ως προς το “Έξω απ΄ το σώμα” έχει να κάνει με τους χαρακτήρες που ο συγγραφέας δημιούργησε για να υποστηρίξουν και να υπηρετήσουν τους στόχους του.
Σχεδόν όλα τα κεντρικά πρόσωπα ενώ με έντονο τρόπο και ομολογουμένως αριστοτεχνικά λεπτομερή περιγράφονται ως προς τις πράξεις τους ακόμα και τις πλέον προσωπικές, δεν πείθουν ότι είναι κάτι περισσότερο από μαριονέτες που ότι κι αν κάνουν δεν φαίνεται και να το βιώνουν.
Οι αποφάσεις τους είναι δοτές, οι σχέσεις τους με την δυναμική του χώρου και της φύσης δεν συνάδει με ότι γίνεται γνωστό ως προς την προηγούμενη ζωή τους και πολύ συχνά λύσεις ακραίες και ανομοιογενείς μεταξύ τους επιστρατεύονται για να φέρουν το όλο δράμα στην κάθαρση και λύση του.
Παρόλα αυτά δεν θα πρέπει να μην εκτιμηθεί και ότι καλό υπάρχει μέσα στο έργο.
Πρώτα απ΄ όλα η ενδιαφέρουσα περιγραφή του φυσικού περιβάλλοντος. Ακόμα η σκιαγράφηση των δεύτερων προσώπων που υπάρχουν μέσα στο μυθιστόρημα γίνεται με καίριες και σύντομες επισημάνσεις. Η διάθεση να ερμηνευθεί το σήμερα μέσα από το μακρινό χτες –στοιχείο που δίνει και μια ενδιαφέρουσα παγανιστική ανάσα στην επιστημονική γνώση. Οι ζωντανοί διάλογοι ακόμα κι όταν δεν φτάνουν να εξηγούν το γιατί γίνονται ανάμεσα σε δυο ή και περισσότερα πρόσωπα.
Και βέβαια, αυτό που και πιο πάνω αναφέρθηκε – το ότι ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης ψάχνει νέα θέματα, ξεφεύγει από την εγωκεντρική ομφαλοσκόπηση και τελικά τολμά να αντιμετωπίσει το ρίσκο της νέας θεματικής πρότασης.

23.11.08

Παλαιότερες αναγνώσεις - "Δεσμά αίματος"


Μαρία Πάουελ

<<Δεσμά Αίματος>>
Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Κέδρος, 2003

Η Μαργαρίτα είναι μια νέα και σύγχρονη γυναίκα. Εργάζεται ως αεροσυνοδός, δεν διατηρεί μια σταθερή ερωτική σχέση. Θα έλεγε κανείς ότι ανήκει σε εκείνες τις γυναίκες του σήμερα που δείχνουν να είναι απελευθερωμένες και απόλυτα κυρίαρχες της ζωής τους.
Όμως η Μαργαρίτα πίσω από το προπέτασμα της ελευθερίας, κρύβει κάποιες ουσιαστικές δεσμεύσεις.
Εξακολουθεί να ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα με τον πατέρα της, από τον οποίον εκείνη κρύβει τις ουσιαστικές λεπτομέρειες της ερωτικής της ζωής, ακριβώς όπως εκείνος της έκρυβε μια ζωή το πώς και το γιατί η μητέρα της πέθανε όταν αυτή ήταν ακόμα ένα πολύ μικρό παιδί.
Η σχέση κόρης και πατέρα είναι δυνατή, όσο και αρρωστημένη.
Μα δεν είναι και η μόνη δυνατή όσο και αρρωστημένη σχέση που έχει η Μαργαρίτα.
Ανάμεσα στους πολλούς εφήμερους λίγο ή πολύ δεσμούς της, υπάρχει ένας που την κρατά δέσμιά του.
Ο πατέρας πεθαίνει, η Μαργαρίτα αποφασίζει να ξεκαθαρίσει τους δεσμούς της με το παρελθόν και ανακαινίζει εξ΄ ολοκλήρου το διαμέρισμα.
Παράλληλα αποφασίζει να βρει τον άντρα που την κρατά δέσμια για τόσα χρόνια και ξεκινά ένα ταξίδι προς την επαρχιακή πόλη που αυτός διαμένει μαζί με την οικογένειά του.
Η συνάντηση των δυο εραστών θα σταθεί η αφορμή για τη Μαργαρίτα να κατανοήσει περισσότερο και το παρελθόν της, αλλά και το γιατί έχει για χρόνια δεχτεί να είναι ένα είδος σεξουαλικού εξαρτήματος για τον εραστή της.
Δεσμοί αίματος συνδέουν τη νέα γυναίκα με τους δυο άντρες της ζωής της. Δεσμοί αίματος όχι με την έννοια της συγγένειας, αλλά των πληγών –πληγών που έχουν δημιουργηθεί από την απόκρυψη της αλήθειας.
Ο πατέρας δεν της ομολόγησε ποτέ τη δική του ευθύνη στο θάνατο της μητέρας της. Ο εραστής δεν της αποκάλυψε το μεγάλο του πάθος που θα τον οδηγήσει στην εξόντωση. Και η ίδια η Μαργαρίτα δεν θέλησε ποτέ της να μιλήσει δυνατά και καθαρά. Πίσω από την υποταγή έκρυβε το φόβο της αυτοαποκάλυψης.
Η Μαρία Πάουελ έχει ασχοληθεί βασικά με τον κινηματογράφο. Η πρώτη της αυτή συγγραφική εμφάνιση διαθέτει πολλά από τα στοιχεία μια αφηγηματικής τεχνικής που στηρίζεται στη εσωτερική δύναμη που κρύβει η εξιστόρηση μέσω της εικόνας.
Λιτή γραφή, γρήγορες εναλλαγές, έντονες σκιαγραφήσεις των προσώπων, μια ματιά παρακολούθησης των γεγονότων που χωρίς να τα σχολιάζει τα εντυπώνει με το δικό της τρόπο.
Κι έτσι με το μυθιστόρημα αυτό καταφέρνει να περιγράψει τα αδιέξοδα των ανθρώπων που ζούνε μέσα στην ψευδαίσθηση της ανεξαρτησίας, αλλά και όσων συνειδητά θέλουν να παραμένουν θεατές των γεγονότων.

16.11.08

Η Αηδονόπιτα


Ισίδωρος Ζουργός
«Η Αηδονόπιτα»
Εκδόσεις Πατάκη

Το πέμπτο του μυθιστόρημα κυκλοφόρησε ο Ισίδωρος Ζουργός, ένας συγγραφέας που μόλις με το προηγούμενό του –το «Η Σκιά της Πεταλούδας»- έγινε γνωστός σε ένα αληθινά ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Σε κάποιο προηγούμενο τεύχος του ΔΙΑΒΑΖΩ, στα πλαίσια ενός άρθρου μου σχετικού με τον τρόπο που εξασκείται η κριτική στην Ελλάδα, είχα χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα άδικης αποσιώπησης εκ μέρους των κριτικών και των διαφόρων επιτροπών λογοτεχνικών βραβείων , την περίπτωση της «Πεταλούδας»
Αλλά το αναγνωστικό κοινό το ανακάλυψε και πάνω από δυο χρόνια το έφερνε –και το φέρνει ακόμα- ανάμεσα στα μυθιστορήματα εκείνα που αναγράφονται στους καταλόγους των ευπώλητων βιβλίων.
Κι ενώ η κριτική παράμεινε σιωπηλή, ο Ζουργός έγραψε ένα ακόμα ιστορικό μυθιστόρημα, αυτό με τον περίεργο τίτλο «Η Αηδονόπιτα»
Τα τρία πρώτα μυθιστορήματά του δεν ήταν ιστορικά, αλλά διέθεταν –το καθένα με τον τρόπο του- στοιχεία που αναζητούσαν την ταυτότητα του ατόμου άλλοτε μέσα από τον έρωτα, άλλοτε μέσα από την ανίχνευση της παιδικής ηλικίας κι άλλοτε μέσα από διαχρονικούς θρύλους και μύθους.
Αυτοί οι προσανατολισμοί παραμένουν και στα δυο τελευταία, μόνο που ο θεσσαλονικιός συγγραφέας δείχνει πως θέλει πλέον να τα τοποθετεί σε συγκεκριμένους ιστορικούς χρόνους και γεωγραφικούς τόπους.
Από την άποψη αυτή, λοιπόν, τόσο η «Πεταλούδα», όσο και η «Αηδονόπιτα» δεν είναι γνήσια ιστορικά μυθιστορήματα –για τον Ζουργό δεν είναι το ιστορικό συμβάν που καθορίζει την εσωτερική εξέλιξη των ηρώων του, αλλά αντιθέτως είναι το άτομο που αναζητά τον εαυτό του μέσα σε μια εποχή και σε ένα τόπο.
Αν η «Πεταλούδα» είχε πολλά θετικά στοιχεία που αποδείκνυαν πως ο συγγραφέας της διαθέτει και σημαντικότατο ταλέντο και γνήσια συγγραφικά οράματα, το νέο αυτό μυθιστόρημα επιβεβαιώνει όλα αυτά, τα διευρύνει, μα και σε κάποια σημεία τα απαρνείται.
Στο προηγούμενο του έργο ο Ζουργός είχε ασχοληθεί με την ιστορία της Μακεδονίας. Τώρα στρέφεται προς την εποχή του 1821 και εστιάζεται κυρίως στα όσα έχουν να κάνουν με την πολιορκία του Μεσολογγίου.
Κεντρικός ήρωας ένας αμερικάνος φιλέλληνας. Ο Γκάμπριελ, νόθος γιος πλούσιου αμερικάνου γαιοκτήμονα, αφήνει την πατρίδα του καθώς διαπιστώνει πως είναι αδύνατον να μπορέσει να ενωθεί με την αγαπημένη του Ελίζαμπεθ.
Διαθέτοντας μια γερή κλασσική παιδεία, αποφασίζει να φτάσει στην Ελλάδα για να βοηθήσει τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων.
Μέσα από ένας είδους ημερολογίου – ανεπίδοτων επιστολών προς την αγαπημένη του, ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει ένα μεγάλο μέρος τόσο της ιστορίας των μυθιστορηματικών προσώπων, όσο και κάποιων ιστορικών γεγονότων. Το υπόλοιπο μέρος δίνεται μέσα από μια τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Ο Γκάμπριελ αφού περιπλανηθεί πρώτα σε λιμάνια της Μεσογείου, θα φτάσει σε μια κατακρεουργημένη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 1821, θα γνωριστεί με την οικογένεια ενός έλληνα προύχοντα που έχει χάσει την περιουσία του, και στη συνέχεια θα ακολουθήσει την βιασμένη από τους Τούρκους κόρη του άρχοντα και τον ξεπεσμένο οπλαρχηγό άντρα της στην πορεία τους προς αναζήτηση των ελλήνων επαναστατών της κεντρικής Ελλάδας.
Πολύ γρήγορα γίνεται σαφές στον αναγνώστη πως ο Γκάμπριελ έχει αντικαταστήσει τον έρωτά του προς την αμερικανίδα παιδική του φίλη με αυτόν προς την Λαζαρίνα, την παραμελημένη γυναίκα του οπλαρχηγού.
Από εκεί και πέρα το ερωτικό πάθος θα ταυτιστεί με το πάθος για αυτογνωσία και οι δυο εραστές θα βρεθούνε αποκλεισμένοι στο Μεσολόγγι.
Το μυθιστόρημα αφιερώνει αναλογικά το μεγαλύτερο μέρος του στην εξιστόρηση της ζωής μέσα στην ψυχορραγούσα πολιτεία. Και αμέσως μετά την πτώση και την έξοδο, οι κεντρικοί του ήρωες θα ανακαλύψουν την δική τους προσωπική κάθαρση.
Σε ένα πολυσέλιδο, όπως η «Αηδονόπιτα», μυθιστόρημα, θα περίμενε κανείς από τη μια να έχανε σε κάποια σημεία ο συγγραφέας τον έλεγχο της γλώσσας και από την άλλη να δημιουργούσε δομικές παλινδρομήσεις.
Ο Ζουργός ούτε σε μια σελίδα από τις 590 του έργου δεν χάνει τον έλεγχο πάνω στην γλωσσική του έκφραση –ο λόγος τους είναι άψογος, ελληνικά που δείχνουν και καλή παιδεία και πολύ κόπο και μεγάλη έμπνευση –πχ «Όσο πλησίαζαν τους πρόποδες του μεγάλου βουνού, ένιωθαν πως ο ήλιος που τους έλουζε ήταν σακάτης» ή «Όλη τη νύχτα οι τρύπες της στέγης φανέρωναν μάτια σκόρπια εδώ κι εκεί, άστρα που κρυφοκοίταγαν μέσα στο στάβλο»
Αλλά στον τομέα της δομής, η ίδια του η έμπνευση τον παρασύρει –κάτι που το είχε αποφύγει στην σχεδόν εξ΄ ίσου πολυσέλιδη «Πεταλούδα».
Οι σελίδες που αφορούν την πολιορκία, αν και μεγίστου γλωσσικού κάλλους και με πληθώρα καλοχωνεμένων ιστορικών και λαογραφικών πληροφοριών, σαφώς είναι περισσότερες του δέοντος. Και υπάρχει και το τέταρτο μέρος του έργου, που μας μεταφέρει από το 1826 στο 1869 και που θέλοντας να μας δώσει στοιχεία για την τύχη των κεντρικών προσώπων μέσα στα χρόνια που μεσολάβησαν, στην ουσία αποδυναμώνει αυτό που ο ίδιος ο Ζουργός ήθελε να υπηρετήσει, εκείνο το «Τι είναι αυτό που στις αρχαίες μακάριες ακτές με καθηλώνει» του Χαίλντερλιν και το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα σε κάποιο κεφάλαιο.
Η «Αηδονόπιτα» σε αντίθεση με την «Πεταλούδα» δεν είναι μυθιστόρημα χαρακτήρων, όσο τόπων και γεγονότων. Τα τέσσερα, πέντε βασικά άτομα που πάνω τους στηρίζεται η πλοκή μπορεί να γίνονται αρκούντως γνωστά στον αναγνώστη, αλλά δεν γίνονται οικεία.
Αλλά θεωρώ πως τελικά η «Αηδονόπιτα», κυρίως με την άψογη γλώσσα της και με την παραστατική περιγραφή μιας εποχής, είναι ένα σκαλί πιο πάνω στη συγγραφική πορεία του Ζουργού και σαφώς μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα πλέον σημαντικά έργα της ελληνικής λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων, καθώς περιγράφει μια εποχή με τρόπο που ενώ απόλυτα δείχνει πως σέβεται και αποδέχεται την εικόνα της έτσι όπως μας έχει κληρονομηθεί, δε διστάζει παράλληλα και να την περιγράψει με έναν σχεδόν ανατριχιαστικό ρεαλισμό.
Ο Ισίδωρος Ζουργός είναι ένας συγγραφέας με ταυτότητα και οράματα. Ένας γραφιάς που δεν φοβάται τον κόπο της γραφής. Κλασικός και έλληνας σε μια εποχή μοντερνισμού και διεθνισμού. Και με τον δικό του ευαίσθητο όσο και υπεύθυνο τρόπο, προτείνει να ξαναδούμε την ιστορία μας όχι ανατρέποντάς την, αλλά και όχι στολίζοντάς την με …το αίσθημα εκείνο της μελαγχολικής αυτοπαρηγορίας (λόγια του Παπαδιαμάντη, κι αυτά χρησιμοποιούμενα κάπου μέσα στην «Αηδονόπιτα», ως προμετωπίδα)
(Δημοσιεύτηκε στο Ε. Τ. της Κυριακής 14/12/2008)

11.11.08

Νεράιδα πάνω στο έλατο


Μάνος Κοντολέων

"Νεράιδα πάνω στο έλατο"

Εικονογράφηση: Κατερίνα Βερούτσου
Εκδόσεις Πατάκη


Κάθε χρονιά, καθώς πλησιάζουνε οι γιορτές του Δεκέμβρη, το Πνεύμα των Χριστουγέννων που ζει μέσα στο σύννεφο που σκεπάζει την κορυφή του βουνού, εγκαταλείπει την μοναξιά του και φωνάζει τις νεράιδες του Χειμώνα για να σχεδιάσουν μαζί το στολισμό των ελάτων στις αυλές των ανθρώπων.
Στις νεράιδες αρέσει πάρα πολύ να κυνηγούν αστέρια και να τα κατεβάζουν από τον ουρανό. Μα στα αστέρια δεν αρέσει καθόλου να χάνουν την άπλα του ουρανού και να βρίσκονται ακίνητα πάνω στις κορυφές των δέντρων.
Έτσι, οι νεράιδες ξεχύνονταν μέσα στη νύχτα κυνηγώντας τα αστέρια και λίγο πριν το χάραμα την Παραμονή των Χριστουγέννων πάνω στα έλατα των σπιτιών από ένα αστέρι φεγγοβολά.
Όπως κάθε χρονιά, έτσι και τούτη, Το Πνεύμα των Χριστουγέννωνσυγκινημένο στεκόταν και χαιρότανε το θέαμα, όταν ξάφνου είδε πως υπήρχε ένα έλατο δίχως αστέρι στην κορυφή του. Μα τι είχε συμβεί;...

Να, λοιπόν, πως έγινε και από τότε λένε πως υπάρχει μια αυλή με ένα έλατο που κάθε Χριστούγεννα είναι στολισμένο με μια νεράιδα. Και λένε ακόμα πως οι άνθρωποι αυτής της αυλής περνούνε μια χρονιά γεμάτη χαρά, υγεία, ευτυχία και τύχη. Χρονιά αγάπης. Έτσι λένε…
Και το πιστεύω κι εγώ αυτό…Ίσως γιατί και το έλατο της δικής μου αυλής κάποια χρονιά να το στόλισε μια νεράιδα. Γι’ αυτό το πιστεύω. Το έζησα.
Εσείς;


Ένα ακόμα παραμύθι που έγραψα για τα Χριστούγεννα, όπως άλλωστε το συνηθίζω τα τελευταία χρόνια, μιας και πιστεύω πως οι μέρες των Χριστουγέννων είναι οι μέρες που χρειάζονται ακόμη περισσότερη μαγεία και φαντασία.

7.11.08

Συγγραφείς στα σχολεία


Από τα τέλη της δεκαετίας του 70, μια ομάδα νέων συγγραφέων παιδικής λογοτεχνίας, μαζί με κάποιους δασκάλους που οραματιζόντουσαν μιας διαφορετικής ποιότητας πρωτοβάθμια εκπαίδευση, άρχισαν να επιδιώκουν την πραγματοποίηση επισκέψεων συγγραφέων σε σχολεία.
Παράλληλα, η όλη αυτή προσπάθεια υποστηρίχτηκε από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (που είναι το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα).
Μια τέτοια παράπλευρη συγγραφική δραστηριότητα δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο εκείνη την εποχή και ασφαλώς υπήρχαν πολλοί εκπαιδευτικοί, μα και γονείς, που θεωρούσαν την επίσκεψη ενός συγγραφέα σε μια τάξη ως ένα τρόπο προώθησης των βιβλίων του επισκέπτη – συγγραφέα.
Κάποια στιγμή, το Υπουργείο Παιδείας, επείσθη να εκδώσει σχετική εγκύκλιο που συνιστούσε στους διευθυντές των σχολείων να προσκαλούν συγγραφείς στις τάξεις , κυρίως όμως γύρω από τη μέρα που εορτάζεται παγκοσμίως το Παιδικό Βιβλίο (2 Απριλίου).
Κάπως έτσι πέρασε όλη η δεκαετία του 80, και μέσα στα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα, οι πόρτες των σχολείων άνοιγαν ολοένα και πιο άνετα για να υποδεχτούν συγγραφείς και εικονογράφους.
Οι εκδοτικοί οίκοι, τα βιβλιοπωλεία, κάποιοι πολιτιστικοί φορείς, συχνά οι ίδιοι οι γονείς μέσα από τους συλλόγους κηδεμόνων διοργανώνανε εκδηλώσεις για το παιδικό βιβλίο και αναλαμβάνανε να καλύπτουν τα αναγκαία έξοδα.
Τα τελευταία χρόνια, οι επισκέψεις συγγραφέων στα σχολεία εντάσσονται σε πρόγραμμα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), και έτσι πλέον οι εκδηλώσεις αυτές απλώνονται όχι μόνο στην πρωτεύουσα και σε μερικά μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και σε πόλεις μικρότερες, ακόμα και σε χωριά. Και βέβαια, δεν περιορίζονται μόνο στα δημοτικά, μα διοργανώνονται και από φιλολόγους σε γυμνάσια κυρίως, μα και σε λύκεια.
Ο θεσμός, λοιπόν, έχει εδραιωθεί. Τα αποτελέσματά του, όμως και μετά από τόσα χρόνια εφαρμογής του, δεν είμαι σίγουρος αν είναι αυτά που κάποιος θα ανέμενε.
Ποιος είναι ο λόγος που ένας συγγραφέας επισκέπτεται μια τάξη;
Η προσωπική παρουσία του δημιουργού τονώνει το ενδιαφέρον των παιδιών για την ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων –πάνω σε αυτό το σκεπτικό πρόσωπα και φορείς του χώρου της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους διοργανώνουν τέτοιας μορφής εκδηλώσεις.
Μα από ένα σημείο και μετά η φιλαναγνωσία για να αποκτά ουσιαστική έννοια, θα πρέπει να στηρίζεται όχι μόνο στη συνάντηση του αναγνώστη με τον δημιουργό ενός μυθιστορήματος, αλλά θα πρέπει προηγουμένως να έχει γίνει η γνωριμία εκ μέρους του αναγνώστη με όλο ή μέρος του έργου του συγγραφέα.
Αυτό το γεγονός καταγράφεται στις οδηγίες που τόσο το ΕΚΕΒΙ, όσο και οι ίδιοι συγγραφείς δίνουν ή συζητούν με τους διοργανωτές.
Αλλά τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει γνωριμία εκ μέρους του αναγνώστη με το έργο ενός συγγραφέα;
Η ανάγνωση και μόνο, από τους μαθητές μιας ομάδας, ενός ή περισσοτέρων βιβλίων δεν είναι αρκετή. Θα πρέπει ο εκπαιδευτικός να βοηθήσει τα παιδιά ή τους εφήβους να «ξεκλειδώσουν» τα μυστικά, τα τεχνάσματα, τις συχνά κρυμμένες ιδέες που ο συγγραφέας έχει τοποθετήσει μέσα στο μυθιστόρημά του, για παράδειγμα, ή στα παραμύθια ή στα διηγήματα μιας συλλογής.
Τα παιδιά, συνήθως, τα κρατά η πλοκή. Αλλά στη λογοτεχνία μεγαλύτερη σημασία από το τι λέγεται, έχει το πως αυτό λέγεται.
Η πλοκή από μόνη της δεν αποτελεί στοιχείο μιας καλής λογοτεχνίας. Το καλό λογοτεχνικό βιβλίο το χαρακτηρίζει η γλώσσα με την οποία έχει γραφτεί, το πως έχουν ολοκληρωθεί οι χαρακτήρες, ποιες θέσεις προβάλλονται, ποιοι εσωτερικοί σύνδεσμοι, εν τέλει, δημιουργούνται ανάμεσα στη ψυχοσύνθεση του κάθε αναγνώστη με το έργο.
Σήμερα, όταν ένας συγγραφέας συζητά με τα παιδιά μας ομάδας, που έχουν διαβάσει τα περισσότερα ή έστω κάποια από αυτά, βιβλία του, δέχεται βασικά ερωτήσεις όπως : «Γιατί ο ήρωας έκανε αυτό και όχι κάτι άλλο;»
«Πώς σας έρχεται η έμπνευση να γράψετε μια ιστορία;»
«Θα συνεχίσετε να γράφετε βιβλία;»
«Πώς λεγότανε το πρώτο σας βιβλίο;»
«Πώς αισθάνεστε που είστε διάσημος;»
«Πώς περνάτε τις ελεύθερες ώρες σας;»
«Πόσα χρήματα κερδίζετε από αυτή τη δουλειά;»

Όπως όλες οι ενασχολήσεις του ανθρώπινου νου για να αποκτήσουν μια ουσιαστική οντότητα και ένα περιεχόμενο χρειάζονται μια εκπαίδευση, έτσι και η δραστηριότητα της ανάγνωσης λογοτεχνικών κειμένων, θέλει κι αυτή για να την κατακτήσουμε να ακολουθήσουμε κάποια βήματα εκμάθησης της.
Μόνο το ένστιχτο δεν είναι αρκετό να προχωρήσει τα πράγματα πιο πέρα από το «μου άρεσε» ή «δεν μου άρεσε».
Ασφαλώς και το πρώτο πράγμα που ένας αναγνώστης (και μάλιστα όταν είναι παιδί ή έφηβος) επιζητά είναι η δράση, η πλοκή. Και στην περίπτωση της παιδικής/ εφηβικής λογοτεχνίας, οι συγγραφείς αυτή την ανάγκη του αναγνώστη τους φροντίζουν να την καλύπτουν.
Αλλά δράση υπάρχει όχι μόνο όταν δυο άτομα με κάποιο τρόπο συγκρούονται σωματικά, μα και όταν συγκρούονται και κοινωνικά και πολιτικά και ιδεολογικά και συναισθηματικά. Κα δράση προκύπτει ακόμα και μέσα από τη σύγκρουση του ήρωα με τον ίδιο του τον εαυτό.
Το ζητούμενο είναι να μάθουν οι νεαροί και νέοι αναγνώστες την ποιοτική διαφορά κάθε μορφής σύγκρουσης και να ανακαλύπτουν σταδιακά τις διαφορετικές αποχρώσεις.
Ιδιαίτερη αξία για την συνειδητή και επαρκή αναγνωστική ταυτότητα ενός ανθρώπου έχει και η γνώση των τεχνικών αφήγησης και γενικότερα οι τρόποι χρησιμοποίησης της γλώσσας.
Ανάμεσα στο δημοσιογραφικό «Ο δεκαοχτάχρονος οδηγούσε την μοτοσικλέτα του με υπερβολική ταχύτητα» και στο λογοτεχνικό «Οδηγούσε με ταχύτητα την μοτοσικλέτα του. Πρόλαβα να ξεχωρίσω τα μακριά, μαύρα του μαλλιά…» υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά.
Στη μια περίπτωση υπάρχει η ενημέρωση, στην άλλη μια επαφή.
Στα πλαίσια αυτού του κειμένου δεν έχω τη δυνατότητα να επεκταθώ σε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικές με τις επισκέψεις συγγραφέων σε σχολεία.
Θα ήθελα πάντως να δηλώσω πως ασφαλώς και είμαι υπέρμαχος τέτοιων προγραμμάτων, αλλά επίσης θεωρώ πως η παρουσία του συγγραφέα όσο και αποτελεσματική κι αν είναι, πάντα θα είναι και πεπερασμένη αν παράλληλα δεν συμβαίνουν και κάποιες άλλες συνθήκες μέσα στη σχολική τάξη.
Και γίνομαι πλέον σαφής.
Στα μεν δημοτικά θα πρέπει η λογοτεχνία να ενταχθεί στο Ωρολόγιο και στο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών. Υπάρχουν ειδικότεροι από εμένα που έχουν καταθέσει τις προτάσεις τους για το πώς μια τέτοια ένταξη μπορεί να υλοποιηθεί.
Αλλά αν συμβεί κάτι τέτοιο κι αν λειτουργήσει έστω και επαρκώς, τότε η επίσκεψη του συγγραφέα θα είναι ενταγμένη μέσα σε ένα πρόγραμμα που θα βοηθά τα παιδιά να αποκτούν επαρκή και ευαισθητοποιημένη λογοτεχνική αναγνωστική ταυτότητα.
Στα δε γυμνάσια και λύκεια καλό θα ήταν οι φιλόλογοι να γνωρίσουν πρώτα αυτοί και στη συνέχεια να φέρουν μέσα στην τάξη και στο μάθημα της λογοτεχνίας, κείμενα που ανήκουν στην κατηγορία «για νεαρούς ενήλικους αναγνώστες».
Πρόκειται για ολοκληρωμένα λογοτεχνικά έργα (κυρίως μυθιστορήματα) που αυτό που τα εντάσσει σε μια κάπως διακριτή κατηγορία είναι το ότι εστιάζουν την προσοχή τους στον τρόπο που ο έφηβος ζει και βιώνει την ίδια του την εφηβεία τόσο μέσα στο ίδιο του το σώμα και την ψυχή, όσο και μέσα στην οικογένεια, την κοινωνία γενικότερα. Αλλά έτσι ο έφηβος αναγνώστης ανακαλύπτει στον έφηβο λογοτεχνικό ήρωα στοιχεία κοινά και εξερευνά πιθανές απαντήσεις στα ερωτήματά του.
Ο καλύτερος τρόπος για να πείσεις κάποιον να αγαπήσει τη λογοτεχνία είναι να τον κάνεις να δει πως ο ίδιος του ο εαυτός υπάρχει μέσα στα λογοτεχνικά έργα.
Μου έχει τύχει –για να επανέλθω στην παρουσία συγγραφέων στα σχολεία- να συζητήσω με παιδιά του δημοτικού και εφήβους του γυμνασίου / λυκείου και οι συζητήσεις εκείνες έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη μου. Πάντα δίπλα σ΄ εκείνα τα παιδιά υπήρχαν δάσκαλοι που είχαν καταφέρει να φέρουν, έστω και υπόγεια, τη λογοτεχνία μέσα στην εκπαιδευτική τους καθημερινότητα και πάντα δίπλα στους εφήβους υπήρχαν φιλόλογοι που είχαν ανακαλύψει τα βιβλία εκείνα που μέσα στις σελίδες τους οι μαθητές τους αισθάνονταν πως οι ίδιοι κυκλοφορούσαν.
(Δημοσιεύτηκε στο 'Βήμα των Ιδεών' -Παρασκευή, 9 /11/2008)

1.11.08

Άρωμα Σαφράν



Γιασμίν Κράουθερ
«Άρωμα Σαφράν»
μετάφραση Κώστια Κοντολέων
Εκδόσεις Ψυχογιός


Η Μαριάμ είναι από το Ιράν. Γεννημένη σε πλούσια οικογένεια, με τον πατέρα της ανώτερο στρατιωτικό αξιωματούχο του Σάχη, προορίζεται να ζήσει τη ζωή μιας γυναίκας της τάξης της. Ο πατέρας της διαλέγει τον άντρα που σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια θα της ταιριάζει. Αλλά η Μαριάμ αναζητά την ευκαιρία να ζήσει μια ζωή που η ίδια θα έχει επιλέξει. Η σύγκρουση με το οικογενειακό περιβάλλον είναι όχι μόνο αναμενόμενη, αλλά και τραγική. Και η Μαριάμ στην ουσία θα βρεθεί εξόριστη στην Αγγλία, όπου εκεί πλέον θα στήσει τη νέα της ζωή δίπλα σε ένα γεμάτο κατανόηση άντρα και θα αποκτήσει την μονάκριβη κόρη της , τη Σάρα.
Όλα δείχνουν να κυλάνε ήρεμα, με το παρελθόν να υπενθυμίζει την παρουσία του μέσα από ιρανικές συνήθειες –κάποια τραγούδια, μερικά φαγητά.
Αλλά ξαφνικά όλα ανατρέπονται. Ένα τυχαίο περιστατικό δίνει την αφορμή να ξεσκεπαστούν όλα όσα η Μαριάμ έκρυβε μέσα της όλα αυτά τα χρόνια. Τη τραυματική σχέση με τον πατέρα που ποτέ δεν αξιώθηκε την κάθαρση, το πάθος της για το αγόρι εκείνο που υπήρξε σύντροφος των νεανικών της χρόνων και πάνω απ΄ όλα την ανάμνηση από το χωριό που ζούσε τα παιδικά της καλοκαίρια.
Και η Μαριάμ αποφασίζει το ταξίδι της επιστροφής που θα την φέρει μπροστά στην ανάγκη να πάρει μια απόφαση, να κάνει μια επιλογή. Τα επόμενα χρόνια της θα τα ζήσει ως εξόριστη ιρανή ή ως γυναίκα που θα αγωνιστεί για τα ιδανικά της νεότητάς της;
Η Γιασμίν Κράουθερ, αγγλοϊρανή και η ίδια, με πατέρα εγγλέζο και μητέρα ιρανή, έγραψε αυτό το πρώτο της μυθιστόρημα με την άνεση του ανθρώπου που γνωρίζει καλά το θέμα του. Και με ιδιαίτερη ευαισθησία φωτίζει το πάθος που οδηγεί τον άνθρωπο που του στερήσανε την πολιτιστική του ταυτότητα . Γιατί στην ουσία αυτό είναι το θέμα του έργου. Ο κόσμος της Ανατολής και ο κόσμος της Δύσης αν κάποια στιγμή θα γεφυρωθούν, αυτό θα γίνει μέσα από την κόρη της Μαριάμ. Αυτή θα είναι που θα έχει θεμελιωμένη μέσα της την διπλή ταυτότητα, άρα και την ικανότητα να κατανοεί ακόμα κι όταν διαφωνεί. Η ίδια η Μαριάμ δεν θα αισθανθεί πως η ζωή της σωστά ολοκληρώθηκε αν δεν ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με το παρελθόν κι αν δεν αποφασίσει πως αυτή η ζωή της πρέπει να τελειώσει με την υλοποίηση των ονείρων με τα οποία είχε κάποτε ξεκινήσει.
Το μυθιστόρημα περιγράφει με εσωτερικούς φωτισμούς τις κρυμμένες περιοχές μιας χώρας και ενός λαού που σήμερα απασχολεί όλη τη διεθνή κοινότητα. Αλλά αν και εσωτερικός ο φωτισμός αυτός είναι ικανός να προσφέρει στον δυτικό αναγνώστη στοιχεία που θα τον βοηθήσουν να ερμηνεύσει στάσεις και θέσεις μιας κοινωνίας που αντιστέκεται στα δυτικά πρότυπα.
«…Το ξέρεις ότι κάθε Άνοιξη ο κρόκος φυτρώνει μόνος του στην αυλή μας έξω; Βγαίνει από το χώμα και ξεπετάγεται πράσινος από το τίποτε. Μια μέρα τα λουλούδια του γίνονται μαβιά σαν τον νυχτερινό ουρανό, τον ουρανό της νιότης μας. Και μέσα στα πέταλά τους το σαφράν φυτρώνει κόκκινο σαν το αίμα. Ύστερα μαραίνονται και το έδαφος γίνεται χώμα ξανά, όπου τα κοτόπουλα αφήνουν τις κουτσουλιές τους. Έτσι γίνονται τα πράγματα από καταβολής κόσμου: σαφράν, κουτσουλιές, σαφράν κουτσουλιές.»
Η Μαριάμ χαμογέλασε με τον τρόπο που πρόφερε τη λέξη η Νορούζ. «Ήμουν θλιμμένη και ο γιατρός Αχλαβί μου είπε να θυμάμαι ότι το σαφράν βγαίνει από το χώμα».

Και βέβαια είναι ένα μυθιστόρημα που διαθέτει ζωντανούς όσο και απρόβλεπτους χαρακτήρες. Οι σχέσεις κόρης και πατέρα, μητέρας και κόρης, αλλοδαπών συζύγων, παιδικών φίλων που άγγιξαν τον έρωτα δίχως να τον χαρούνε, οι σχέσεις αδελφών, αλλά και ότι χαρακτηρίζει την συνύπαρξη ανθρώπων που ζούνε σε μια απομακρυσμένη περιοχή του Ιράν –όλα αυτά σκιαγραφούνται με μια ανατολίτικη λατρεία στη λεπτομέρεια, όσο και με μια δυτική ματιά απόμακρης κατανόησης.
Μυθιστόρημα για δυο κόσμους. Δυο πολιτισμούς.

30.10.08

Νένη Ευθυμιάδη - ...αθόρυβα



"...Να έχει πεθάνει; Ανήκουστο! Δεν πεθαίνουν εύκολα άνθρωποι σαν κι αυτόν, η φύση τους θωράκισε χαλύβδινα, προορίστηκαν για άτρωτοι, για ραφιναρισμένοι παίκτες. Κι αν τώρα εξαφανίστηκε, σίγουρα παίζει κάπου..."
Νένη Ευθυμιάδη 'Αθόρυβες Μέρες' ,

Σπάνια συνάντησα συγγραφέα που το έργο του και η ζωή του να ταιριάζουν απόλυτα.
Και λίγοι, ελάχιστοι είναι οι συγγραφείς που γνωρίζω και με τους οποίους μαζί τους με έδεσε μια αληθινή φιλία.
Η Νένη Ευθυμιάδη ένας από αυτούς και μάλιστα ο πιο παλιός. Από το Δημοτικό γνωριζόμαστε. Φίλοι γίναμε όταν εκείνη κυκλοφόρησε τις "Αθόρυβες Μέρες" της.
Τα βιβλία της Νένης Ευθυμιάδη έχουν βρει τη θέση τους στη νεοελληνική πεζογραφία μας.
Εκείνο που κυρίως τα χαρακτήριζε ήταν κάτι το αντισυμβατικό.
Ακριβώς το ίδιο στοιχείο που και η ίδια ως προσωπικότητα διέθετε.
Τα βιβλία της θα μπορώ να τα διαβάζω όποτε το θέλω.
Τη φωνή της όμως -τόσο ιδιαίτερα βραχνή- δεν θα την ξανακούσω.
Μήτε το γέλιο της -μια πηγαία κατάθεση χαράς.
Και βέβαια την ίδια την εικόνα της -μια τόσο ιδιαίτερα όμορφα ντυμένη γυναίκα.
Και ασφαλώς, τα λόγια της, οι σκέψεις της... Πάντα άναρχα αισιόδοξες ή αισιόδοξα άναρχες ακόμα κι όταν το Τέλος την περικύκλωνε.
Πριν από ένα περίπου μήνα τη συνόδεψα στην τελευταία της έξοδο. Προσκεκλημένος της. Ηλιόλουστο μεσημέρι με συντροφιά λίγους, λιγότερο κι από ελάχιστους καλούς φίλους. Οι διαχρονικά και αθόρυβα στενοί... Το φαγητό ελαφρύ και κουβεντούλες που θέλανε να αγνοούν...
Δεν ξέρω για εκείνη, αλλά εγώ δεν ήθελα να πιστέψω πως ήταν η τελευταία φορά που θα συναντιόμαστε. Τα σημάδια ήταν ολοφάνερα, μα ίσως να πίστευα πως -όπως πάντα- η Νένη για ακόμα φορά θα ανέτρεπε τη ροή των γεγονότων.
Αλλά η ζωή δεν είναι μυθιστόρημα... Η Νένη, όμως, ως μυθιστορηματική ηρωίδα θα είναι δίπλα μου για όσα χρόνια θα συνεχίσω να ζω...
Μη γελάς Νένη... Αφού για μια ακόμα φορά -αθόρυβα- θα συμφωνήσεις μαζί μου.

1.10.08

Πολλαπλά Ξαφνιάσματα


Ντία Μέξη - Τζόουνς
"Ο Τζόνι κι εγώ"
μυθιστόρημα
Εμπειρία Εκδοτική
Μου αρέσουν τα βιβλία που σε ξαφνιάζουν.
Ακόμα περισσότερο μου αρέσουν οι άνθρωποι που σε ξαφνιάζουν
Και η Ντία είναι ένας από αυτούς
Το βιβλίο της επίσης.
Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά τους
Κοντά είκοσι χρόνια πριν –ίσως λιγότερα, δεν είμαι πια καλός και τόσο στο να καταγράφω το τι έχει στο παρελθόν γίνει.
Κάπου τόσα, πάντως και είμαι στον Μαραθώνα –εκείνα τα χρόνια περνούσαμε οικογενειακά πολλές μέρες χειμώνα και καλοκαιριού στο εξοχικό μας σπίτι στην Παραλία.
Μας άρεσε ο Μαραθώνας και ένα από τα στοιχεία που μας έκαναν να θέλουμε να είμαστε εκεί, ήταν γιατί είχαμε ένα πολύ ζεστό στέκι.
Μια πιτσαρία - μπαρ -καφέ που βρίσκαμε πάντα ενδιαφέροντες ανθρώπους να μιλήσουμε, να διασκεδάσουμε…
Ψυχή του χώρου και ζεστή οικοδέσποινα μια κοπελιά που η κυρίως εργασία της ήταν να φυλάσσει βιβλία –βιβλιοθηκονόμος στο Κολέγιο Αθηνών.
Αυτή, λοιπόν, η κοπέλα –η Ντία Μέξη- ήξερε πάντα να μας κρατά συντροφιά άλλοτε μιλώντας μας για βιβλία, άλλοτε για τα τρέχοντα κοινωνικά θέματα, κι άλλοτε διοργανώνοντας ώρες διασκέδασης.
Όμορφα, πολύ όμορφα περνούσαμε και ξαφνικά πολύ λυπηθήκαμε που η Ντία μας ανακοίνωσε πως σκόπευε να μας αφήσει –τον Μαραθώνα, το στέκι μας.
Στην Αγγλία για μεταπτυχιακά, δήλωσε.
Και ομολογώ πως ξαφνιάστηκα. Εγώ περίμενα να μου πει πως βρήκε σύζυγο κι αυτή με ενημέρωσε πως γράφτηκε σε αγγλικό πανεπιστήμιο .
Ένα ξάφνιασμα. Και πού νάξερα πως θάτανε διπλό.
Γιατί η Ντία και μεταπτυχιακό πήρε και σύζυγο βρήκε… Τον… Τζόνι
Και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αγγλία.
Ήδη είχαμε μπει στην εποχή του Ίντερνετ κι εγώ είχα φτιάξει την ιστοσελίδα μου και κατά καιρούς έψαχνα να δω από πού ήταν οι διάφοροι επισκέπτες της.
Συναντούσα συχνά επισκέπτη από την Αγγλία και η καρδούλα μου πετάριζε … Λες να ήταν κάποιος ατζέντης ή εκδότης που θα μου πρότεινε μετάφραση κάποιου βιβλίου μου;
Μέχρι που πήρα ένα e- mail και το μυστήριο λύθηκε με ένα ακόμα ξάφνιασμα. Ατζέντης ή εκδότης ο επισκέπτης δεν ήτανε. Μα η Ντία που επικοινωνούσε με τους φίλους της όχι μόνο μέσω κλασικών και παλιών τρόπων, αλλά και μέσω των νέων.
Απέκτησε κι αυτή e-mail και έτσι αρχίσαμε να επικοινωνούμε πιο συχνά
Με αυτόν τον τρόπο μας ενημέρωνε για την αύξηση των μελών της οικογένειάς της, για τις μετακινήσεις της, για τα όμορφα σπίτια που έμενε, για τα γαλήνια μέρη στα οποία ήθελε να μας φιλοξενήσει.
Κι ενώ σκεφτόμαστε κάποια στιγμή να πάμε κι εμείς εκεί να γνωρίσουμε από κοντά την νέα της οικογένεια και το πανέμορφο Μπαθ, η Ντία μας ξάφνιασε και πάλι.
Μας έστειλε τον εγγλέζο αντρούλη της εδώ –όχι με σάρκα και οστά, αλλά χάρτινο. Ήρωα ενός μυθιστορήματος. Και η ίδια ηρωίδα .
Αυτό κι αν ήταν ξάφνιασμα.
Και δεν ήταν ξάφνιασμα μόνο το ότι έγραψε, αλλά και το τι έγραψε.
Αυτό το φρέσκο, το χαριτωμένο, το κεφάτο, το σαρκαστικό και αυτοσαρκαστικό κείμενο.
Χάρηκα που το είδα, χαίρομαι που το βλέπω να κυκλοφορεί πια.
Είναι ένα βιβλίο που με ανάλαφρο τρόπο λέει σοβαρά πράγματα.
Μιλά για τις στρεβλώσεις δυο κοινωνιών, αλά και για τα ανοίγματα που η κάθε μια τους επιχειρεί.
Μιλά για πως συνταιριάζονται μέσα από τη συμβίωση δυο ανθρώπων, διαφορετικές κουλτούρες.
Στην ουσία μιλά για μια νέα γενιά ανθρώπων που κυκλοφορούν ανά την Ευρώπη και δημιουργούν μια δισυπόστατη πατρίδα.
Με άλλα λόγια είναι ένα μυθιστόρημα με περιεχόμενο και σύγχρονο προβληματισμό. Και σύγχρονο τρόπο γραφής.
Ναι, η Ντία Μέξη – Τζόουνς με το πρώτο της κιόλας μυθιστόρημα κατοχυρώνεται ως συγγραφέας. Και μάλιστα συγγραφέας που ξέρει να χρησιμοποιεί όχι μόνο τη γλώσσα –πατροπαράδοτο εργαλείο κάθε συγγραφέα. Αλλά και το διαδίκτυο.
Στο blog για το βιβλίο της (johnny-ang-me.blogspot.com) γίνεται ‘το σώσε’ και ‘το έλα να δεις’
Τώρα η Ντία ξεκινά ένα νέο κεφάλαιο της ζωής της στο Αμπού Ντάμπι –άλλο πάλι ξάφνιασμα. Το μυθιστόρημά της το παρουσιάζουμε σήμερα στο Σύνταγμα… Απ΄ ότι έχει δηλώσει γράφει νέο…
Α, μου αρέσουν οι άνθρωποι που με ξαφνιάζουν. Από τον Μαραθώνα στο Άμπου Ντάμπι… Για σκεφτείτε το.
Και οι άνθρωποι που σε ξαφνιάζουν γράφουν βιβλία που ξαφνιάζουν κι αυτά.
Καλοτάξιδο Ντία μου και ευτυχισμένοι νάστε όλοι σας. Κι εσύ και οι δικοί σου και οι ήρωες του έργου σου

22.9.08

Δροσουλίτες



Όταν το ιστορικό γεγονός συναντά τη σύγχρονη καθημερινότητα

Άννα Γκέρτσου - Σαρρή

"Δροσουλίτες"

Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Κέδρος

Η Άννα Γκέρτσου - Σαρρή είναι μια συγγραφέας που διαθέτει μια εντελώς προσωπική παρουσία στο χώρο της σύγχρονης λογοτεχνίας μας.
Ξεκίνησε τη συγγραφική της καριέρα με έργα για παιδιά, γρήγορα προχώρησε σε μια λογοτεχνία για εφήβους και στη συνέχεια πέρασε σε μυθιστορήματα για ενήλικες αναγνώστες.
Αν εξαιρέσει κανείς τα πρώτα της έργα όλα τα υπόλοιπα έχουν να κάνουν με θέματα ιστορικά ή και της μυθολογίας.
Στα έργα της Σαρρή, η ιστορία σπάνια παραμένει στο χώρο μιας ιστορικής περιγραφής. Αντίθετα αποτελεί το έδαφος που μέσα του φυτρώνουν προσωπικές ιστορίες του χτες και του σήμερα.
Αυτά και στο μυθιστόρημά της <<Δροσουλίτες>> που κυκλοφορεί εδώ και κάποια χρόνια από τις εκδόσεις Κέδρος.

********


Μια γυναίκα, κάπου στα σαράντα της χρόνια, δημοσιογράφος, με σταθερό δεσμό και συγκεκριμένες ιδεολογικές απόψεις, ξαφνικά συνειδητοποιεί πως ότι πάνω του στήριξε τη ζωή της (σχέσεις, ιδέες, οράματα) καταρρέει, μέσα στα πλαίσια μιας γενικότερης έκπτωσης ηθών και απόψεων.
Η ευκαιρία που της δίνεται να κάνει ένα ρεπορτάζ πάνω στο ιστορικό πρόσωπο εκείνο που στη συνέχεια πέρασε στη μεριά του μύθου, καθώς έγινε ο αρχηγός των Δροσουλιτών (τον Ηπειρώτη αγωνιστή Χατζημιχάλη Νταλιάνη), είναι μια καλή αφορμή για την ίδια όχι μόνο να επανεξετάσει τις απόψεις της, αλλά και να δει κατά πόσο μπορεί κανείς να στηριχτεί στο χτες για να στήσει το όραμα ενός μέλλοντος.
Καθώς πηγαίνει στην Κρήτη, κρατά μαζί της ένα βιβλίο που αναφέρεται στον Νταλιάνη και ενώ το καράβι διασχίζει τη θάλασσα, εκείνη έκπληκτη ανακαλύπτει πως ένας ακόμα Νταλιάνης μπαίνει στη ζωή της –ένας συνταξιδιώτης (συνονόματος του ήρωα) που η έντονη γοητεία του θα την βοηθήσει να εισέλθει όχι μόνο πιο άνετα, αλλά και κυρίως πιο βαθιά στην ατμόσφαιρα ενός τόπου που μπορεί να φιλοξενεί το όραμα ενός μύθου.
Στο μυθιστόρημα της Σαρρή κυριαρχεί ο τόνος μιας κοφτής ματιάς πάνω στο ανίερο σήμερα, μαζί με μιαν άλλη, εκείνη την ιερή που μπορεί να φωτίσει με τέτοιο τρόπο της κρητική γη ώστε να σαρκώσει το ανεξήγητο συμβάν.
Στην ουσία έχουμε τη μάχη δυο ιδεολογιών. Και η ηρωίδα καθώς μονίμως κινείται στα όρια τους, φτάνει στη στιγμή εκείνη όπου οι αντοχές της την αφήνουν και εισέρχεται στην πανδαισία της απόλυτης αναγνώρισης του θαύματος.
Μα τα θαύματα τα συνειδητοποιούμε όχι την ώρα που τα ζούμε, αλλά στη συνέχεια, όταν πια η μνήμη στηρίζεται πάνω τους και τα μετατρέπει σε σύμβολα.
Ότι η νεαρή γυναίκα θα ζήσει στην Κρήτη Δε θα είναι μόνο η συμμετοχή σε ένα ομαδικό όραμα, ούτε η παρακολούθηση ενός ιστορικού συμβάντος που αγνόησε τη λήθη. Θα είναι κυρίως η γνώση του ίδιου της του εαυτού, η γνώση του αδιέξοδου που έχει φτάσει η γενιά της και βέβαια ο τρόπος που σε ατομικό επίπεδο μπορεί να αγγίξει τη λύτρωση.
Στην ουσία οι Δροσουλίτες είναι ένα πολιτικό βιβλίο –όπως άλλωστε οφείλει να είναι το κάθε ολοκληρωμένο λογοτεχνικό έργο.
Η Σαρρή αποφασίζει να καταγγείλει. Το κάνει όμως με τρόπο διακριτικό, με τρόπο υπόγειο –τελικά με τρόπο περισσότερο αποτελεσματικό.
Αλλά είναι και βιβλίο ερωτικό –ακριβώς γιατί περιγράφει τον έρωτα με μία σκιά. Ο μεγαλύτερος εραστής μας είναι πάντα εκείνος που πλάθεται από την άλλη πλευρά του χαρακτήρας μας.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση διατηρεί όλες τις παραμέτρους ενός λόγου καθημερινού μα και ευαίσθητου. Εναλλάσσεται με αποσπάσματα από το ιστορικό κείμενο για τον Ηπειρώτη αγωνιστή και ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να θαυμάσει την ικανότητα της συγγραφέως να χειρίζεται με τρόπο αποτελεσματικό τη γλώσσα.


7.9.08

Το τίμημα του έρωτα και της εξουσίας




ΜΑΝΟΣ ΚΟΝΤΟΛΕΩΝ

Ιστορία ευνούχου

«ΠΑΤΑΚΗΣ»


Ποια τα όρια και οι δυνατότητες ενός αρσενικού ευνουχισμένου; Ποια η κοινωνική θέση και η προοπτική του στην τρυφερότητα και το πάθος μιας γυναίκας. Το άτομο το χτυπημένο από τέτοια συμφορά καταφεύγει στην άρνηση, γίνεται ο άνθρωπος του Δεν. Ο ευνούχος, ανίκανος να συνουσιαστεί, να κάνει παιδιά, αποφεύγει τη διαπραγμάτευση, φύλακας και τιμωρός εναντιώνεται και πολύ συχνά αγγίζει το απάνθρωπο. Ωστόσο διατηρεί το πλεονέκτημα της απόστασης, συχνά με ισορροπίες τρόμου.Ο Μάνος Κοντολέων στην «Ιστορία ευνούχου» επιχειρεί μια προσέγγιση ιδιαίτερη απέναντι στη διαστρεβλωμένη φύση. Ο ήρωάς του παιδί της Ανατολής, από φτωχή οικογένεια, αγόρι ερωτεύσιμο, μαγεύει στο παζάρι τον πρώτο αξιωματικό του κραταιού αφέντη. Γίνεται εραστής του για χρόνια και μαθαίνει τη ζωή των στρατοπέδων και με ήπια βία την ερωτική ιδιαιτερότητα του αξιωματούχου. Κάποτε ο στρατηλάτης επιστρέφει στην πατρίδα δοξασμένος, αλλά θανατώνεται και η χήρα του εκδικούμενη τη συζυγική απιστία ευνουχίζει τον Ελενο, όνομα δοσμένο από τον άντρα της, αφού και η ίδια πρώτα γεύεται την ομορφιά του. Το ορμέμφυτο του νέου χτυπιέται θανάσιμα και ως μόνη διέξοδος εμφανίζεται το πνεύμα, με το κίτρινο ράσο του μεγάλου ευνούχου. Ο Ελενος ζει πια ως σύμβουλος, ως μοχλός εξουσίας στα ιδιαίτερα δωμάτια της πανέμορφης αρχόντισσας Ονορίας. Επίσης γίνεται κάτοχος, μέσω ενός γέροντα, βαθύτερης γνώσης και παιδείας.Ολη η πλοκή του μυθιστορήματος, αφηγημένη σε πρώτο πρόσωπο από τον ίδιο, που γράφει το ημερολόγιό του μέχρι την τελευταία του στιγμή. Αποποιούμενος το πάθος της Ονορίας, τι ιδιαίτερος ερωτισμός ανάμεσα σε ανάπηρο με την προσωπίδα του ανυποχώρητου και της γυναίκας που στοιχηματίζει να εισχωρήσει στο άβατο και απαραβίαστο του βαθύτερου των τραυμάτων. Επιτέλους φτάνει η στιγμή του αρσενικού ν' αποκαταστήσει τη φύση του βιασμένη από έναν άντρα μα και κατεστραμμένη από τη σύζυγό του. Ο Ελενος αποφασίζει τότε τον επίπονο δρόμο της ισχύος και του μυαλού. Το τίμημα της εξουσίας καθώς χάνει το κορμί. Η ώρα της πληρωμής έχει φτάσει και αρνούμενος την πρόσκληση για της σάρκας τη γιορτή αυτοτιμωρείται. Πλαστογραφώντας την υπογραφή της Ονορίας αποφασίζει ο ίδιος τη θανατική καταδίκη του. Περιμένοντας το τέλος, τέλος και του βιβλίου, σημειώνει: «Ονορίνα... Εσύ μη φορέσεις ποτέ το κίτρινο... Νομίζω πως ακούω την πόρτα... Δεν γυρίζω το κεφάλι... Συνεχίζω να γράφω... Τίποτε από εμένα δεν φαίνεται... Εγραψα το παρελθόν μου... Γράφω το παρόν... Το μέλλον μου... Οι βελόνες...».Η τακτική του ασυγκίνητου στον Ελενο, τόσο σωματικής όσο και πνευματικής υφής, περιγράφεται από τον Κοντολέοντα με τρόπο λιτό, αποστασιοποιημένο σχεδόν, ενταγμένο στον κανόνα του ήρωα. Το δισυπόστατο αρσενικό ακρωτηριασμένο, αλλά δυνατό, της εξουσίας. Ο Ελενος δοξάστηκε ως ισχυρός άντρας, δεν μπορεί να ταπεινωθεί στα μάτια της γυναίκας. Αποχρωματίζει λοιπόν τον πόθο, δεν προδίδει το σχεδιασμό της ζωής του και αυτοκτονεί, ασκητής ευνούχος.Στο βιβλίο ο έρωτας έχει δύο όψεις. Μυθοποιείται και ταυτόχρονα απομυθοποιείται. Στην πρώτη περίπτωση, η έλξη περιβάλλεται ως μαγεία του απραγματοποίητου πάθους, του ανέφικτου, μόνο με το όνειρο μπορεί να συνδιαλλαγεί. Στη δεύτερη, η δύναμη και η ρώμη της απόφασης και της νόησης κυριαρχούν στο ευκαιριακά σαρκικό.Ο Ελενος φέρνει τη σφραγίδα της σταυρικής ζωής. Ακολουθεί ό,τι θεωρεί αυτοδημιούργητη μοίρα, δεν παρεκκλίνει. Χαρακτηρίζει όμως την ανθρώπινη απόφαση τέτοια ακαμψία; Ο Κοντολέων με το ακραίο παράδειγμά του πιστεύει πως ναι, άλλωστε η ζωή του Ελενου έχει μονοδρομηθεί σχεδόν ερήμην του. Ωστόσο ο έρωτας είναι πανταχού παρών στις σελίδες, μάλιστα ο συγγραφέας θέλοντας να προσδώσει στη δόξα του φτερωτού θεού διαχρονικότητα και παγκοσμιότητα τοποθετεί κείμενα που διαταράσσουν την ισορροπία και τη συνοχή του έργου, από τους Καβάφη, Τ. Ουίλιαμς, Ευριπίδη, Τσέχοφ, Σολομώντα, Στρίντμπεργκ. Με την «ιστορία ευνούχου» ο Κοντολέων ισοζυγιάζει την καταγραφή της ψυχρότατης εξουσίας με την πυρετική αγρύπνια του πάθους. Κι όσο κι αν ο ήρωας ζει σε παλαιότερες πολιτισμικές στιγμές, η περίπτωσή του χαρακτηρίζει τις ημέρες μας. Σύμβολο του ανίκανου πνευματικού και πολιτικού δεσπότη, κατακλύζει το παρόν μας, καθώς η ωραιότητα του έρωτα εμποδίζεται, σχεδόν περιθωριοποιείται από σκοπιμότητες, ανταγωνισμούς, πλέγματα, στόχους, βία. Αν και το μυθιστόρημα εντρυφεί στην πληγή του αρσενικού, περιέχει και τα δύο φύλα, καθιστώντας με τον τρόπο αυτό το βιβλίο σύγχρονο.
ΑΘΗΝΑ ΠΑΠΑΔΑΚΗ
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ - 04/05/2001

5.9.08

Βίλα Κομπρέ


Αλέξης Σταμάτης
«Βίλα Κομπρέ»
μυθιστόρημα
Εκδόσεις Καστανιώτη

Με το έβδομο αυτό μυθιστόρημά του, ο Αλέξης Σταμάτης επιβεβαιώνει όλα τα θετικά και όλα τα αρνητικά στοιχεία της μυθιστορηματικής τεχνικής του.
Ως θετικά αναφέρω την έντονη πλοκή, την ευέλικτη γλώσσα, την παραστατική περιγραφή των τόπων δράσης.
Ως αρνητικά θεωρώ την παρέμβαση του ίδιου του συγγραφέα στις αντιδράσεις των προσώπων του έργου.
Και γίνομαι πλέον σαφής.
Ο Σταμάτης διαθέτει μια εκρηκτική φαντασία, μια ικανότητα να αφηγείται ιστορίες περίπλοκες. Έτσι όμως λες και παρασύρεται ο ίδιος από τις ικανότητές του αυτές και ξεχνά πως τις περιπέτειες που καταγράφει τις ζούνε πρόσωπα που, όπως όλες οι μυθιστορηματικές περσόνες το ίδιο κι αυτά, αναπνέουν και παθιάζονται όχι γιατί απλώς το θέλει ο δημιουργός τους, αλλά γιατί τους το επιβάλει από τη μια η ανθρώπινη φύση τους έτσι όπως αντιδρά στα γεγονότα και από την άλλη η ψυχική τους ιδιαιτερότητα έτσι όπως στον καθένα διαφορετικά είναι διαμορφωμένη.
Αυτά ως γενικές παρατηρήσεις.
Στο μυθιστόρημα αυτό, ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει την πορεία προς την αυτογνωσία του 28χρονου Θάνου, καθώς θα αναζητεί το μυστικό που έκρυβε ο πρόσφατα πεθαμένος πατέρας του (η αναζήτηση αυτού του είδους είναι μια από τις αγαπημένες μυθιστορηματικές αφετηρίες του Αλέξη Σταμάτη).
Ο ίδιος ο Θάνος έχει φύγει από το χωριό του, εκεί κοντά στα είκοσί του χρόνια και μη έχοντας τίποτε επιτύχει στην πρωτεύουσα μπορεί να θεωρηθεί ως ένας αποτυχημένος κοινωνικά και υπαρξιακά νέος άντρας. Εκείνος όμως άλλα πίστευε –‘Τίποτε από εμένα δε φαίνεται, ήθελε να νομίζει’, σημειώνει ο συγγραφέας.
Αυτό εκείνος πίστευε –ή μάλλον ο συγγραφέας του θέλει να κάνει τον αναγνώστη του να το νομίζει. Ο ίδιος ο Θάνος έχει συνειδητοποιήσει το ότι είναι ένας τριαντάρης σε πλήρη αδιέξοδο και για να βρει σκοπό στη ζωή του ξεκινά μια περιπέτεια αναζήτησης που θα τον φέρει από μια παράξενη βίλα προαστίου της Αττικής έως στα βάθη της αφρικάνικης ζούγκλας.
Τελικά μέσα από πλάνες, φόνους, ενοχές, έρωτες και πάθη –τόσο άλλων όσο και δικών του- θα συμφιλιωθεί με την ανάμνηση του πατέρα του, αλλά και ο ίδιος θα μπορέσει να χαρεί τον απλό έρωτα και τη απλή ζωή.
Μέσα σε αυτόν τον καμβά εξιστόρησης ο Αλέξης Σταμάτης βρίσκει τρόπους να παρασύρει τον αναγνώστη του στα ενδότερα μιας αθηναϊκής βίλας που μας παραπέμπει με το όνομά της στον Προυστ, ενώ οι βασικοί της ένοικοι έντονα θυμίζουν τις ηρωίδες του Ντίκενς από το «Μεγάλες Προσδοκίες», στα στέκια του αθηναϊκού λούμπεν, στις ίντριγκες των μεγαλοαστών, αλλά και στα όσα μπορεί να σου δώσει ένα ταξίδι μέσα στη αφρικάνικη ζούγκλα.
Μάστορας της αφήγησης, ξέρει να στολίζει τη δράση με υπαρξιακούς προβληματισμούς. Αλλά δεν την ενώνει με αυτούς.
Ως παράδειγμα γι αυτή την άποψη μου, αναφέρω τη χρήση της φράσης ‘τίποτε από εμένα δε φαίνεται’. Πρόκειται για φράση που ο Γιώργος Χειμωνάς βάζει στα χείλια του Άμλετ, στην ελεύθερη και τόσο γοητευτική απόδοση του έργου του Σαίξπηρ. Ο Αλέξης Σταμάτης θεμελιώνει το χαρακτήρα του ήρωά του πάνω σε αυτή τη δήλωση. Αλλά λόγια που εκφράζουν μια βαθιά αυτογνωσία δεν μπορούν να προϋπάρχουν της πορείας προς αυτήν. Και, εν τέλει, δεν είναι ο Θάνος που μας πείθει πως ‘τίποτε από εκείνον δε φαίνεται’, αλλά μάλλον ο Πολύβιος, ο πατέρας του, που αν και βιολογικά απών από τη δράση του έργου καταφέρνει να είναι το μυθιστορηματικό πρόσωπο με τις πιο κρυμμένες πτυχές της προσωπικότητάς του.
Ο Αλέξης Σταμάτης με σταθερούς βηματισμούς και όχι και τόσο αργούς, μπορεί να θεωρηθεί πως κατάφερε να γίνει μάλλον ο πλέον επιτυχημένος μυθιστοριογράφος της γενιάς του. Δικαιολογημένη η επιτυχία. Η στέρεη δομή, ο καταιγισμός γεγονότων, οι ζωντανές περιγραφές, οι παθιασμένες αντιδράσεις και μια κινηματογραφική ματιά τη δημιούργησαν.
Θάλεγα πως ο Σταμάτης μοιάζει να διεκδικεί τη θέση που ο Καραγάτσης είχε στη γενιά του 30. Και πιστεύω πως μπορεί να την κατακτήσει.
Φτάνει μόνο να προσέξει αυτό που ο ίδιος γράφει σε μια από τις τελευταίες σελίδες της ‘Βίλας Κομπρέ’ – ‘Ο άνθρωπος αληθεύει απ΄ τη στιγμή που έχει να μεταβιβάσει ένα μήνυμα σ΄ εκείνον που έρχεται ύστερα απ΄ αυτόν. Ένας πατέρας είναι υπεύθυνος για την αφήγηση που θα παραδώσει στο γιο του…’.
Ναι, έτσι ακριβώς. Όπως άλλωστε και ένας συγγραφέας είναι υπεύθυνος για την αφήγηση που θα παραδώσει στον αναγνώστη του.
(Το κείμενο αυτό γράφτηκε για να δημοσιευθεί στο Περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ. Λόγοι ... "γραφιοκρατικοί" οδήγησαν τελικά στη μη δημοσιευσή του και στη θέση του τυπώθηκε η κριτική του Κώστα Κατσουλάρη)

21.8.08

Είναι πάντα αναμεσά μας


Στέλλα Βογιατζόγλου
(1950- 2008)
Υπήρξε μια γνήσια λογοτεχνική φωνή.
Ήταν μια γυναίκα που ζούσε τη ζωή σα νάταν μυθιστόρημα.
Πληθωρική παρουσία -από αυτές που έτσι και τις γνωρίσεις, πάντα αναμεσά σου κυκλοφορεί.
Ο Αύγουστος μπορεί τελικά να είναι ο πιο απρόβλεπτος μήνας. Σκληρά απρόβλεπτος.
Αφού η Στέλλα αναμεσά μας πάντα είναι, πώς γίνεται να δηλώθηκε η απουσία της, Αύγουστο μήνα;

21.7.08

Το Πρώτο Λουλούδι - Θεατρική Διασκευή


Για όσους ενδιαφέρονται να χρησιμοποιήσουν τη θεατρική διασκευή του παραμυθιού μου "Το Πρώτο Λουλούδι" που την έκανε η Άννα Κοντολέων, μπορεί να τη βρούνε στο the-first-flower. blogspot.com

20.7.08

Οδηγώ και ακούω διαφημιστικά μηνύματα


Όταν οδηγώ, ακούω ραδιόφωνο.
Είναι ένας τρόπος κι αυτός να ξεπερνώ νευρικές καταστάσεις και την αίσθηση του χαμένου χρόνου, καθώς οι κυκλοφοριακές συνθήκες στην Αθήνα έχουν πια πάρει τις διαστάσεις ενός εφιάλτη.
Ακούω, λοιπόν, ραδιόφωνο όταν οδηγώ και επειδή οδηγώ αρκετά, μπορώ να ισχυριστώ πως τους περισσότερους από τους ραδιοφωνικούς σταθμούς της πόλης μας τους γνωρίζω.
Όλοι οι ιδιωτικοί ραδιοφωνικοί σταθμοί διαθέτουν σημαντικό μέρος του ραδιοφωνικού χρόνου τους σε διαφημίσεις.
Οι διαφημιζόμενοι αποτελούν την ουσιαστικότερη πηγή οικονομικών πόρων για τους ιδιωτικούς σταθμούς.
Κι έτσι ακούω ραδιόφωνο σημαίνει πως ακούω και διαφημιστικά μηνύματα.
Νομίζω πως έχει ενδιαφέρον να παρακολουθεί κανείς τα κείμενα και τη γενικότερη σκηνοθετική άποψη των διαφημιστικών μηνυμάτων. Ενδιαφέρον από την άποψη πως μπορείς να βγάλεις κάποια κοινωνικής υφής συμπεράσματα.
Υποτίθεται πως τα διαφημιστικά μηνύματα απευθύνονται στον μέσο πολίτη, άρα καθώς τα ακούς μπορείς να σχηματίσεις μιαν άποψη για την τρέχουσα ηθική, τις τρέχουσες αξίες και την τρέχουσα αισθητική.
Ακούω, λοιπόν, διαφημίσεις και καταλήγω σε κάποια συμπεράσματα για τον τρόπο που ζουν και σκέφτονται οι συμπολίτες μου –πάει να πει οι άνθρωποι που μένουν δίπλα μου, οι φίλοι μου με τους οποίους μοιράζομαι την καθημερινότητά μου, εγώ ο ίδιος (μιας κι εγώ ένας μέσος πολίτης αυτού του τόπου θεωρώ πως είμαι).
Λοιπόν, από τα διαφημιστικά ακούσματα έχω σχηματίσει την άποψη πως ο μέσος έλληνας και η μέση ελληνίδα όταν αποφασίσουν να δημιουργήσουν οικογένεια έχουν πάρει απόφαση πως ο ένας δε θα εκτιμά τον άλλο. Η μεν σύζυγος θα προσπαθεί να ξεγελά τον σύντροφό της, θα έχει τις χειρότερες απόψεις για την πεθερά της, θα θεωρεί γενικώς τον άντρα της ως εκείνο τον τύπο που πρέπει για στόχο της ζωής του να έχει την απόλυτη κάλυψη των ατομικών και μόνο αναγκών της.
Ο δε σύζυγος αντιμετωπίζει το ταίρι του κάτι σαν κέρβερο, κάτι σαν μοιραίο κακό… Μοιραίο και κακό του κεφαλιού του που αποφάσισε να μπλέξει μαζί της σε ερωτικό παιχνίδι ξεχνώντας πως μετά τα σορόπια των ερώτων, ακολουθεί το πικρό ποτήρι της συμβίωσης.
Τα παιδιά που ο μέσος έλληνας και η μέση ελληνίδα κάνουν τις περισσότερες φορές είναι μικρά και ψεύτικα αντίγραφα των γονιών τους, το μόνο, δε που ζητούν από αυτούς είναι να τους καλύπτουν τις καταναλωτικές τους ανάγκες.
Οι διαφημιστές μας στην προσπάθειά τους να πουλήσουν χρησιμοποιούν -δήθεν- την κοινωνική σάτιρα, αλλά με τρόπο που αντί να σατιρίζει γελοιοποιεί και το κυριότερο –και ουσιαστικά επικίνδυνο- να διαπλάθει συνειδήσεις, να κατοχυρώνει παρεκκλίσεις και να θεσμοθετεί τον αριβισμό.
Κάτι τέτοια σκέφτομαι όταν ακούω τις διαφημίσεις και απορώ πως είναι δυνατόν μια τέτοια κατάσταση να συνεχίζεται δίχως κάποιος αρμόδιος κρατικός λειτουργός να μην επεμβαίνει για να την σταματήσει. Να την απαγορεύσει.
Ναι. Όσο κι αν μια ζωή υπήρξα οπαδός και μαχητής της έννοιας της ελευθερίας του λόγου και της έκφρασης, δεν μπορώ να μην βλέπω πως από την ελευθερία έχουμε μεταπηδήσει στην ασυδοσία. Και πως στο όνομα μιας ελευθερίας της έκφρασης, γίνεται ένας βιασμός αρχών και ιδεολογιών.
Κάπου έχουμε μπερδέψει τα πράγματα. Ο κοινωνικός ιστός μοιάζει να βρίσκεται σε κυκλοφοριακή συμφόρηση. Αντίστοιχη με αυτή των οδών και των δρόμων των πόλεών μας.
Κι ενώ οδηγώ και χάνω το χρόνο μου και σμπαραλιάζω τα νεύρα μου δεν γίνεται να μην αναλογίζομαι πως χάνω και την αξιοπρέπειά μου σαν πολίτης, σαν άτομο , σαν απλός άνθρωπος που θέλει και να εκτιμά τον άλλο και να εκτιμάται από αυτόν, θέλει να αγαπά και να αγαπιέται, να συμπάσχει και να δέχεται την κατανόηση. Θέλει να κερδίζει, αλλά όχι μόνο χρήμα, μα και συναισθήματα. Κι αυτό το είδος κέρδους κανένα διαφημιστικό μήνυμα δεν το υποστηρίζει

15.7.08

Ο περίπατος που πια δεν κάνω


Μεγάλωσα σε μια γειτονιά λίγο πιο πάνω από το Ζάππειο. Όταν ήταν να κατέβω μαζί με τους δικούς μου στο κέντρο της Αθήνας, παίρναμε το λεωφορείο. Η διαδρομή που αυτό ακολουθούσε πέρναγε, πάντα, δίπλα από τον Εθνικό (τότε ακόμα Βασιλικό) Κήπο.
Κοιτούσα τα δέντρα, τις σιδερένιες πύλες των εισόδων του, τα σκουροπράσινα κάγκελα που τον περιφράσσανε. Πίσω απ΄ όλα αυτά άρχιζε ένας άλλος κόσμος. Κάποια στιγμή με πήγανε κι εμένα να σεργιανίσω στα μονοπάτια του και να ταίσω με το κουλούρι τις πάπιες στη κεντρική του λιμνούλα.
Μια σχεδόν παραμυθένια εικόνα απλώθηκε μπροστά στα μάτια μου. Η ποικιλία του πράσινου, η ασύμμετρη συμμετρία των δενδροστοιχιών, οι ήχοι από τα φτερουγίσματα των πουλιών και η απόμακρη ηρεμία των κύκνων που τους παρατηρούσα να διασχίζουν τα στεκούμενα νερά…
Κάποτε αυτός ο κήπος ανήκε μόνο σε λίγους! Δεν μπορούσα να το πιστέψω…
Τα πρώτα μου μαθήματα δημοκρατίας τα πήρα καθώς μάθαινα πως ο Κήπος από πάρκο των βασιλιάδων μετατράπηκε σε κήπο για τον λαό.
Πολλές, πάμπολλες είναι οι φορές που έχω περπατήσει στα δρομάκια του -και με ανόμοιες καιρικές συνθήκες. Λιακάδα, ψιλόβροχο, κρύο…
Μέσα στον Κήπο αναζήτησα τη μοναξιά μου, ταξίδεψα τον έρωτα, χαμογέλασα στα παιδιά μου, αναλογίστηκα τους καημούς και τα πάθη μου. Από τα πολλά του πρόσωπα, τελικά, έχω κρατήσει το πιο μυστηριακό -αυτό που το συναντώ στις πιο σκιερές αλέες και στα πιο απόμερα παγκάκια. Ζευγαράκια που αδιαφορούν για το βλέμμα μου, μονήρεις τύποι που τους τρομάζει η περιέργειά μου, η ερημιά που αναμένει τις σκέψεις μου.
Αλλά, σπάνια πια επισκέπτομαι τον Κήπο. Αποφεύγω να έρχομαι σε άμεσο αντίκρισμα με ότι ίσως με κάνει να σκέφτομαι επικινδύνως. Προτιμώ να τον παρακάμπτω. Η κίνηση των λεωφόρων περιορίζει τη διάθεση της ψυχής να καλπάσει. Και εκείνη η είσοδος του ΜΕΤΡΟ σου εγγυάται την κάθοδο σε ένα προγραμματισμένο ταξίδι.
Προς τι να διακινδυνεύω το ξόδεμα του χρόνου μου διασχίζοντας κυκλικούς δρομίσκους, που αν τους αφεθείς ίσως σε επαναφέρουν από εκεί που είχες ξεκινήσει;

11.7.08

Το Πρώτο Λουλούδι


Μάνος Κοντολέων
"Το πρώτο λουλούδι"
Εικονογράφηση: Ίρις Σαμαρτζή
Εκδόσεις Πατάκη
Κάποτε, σε μια εποχή και σ’ ένα μεγάλο τόπο, ζούσανε δυο αδερφές. Η Χρυσαφένια – αγαπημένη της μέρας και των ανθρώπων και η Ασημένια – αγαπημένη της νύχτας και των άλλων πλασμάτων. Οι άνθρωποι αγαπούσαν την Χρυσαφένια, καθώς προτιμούσαν περισσότερο να βλέπουν παρά να αισθάνονται. Τα άλλα πλάσματα της φύσης αγαπούσαν περισσότερο την Ασημένια, καθώς προτιμούσαν οι άνθρωποι να τα αισθάνονται κι όχι να τα βλέπουν. Έτσι, οι άνθρωποι, τα ζώα και τα φυτά τις ξεχωρίζανε. Εκείνες όμως θέλανε να τις αγαπούνε όλοι το ίδιο. Γι’ αυτό και ξεκίνησαν ένα ταξίδι, για να βρούνε το μέρος όπου οι μέρες θα ’ταν σπαρμένες όνειρα κι οι νύχτες γεμάτες λάμψη. Ξεκίνησαν το ταξίδι και δημιούργησαν το θαύμα. Η δροσερή ανάσα της Ασημένιας ενώθηκε με το ζεστό χαμόγελο της Χρυσαφένιας και το πρώτο λουλούδι γεννήθηκε.

Όσοι ενδιαφέρονται μπορούν να δούνε τη θεατρική διασκευή αυτού του παραμυθιού, την οποία έχει επιμεληθεί η ηθοποιός Άννα Κοντολέων, ηλεκτρονικά στο διαδικτυακό τόπο των Εκδόσεων Πατάκη, στην ενότητα εκπαιδευτικά προγράμματα: http://the-first-flower.blogspot.com/

ΥΠΑΡΧΩ


Κέβιν Μπρουκς
"Υπάρχω"
Μετάφραση: Μαλβίνα Αβαγιανού
Εκδόσεις Πατάκη
Μπορεί να διβαστεί ως θρίλερ.
Μπορεί να διαβαστεί ως μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας
Μπορεί και ως ερωτικό μυθιστόρημα
Είναι -κυρίως- μια πρωτότυπη εξιστόρηση του ερωτήματος "Ποιος είμαι;"
Σε κρατά καθηλωμένο, σε συναρπάζει, σε προβληματίζει.
Λογοτεχνία μοντέρνα.
Διαχρονικό ζήτημα με σύγχρονη ενσάρκωση

12.5.08

Η Μαρία των Μογγόλων


Μαριάννα Κορομηλά
«Η Μαρία των Μογγόλων»

Εκδόσεις Πατάκη

Στη σειρά των Εκδόσεων Πατάκη ‘Η κουζίνα του συγγραφέα’ που διευθύνει ο Μισέλ Φάις, περιλαμβάνονται κείμενα γνωστών ελλήνων λογοτεχνών που με ένα ιδιότυπο τρόπο αυτοβιογραφούνται ενώ παράλληλα φωτίζουν και τον τρόπο με τον οποίο επιλέγουν τα θέματά τους και τα αναπτύσσουν.
Η σειρά διευρύνεται καθώς και ζωγράφο (τον Χρόνη Μπότσογλου) έχει προσκαλέσει να καταθέσει τη σχέση της ζωής του με το έργο του και τώρα μια ιστορικό –τη Μαριάννα Κορομηλά.
Πρόκειται για μια ενδιαφέρουσα σειρά και τα κείμενα τα οποία φιλοξενεί αν και δύσκολα μπορεί κανείς να τα κατατάξει σε ένα γραμματολογικό είδος, εντούτοις είναι κείμενα που χαρακτηρίζονται από την αμεσότητα της προσωπικής κατάθεσης.
«Η Μαρία των Μογγόλων» είναι, λοιπόν, ένα αφήγημα, μέσα από το οποίο η γνωστή, σε ένα ευρύτερο κοινό, ιστορικός από τη μια καταθέτει τον τρόπο με τον οποίο ερευνά τα ιστορικά γεγονότα και από την άλλη δίνει σημαντικές πληροφορίες για τη ζωή της.
Στην ουσία επιχειρεί μια μείξη του παρελθόντος με το παρόν και αυτό το κάνει μέσα από ένα ιδιαιτέρως επιτυχημένο συγγραφικό εύρημα.
Φέρνει στην επιφάνεια τόσο της ιστορικής έρευνας, όσο και της συναισθηματικής φόρτισης μια πριγκίπισσα του Βυζαντίου, την Μαρία Κομνηνή Παλαιολογίνα, κόρη του αυτοκράτορα Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου και ετεροθαλή αδελφή του Ανδρόνικου Β’ Παλαιολόγου, η οποία χρησιμοποιείται για λόγους εξωτερικής πολιτικής και στέλνεται να παντρευτεί ένα εγγονό του Τσεγκίς Χαν.
«Τη βλέπω καθ΄ οδόν, Σεπτέμβριο του 1264 (ή μήπως Οκτώβριο;), να ανυπομονεί να πάει στη χώρα των Μουγουλίων. Ίσως ο αρχάγγελος Μιχαήλ να σταμάτησε τις άμαξες κάπου στα μισά του δρόμου, ώστε να μη φτάσει εγκαίρως το κοριτσάκι και πέσει πάνω στην κηδεία του υποψήφιου συζύγου»
Ιστορικό πρόσωπο η Μαρία Κομνηνή Παλαιογονίνα που ελάχιστα γι αυτήν θα βρει ο ερευνητής στα ιστορικά ντοκουμέντα, γίνεται για την Μαριάννα Κορομηλά ένα ιδιότυπο alter ego.
Και καθώς θα ψάχνει για τη Μαρία μέσα σε ιστορίες και θρύλους, παράλληλα θα πλησιάζει όχι μόνο με την τεκμηρίωση του επιστήμονα, αλλά και το πάθος της συμπάσχουσας γυναίκας, τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε και τα γεγονότα που άλλαξαν τις σχέσεις Ανατολής και Δύσης.
Αφήγημα πλούσιο σε πληροφορίες, μεστό σε κριτικές επισημάνσεις, γραμμένο με την αμεσότητα μιας σχεδόν προφορικής ροής.
Κι γι αυτό μπορεί να αγγίζει τον μέσο σημερινό αναγνώστη, που με έκπληξή του θα ‘πιάσει’ τον εαυτό του να αναζητά κι αυτός τα ίχνη της χαμένης πριγκίπισσας που η εικόνα της ίσως να είναι αυτή μιας μοναχής, έτσι όπως απεικονίζεται σε ένα ψηφιδωτό της Μονής της Χώρας, στην Κωνσταντινούπολη.
Η Μαριάννα Κορομηλά περιγράφει τον τρόπο που ερευνά. Αλλά ενώ δεν ξεχνά τις απαιτήσεις και τους περιορισμούς του επιστήμονα, από την άλλη τολμά να αφεθεί στις υποκειμενικές απόψεις του ανθρώπου που την ιστορία δεν την αντιμετωπίζει μόνο ως ψυχρή έρευνα, αλλά και ως ανθρώπινο πάθος που διαθέτει συνέχεια και διαχρονικότητα.
Και από αυτή τη σκοπιά, το αφήγημά της μπορεί να διαβαστεί τόσο ως εγχειρίδιο συγγραφής ιστορικών μυθιστορημάτων, αλλά και άλλο τόσο ως τρόπος ανάγνωσης και βίωσης της ιστορίας.
“…Εξοικειώθηκα σταδιακά με το ιστορικό γίγνεσθαι, καλλιέργησα τους τρόπους για να το διηγούμαι, έγινα παραμυθάς, αλλά δεν ξέρω να κατασκευάζω παραμύθια. Τα λέω όπως τα έζησα, επειδή έμαθα να ακούω τους άλλους. Κι έμαθα να σέβομαι τις πολλαπλές ερμηνείες, τις διαφορετικές προσεγγίσεις, τις αντιφατικές εξιστορήσεις* να εξετάζω όλες τις όψεις, καθώς αποκαλύπτονται ακολουθώντας δικούς τους ρυθμούς –με πλήρη συνείδηση ότι οι βεβαιότητες είναι ανατρέψιμες ανά πάσα στιγμή κι ότι τα ενδεχόμενα καιροφυλακτούν στη στροφή του δρόμου.”
‘Ενα κείμενο, λοιπόν, που προσκαλεί τον αναγνώστη του στα ενδότερα του εργαστηρίου μιας γυναίκας που βλέπει την Ελλάδα και την Ορθοδοξία, με συνθήματα και πάθη, αλλά όχι με προκαταλήψεις.
Βιβλίο απολαυστικά διδακτικό. Θα το χαρακτήριζα και ως πρωτότυπο.. Γραμμένο, πάντως, χωρίς συγγραφικούς συμβιβασμούς. Γι αυτό, ίσως, και με την ικανότητα να μπορεί να αγγίξει ένα πλατύ κοινό.
(Δημοσιεύτηκε στο ένθετο για το βιβλίο του Ε. Τ. της Κυριακής, 11/5/08)

9.5.08

Λυσσασμένες Αλεπούδες



Δημήτρης Πετσετίδης

"Λυσσασμένες αλεπούδες"

Διηγήματα

Κέδρος

Αν και δεν είναι δίκαιο να καταγράφεται ένα πεζογράφος ως εκφραστής μιας και μόνο μορφής της πεζογραφίας, εντούτοις στην περίπτωση του Δημήτρη Πετσετίδη η τοποθέτησή του στο χώρο των καλών διηγηματογράφων μας δεν μπορεί να θεωρηθεί μήτε τυχαία μήτε και άδικη.
Με τα επτά έως τώρα βιβλία του που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, ο εκ Σπάρτης, με σπουδές μαθηματικών, πεζογράφος έδειξε τη σαφή προτίμησή του στο σύντομο είδος του πεζού λόγου και θα τολμούσα να ισχυριστώ πως ακόμα και τότε που το εγκατέλειψε για να εκφραστεί μέσα στην άνεση της νουβέλας, ακόμα και τότε η γραφή του κρατούσε εκείνο το περιεκτικό που απαιτεί η περιγραφή μέσα στα όρια ενός διηγήματος.
Η τελευταία του συλλογή κρατά πολλά από τα στοιχεία που έχουν και οι προηγούμενες συγγραφικές του δουλειές, ενώ παράλληλα δίνει και νέα, έτσι ώστε ο αναγνώστης που τον έχει παρακολουθήσει από τα τέλη περίπου της δεκαετίας του 80 μέχρι πριν από λίγα χρόνια, να πεισθεί πως κρατά στα χέρια του μια συλλογή που επιβεβαιώνει την εκτίμηση του και επαυξάνει την αναγνωστική του ικανοποίηση.
Ο κόσμος του Πετσετίδη είναι συνήθως ο κόσμος των απλών, καθημερινών ανθρώπων. Και ο τρόπος που τους περιγράφει από τη μια δείχνει τη συμπόνια του συγγραφέα προς τα πρόσωπα που επιλέγει να αναπτύξει τα πάθη τους και από την άλλη την σκωπτική ματιά με την οποία έχει αποφασίσει πως θα πρέπει να αντιμετωπίζεται το παρελθόν και το παρόν.
Εδώ, στις «Λυσσασμένες αλεπούδες» τα γεγονότα που πάνω τους θα στηριχτούν τα διηγήματα έχουν να κάνουν με τα χρόνια του ‘40 έως ’45 περίπου.
Και ο Πετσετίδης αποδεικνύει πως είναι ένας πολιτικός συγγραφέας, όχι τόσο γιατί στα περισσότερα, αν όχι και σε όλα τα κείμενα της συλλογής, τα αφηγούμενα γεγονότα άπτονται πολιτικών καταστάσεων , όσο κυρίως γιατί αποφασίζει μέσα στη δίνη μιας παρακμής ιδεών και ουμανισμού όπως είναι τα όσα μέχρι τώρα ο 21ος αιώνας έχει γνωρίσει, αυτός να μιλήσει για καταστάσεις που δείχνουν να μην αφορούν μήτε το παραπλανημένο σήμερα, ούτε και το ανέμελο αύριο.
Αλλά δεν είναι έτσι –ο Δ. Π. ξέρει πολύ καλά πως αυτό που σήμερα συμβαίνει, όσο κι αν μέσα στα κείμενα του υποτονικά παρουσιάζεται ή και συχνά αποσιωπάται, εντέλει είναι δημιούργημα του χτες, πράξεις που έχουν ξεκινήσει από το παρελθόν.
Ένα παρελθόν που λησμονήθηκε ή με λάθος τρόπο πέρασε στη συλλογική μνήμη.
Γι αυτό και τα λάθη του τότε κάλλιστα μπορεί να επαναληφθούν, όχι όμως πλέον ως λάθη, αλλά ως διαστρεβλώσεις κοινωνικές και πολιτικές .
Όπως ο κουρέας, πρόσωπο από το διήγημα «Κομμωτήριον ανδρών» αναρωτιέται –«Του αϊτού ο γιος… τι είναι; Δημοτικό;»
Η γλώσσα των διηγημάτων κρατά σταθερούς τους δεσμούς της με την παράδοση της μεταπολεμικής λογοτεχνίας μας, αλλά με άνεση και επιτυχία μπαίνει μέσα στις δομές μιας αφήγησης που είναι ελλειπτική και ταχεία –ως πλάνα μιας καλής σύγχρονης κινηματογραφικής ταινίας.

(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Διαβαζω, τεύχος Απριλίου 2008)

11.4.08

Μικρός Δακτύλιος



Κώστας Κατσουλάρης
«Μικρός δακτύλιος»

φωτογραφίες : Καμίλο Νόλλας

Ελληνικά Γράμματα, 2007


Ως Νέες Αθηναϊκές Ιστορίες χαρακτηρίζει ο Κώστας Κατσουλάρης τα διηγήματα που περιλαμβάνονται σε αυτό το βιβλίο.
Αθηναϊκές γιατί όλες τους έχουν να κάνουν με πρόσωπα ή καταστάσεις που συμβαίνουν στο κέντρο της Αθήνας –στον μικρό δακτύλιο.
Και Νέες γιατί ο συγγραφέας τους θέλει από την αρχή να επισημάνει πως οι δικές του ιστορίες γύρω από τα τεκταινόμενα στην πρωτεύουσα, θα διαφέρουν από τα αντίστοιχα διηγήματα που γραφόντουσαν εκεί προς τα τέλη του 19ου αιώνα.
Θα διαφέρουν τόσο ως προς το είδος όσο και ως προς το ύφος.
Οι αθηναϊκές ιστορίες του παρελθόντος ήταν κείμενα κυρίως ηθογραφικά και είχαν μια ενιαία μορφή –αυτή της στρωτής, ως προς την αφηγηματική τεχνική, εξιστόρησης.
Ο Κατσουλάρης θέλει να αποφύγει την ηθογραφία. Και χρησιμοποιεί πολλαπλές και σύνθετες αφηγηματικές τεχνικές.
Τα κείμενα της συλλογής (δυσκολεύομαι όλα τους να τα χαρακτηρίσω ως διηγήματα –κάποια πλησιάζουν ιδιότυπα το χρονογράφημα, κάποια αγγίζουν τον εσωτερικό μονόλογο) θα μπορούσε κανείς τα χωρίσει σε δυο κατηγορίες.
Στην πρώτη γίνεται μια περιδιάβαση σε δρόμους και στέκια της σημερινής Αθήνας, ενώ πρόσωπα αναγνωρίσιμα αναλαμβάνουν να παίξουν το ρόλο κατά κάποιο τρόπο του πρωταγωνιστή (πχ «Ο σωσίας του Κωνσταντίνου Τζούμα»). Στην ομάδα αυτή θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως ο συγγραφέας δεν ξέφυγε από μια ηθογραφική προσέγγιση του θέματός του.
Στη δεύτερη, το δραματουργικό στοιχείο έχει τον πρώτο λόγο και τα πρόσωπα μετατρέπονται σε τύπους της αθηναϊκής ζωής –νεαροί χαμένοι στα αδιέξοδά τους, άντρες που θεωρούν την σεξουαλική τους επίδοση ως ένα ακόμα στοιχείο έκφρασης της προσωπικότητάς τους, γυναίκες που καταναλώνουν ακόμα και τις ορμές του ίδιου του σώματός τους (πχ «Κυρίως σώμα»). Εδώ ο Κατσουλάρης εμβαθύνει τους προβληματισμούς του και ολοκληρώνει τις περιγραφές των νεοαστών.
Οι διαφορετικές τεχνικές αφήγησης άλλοτε δυναμώνουν την αναγνωστική συγκίνηση (πχ «Ο Βράχος») , μα άλλοτε πάλι λειτουργούν ανασταλτικά και αντί να προκαλέσουν την ένταση, δημιουργούν μια κόπωση στον αναγνώστη (πχ «Σχεδόν καθόλου»)
Αλλά πέρα από αυτές τις παρατηρήσεις, νομίζω πως ο συγγραφέας κατάφερε να ολοκληρώσει σε σημαντικό βαθμό της προθέσεις του –να καταγράψει, δηλαδή, το νέο πρόσωπο του κέντρου μιας πόλης και να σκιαγραφήσει τα άτομα που έχουν επιλέξει να ζουν σε αυτό.
Και αυτή η καταγραφή δεν μένει στην επιφάνεια μιας άλλοτε αποτελεσματικής και άλλοτε όχι, ίσως, και τόσο εικονογράφησης. Προχωρεί σε μια κριτική στάση απέναντι στα όσα συμβαίνουν. Μια κριτική στάση που την στιγμή που καταγγέλλει, την ίδια και συμπάσχει (πχ «Αυτός ο Άλλος»).
Ο Κατσουλάρης δεν συλλέγει μόνο τύπους για να τους κάνει πρωταγωνιστές των ιστοριών του. Φέρνει και τον ίδιο του τον εαυτό ανάμεσά τους.
Κι έτσι πείθει αυτόν που διαβάζει : «Και καθώς όλα θα λούζονται μες στο χρυσό του ήλιου, η Αθήνα θα έμοιαζε με πόλη του ονείρου, και τώρα πια θα ήθελα –τώρα ναι, έτσι ναι, θα το ήθελα- να αφήσω αυτό το σώμα που με κρατάει στη γη, αυτά τα πόδια κι αυτά τα σπλάχνα που δονούνται μέσα μου, και θα απέμενε από εμένα μοναχά μια αύρα, κάτι που βουίζει σαν μικροσκοπικό έντομο στα βάθη της ύπαρξής μου, τα λιγοστά γραμμάρια ψυχής που μου αναλογούν, και θα έκανα την τελευταία μου βόλτα πάνω από την Ακρόπολη, μακριά, πιο πέρα κι από το Φάληρο, ώσπου κάπου στο Σαρωνικό, από το βάρος της αλμύρας και της λύπης, θα βυθιζόμουνα αργά, αργά στο γαλάζιο»
Όχι, το κέντρο μιας μεγαλούπολης δεν μπορεί πλέον να στεγάσει τη ζωή των κατοίκων της. Η αναζήτηση στέγης αλλού θα πρέπει να στραφεί.
Ο Κώστας Κατσουλάρης, νέο-αθηναίος και ο ίδιος (γεννήθηκε το 1968 στην Άρτα), με τις πολλαπλές ανιχνεύσεις του «μικρού δακτυλίου», εντέλει μας προσφέρει το άγχος μιας πόλης που κάποτε αγαπήθηκε και τώρα καταναλώνεται.


ΥΓ Αξίζει να σημειωθεί το εύρημα να συνοδεύουν τις ιστορίες φωτογραφίες τραβηγμένες από κινητό τηλέφωνο. Φωτογραφίες που δεν εξωραΐζουν, απλώς καταγράφουν με τον ελλιπή φακό ενός αντικειμένου που στην ουσία φτιάχτηκε όχι για να αποθανατίζει ιδιωτικές ή δημόσιες στιγμές των ανθρώπων, αλλά να βοηθά στην μεταξύ τους επικοινωνία.
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος Μαρτίου 2008)

29.3.08

«Ο ερωτισμός είναι η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής»


«Ο ερωτισμός είναι η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής» Georges Bataille

«Ερωτική Αγωγή»
Μια συνομιλία με το Μάνο Κοντολέων και όπου μας οδηγήσει
Tου Βασίλη Πάνου
Η παρουσίαση του βιβλίου του Μάνου Κοντολέων «Ερωτική Αγωγή», πραγματοποιήθηκε στο Caf e Art souita . Ένας χώρος που πιστεύουμε ότι αποτελεί ένα βήμα καλλιτεχνικής έκφρασης για πολλούς δημιουργούς της πόλης, εναλλακτικής διασκέδασης και όχι μόνο, αλλά και ο ίδιος ο χώρος εκπέμπει ένα παριζιάνικο ερωτισμό της εποχής των μποέμ.
Η «Ερωτική Αγωγή» είναι ένα βιβλίο διαφορετικό και συνάμα προκλητικό με την έννοια ότι έδωσε αφορμή να αναπτυχθεί ένας διάλογος με το συγγραφέα για ένα θέμα όπως είναι ο ερωτισμός και η σεξουαλικότητα όπου η ελληνική λογοτεχνία μέχρι σήμερα το έχει πλησιάσει εξ απαλών ονύχων. Ο λίγος και περιορισμένος χρόνος δεν μας επέτρεψε να «ξεκοκαλίσουμε» όσο θέλαμε τον συγγραφέα και το κάνουμε τώρα με ερωτήσεις – γδυσίματος καθώς όπως πιστεύει ο Μάνος Κοντολέων, ο συγγραφέας τελικά με κάθε βιβλίο κάθε φορά εκδίδεται.
Μια «βίζιτα» με τον Μάνο Κοντολέων και όπου μας οδηγήσει.

Ας ξεκινήσουμε από του ήρωες του βιβλίου και συγκεκριμένα από τους κεντρικούς ήρωες που καθ΄ όλη την διάρκεια του 20 ου αιώνα η πορεία τους είναι εντελώς απολιτική, με την έννοια ότι δε συμμετέχουν σε ό,τι χαρακτηρίζεται στη πολιτική «στρατευμένο». Ωστόσο η στάση των κεντρικών ηρώων με τα γεγονότα και τη ζωή θα μπορούσε να τη χαρακτηρίσει κανείς επαναστατική ;
Κοντολέων : Όσο αφορά την μη πολιτικοποιημένη ζωή του Χρήστου, μα και του Άρη, πιστεύω πως οι περισσότεροι άνθρωποι, οι καθημερινοί άνθρωποι αυτό ακριβώς είναι – μη πολιτικοποιημένοι. Πέρα δε από αυτά και μιας το μυθιστόρημα αναφέρεται στην άνοδο και την πτώση των αστών, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι αυτή η πτωτική πορεία στηρίχτηκε κυρίως στην άποψη ότι πολιτική πράξη είναι μόνο όποια έχει να κάνει μόνο με τα πολιτικά και κυρίως κομματικά γεγονότα. Μα είναι λάθος-πολιτική εξασκώ και με τον τρόπο που αναθρέφω τα παιδιά μου και με το πώς μιλώ στους φίλους μου, το πώς συμπεριφέρομαι με τους συναδέλφους μου ή όταν οδηγώ και βέβαια με τον τρόπο που εκφράζω την σεξουαλικότητά μου. Αλλά οι δυο συγκεκριμένοι ήρωές μου ίσως με τη στάση που κρατούν - αυτήν την υποστήριξη του καθαρού έρωτα - τελικά θα έλεγα ότι εκφράζουν μια πολιτική θέση με σαφέστατα επαναστατικά στοιχεία.
Το «Ερωτική Αγωγή» έχει στοιχεία που θα μπορούσε κανείς να τα συνδέσει με την μπίτ λογοτεχνία της Αμερικής και ιδιαίτερα με τους τρεις κυριότερους εκπροσώπους όπως είναι ο Γκίνσμεργκ-Κέρουακ-Μπάροουζ. Μυθιστορήματα που εκδόθηκαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 80. Λίγο καθυστερημένα δεν εμφανίζεται αυτό το λογοτεχνικό είδος στην Ελλάδα ;
Κοντολέων : Προσωπικά δεν βλέπω το συγκεκριμένο μυθιστόρημα μου να έχει στοιχεία της αμερικάνικης μπιτ λογοτεχνίας. Μπορεί να εκφράζει μια επαναστατική ανάγνωση της κοινωνικής και ερωτικής συμπεριφοράς των αστών, αλλά το επαναστατικό στοιχείο στην «Ερωτική Αγωγή» δεν έχει να κάνει τόσο με την κριτική προς τον συμβιβασμένο αστό, αλλά προς τον μη ερωτικό. Αν, λοιπόν, θα έπρεπε να εντάξω το έργο μου σε ένα λογοτεχνικό κίνημα, αυτό θα ήταν της λεγόμενης ερωτικής λογοτεχνίας. Είδος που επίσης στην Ελλάδα δεν έχει βρει χώρο να υπάρξει, με την εξαίρεση του «Μεγάλου Ανατολικού» του Εμπειρίκου.
Κάποτε η μεγάλη Μάρλεν Ντίτριχ είχε πει ότι: «Στην Αμερική το σεξ είναι εμμονή. Στην Ευρώπη είναι μέρος της ζωής». Η Ελλάδα τελικά που ανήκει ;
Κοντολέων : Η Ελλάδα είναι μια ιδιόμορφη ευρωπαϊκή χώρα. Με πολλές καταβολές από την Ανατολή και με έντονη διάθεση να μιμείται τον αμερικάνικο τρόπο ζωής. Κάθε μέρα που περνά, πολύ φοβάμαι πως κάνει τους σημερινούς έλληνες να ξεχνάνε περισσότερο την ανατολική συμπεριφορά και τείνουν προς τις εμμονές των αμερικάνων… Άρα…
Αν τελικά ισχύει το πρώτο τότε διαφαίνεται και σε σας μια εμμονή που έχει σχέση με ό,τι: Το κυρίαρχο πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε σήμερα και τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα είναι ο ερωτισμός και η σεξουαλικότητα ;
Κοντολέων : Όχι! Δεν είναι ακριβώς αυτό. Το κυρίαρχο ή ένα από τα κυρίαρχα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε σήμερα στην Ελλάδα είναι η καταναλωτική συμπεριφορά. Θέλουμε να καταναλώνουμε τα πάντα, ακόμα και τα συναισθήματα, ακόμα και τον έρωτα…
Πόσο φοβάστε ότι ο κυρίαρχος πλέον καπιταλισμός θ΄ αρχίσει να αποκαθαρίζει απ΄ όλες τις μορφές τέχνης και ιδιαίτερα από τη λογοτεχνία τα στοιχεία που τα χαρακτηρίζει «βρώμικα» για να προωθήσει στη συνέχεια «αγνές» και «αμόλυντες» αξίες της ελληνικής οικογένειας ;
Κοντολέων : Ο καπιταλισμός δεν φοβάται το περιθώριο που τον αμφισβητεί. Θάλεγα ότι σχεδόν προκαλεί να εμφανίζονται τέτοιες τάσεις, μιας κι έτσι μπορεί να ισχυρίζεται ότι λειτουργεί δημοκρατικά. Σε πολλές ακραίες περιπτώσεις ίσως να δείχνει τα δόντια του, αλλά και τότε όχι γιατί τυχόν θέλει να υπερασπιστεί ηθικές αξίες, αλλά για να μπορεί να ξεγελά και να μην γίνονται αντιληπτά τα τερτίπια του με την εκπόρνευση που προτείνουν οι μέθοδοι προώθησης και κατανάλωσης των προϊόντων του.
Οι ήρωες της «Ερωτικής Αγωγής» οδηγούνται στο τέλος σε ένα είδος αδιέξοδου ;
Ναι. Είναι το ίδιο αδιέξοδο που έχει οδηγηθεί ο κάθε πολίτης που έζησε μέσα στον 20 ο αιώνα, πίστεψε στις μεγάλες ιδεολογικές ανατροπές του, στα επαναστατικά πολιτικά και καλλιτεχνικά κινήματα του. Ο κάθε πολίτης που πάνω σε μια τέτοια στάση ζωής στήριξε το έργο του και που στη συνέχεια είδε πως οι αντίπαλες δυνάμεις τελικά κέρδισαν…
Τα όποια αδιέξοδα της κοινωνίας συνδέονται σήμερα με την πορνογραφία, δηλαδή με τη σεξουαλικότητα που έχει βγεί στο σφυρί και κρέμεται με μανταλάκια στα περίπτερα στις ειδικές σελίδες των εφημερίδων και περιοδικών και στο διαδίκτυο ;
Ασφαλώς και συνδέονται. Αφού την πλέον ελεύθερη και επαναστατική έκφραση του ανθρώπου–την ερωτική συμπεριφορά – κάποιοι έχουν καταφέρει να την μετατρέψουν σε τυποποιημένο και χυδαίο προϊόν και στη συνέχεια να της έχουν δώσει τα στοιχεία μιας εικονικής πραγματικότητας…
Κατά τον Bataille ο ερωτισμός είναι : Η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής τα αδιέξοδα των ηρώων σας έχουν σχέση με τον χαρακτηρισμό του Bataille ;
Απόλυτη…
Η μέχρι θανάτου επιδοκιμασία της ζωής όπως στη περίπτωση του Χριστού και άλλων που έχουν γίνει σημεία αντιλεγόμενα στη ιστορική συνείδηση της ανθρωπότητας μπορεί να ΄ναι η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος ;
Κοντολέων : Όταν έως θανάτου υποστηρίζει κάποιος της επιδοκιμασία της ζωής, τότε αυτός ο κάποιος είναι ένα γνήσια ερωτικό άτομο. Και το γνήσια ερωτικό άτομο είναι ένας επαναστάτης.
Γι αυτό και πολύ συχνά τους ερωτικούς ανθρώπους τα κοινωνικά κατεστημένα θέλησαν να τους ευνουχίσουν, να τους εξολοθρέψουν. Να τους δυσφημίσουν.
Τελικά ο φλογερός έρωτας που ελλοχεύει ; Ανάμεσα στα σκέλια, δηλαδή στο κάτω κεφάλι ή στο πνεύμα-ψυχή στο επάνω κεφάλι ;
Κοντολέων : Ένα το σώμα μας και μια ψυχή μας.
Η λογοτεχνία μπορεί να απελευθερώσει τη σεξουαλικότητα του ανθρώπου ;
Κοντολέων: Η λογοτεχνία απελευθερώνει γενικώς και συγκεκριμένως. Το ζήτημα είναι για ποια λογοτεχνία μιλάμε και για ποιον αναγνώστη.
Ποιο θα είναι το επόμενο βιβλίο σας ;
Κοντολέων : Κυκλοφορεί σε ένα μήνα περίπου. Ο τίτλος του «Μια ιστορία του Φιοντόρ». Θέμα του ο σύγχρονος οικονομικός μετανάστης, η υπεράσπιση της ταυτότητας του καθένας μας και το πώς όλα αυτά μπορεί να συνδεθούν με τη καθημερινή ζωή και τη διαχρονική Τέχνη… Θα ενταχθεί σε σειρά λογοτεχνίας για παιδιά και νέους.
Κινείστε συνεχώς ανάμεσα στη συγγραφή έργων για παιδιά, εφήβους και ενήλικες. Είναι τόσο εύκολη ιστορία να κινείσαι ανάμεσα σ΄ αυτά τα διαφορετικά λογοτεχνικά είδη παραλλήλως ;
Κοντολέων : Όλα νομίζω ότι έχουν να κάνουν με τον τρόπο που βλέπεις τον εαυτόν σου δίπλα στους άλλους. Και ομολογώ ότι δεν μπορώ να καταλάβω γιατί αυτή η συγγραφική δυνατότητα που έχω παρουσιάσει ξαφνιάζει. Εγώ άλλοτε θέλω να επικοινωνώ με τις νέες γενιές, ίσως γιατί δεν έχω αποδεχτεί ότι ανήκω οριστικά στην ομάδα των ενηλίκων κι άλλοτε πάλι θέλω να συνομιλώ με άτομα παρόμοιας της δικής μου ηλικίας γιατί θέλω να λαμβάνω μέρος στα κέντρα προβληματισμού και αποφάσεων. Και τελικά ας μην ξεχνάμε πως η λογοτεχνία, η πεζογραφία πιο σωστά, είναι μία. Οι αναγνώστες της είναι εκείνοι που παρουσιάζουν διαφορές, άλλοτε ηλικιακές, άλλοτε μορφωτικές, άλλοτε αισθητικές κλπ.

γνήσια πολιτικός ο πλέον ερωτικός



Μια συνέντευξη στον Παναγιώτη Ρηγόπουλο (http://panagiotisrigopoulos.gr/) για το μυθιστόρημα μου 'Ερωτική Αγωγή'
3/9/07

-Επιχειρείτε μια “ανάγνωση” του εικοστού αιώνα βάσει της ιστορίας της σεξουαλικότητας; Πώς προέκυψε αυτή η επιλογή;
“Ο 20ός αιώνας είναι ο δικός μου αιώνας, η εποχή της γενιάς των γονιών μας και των συνομηλίκων μου. Είναι ακόμα αυτός ο αιώνας που τον απόηχό του ακούν τα παιδιά μας. Δεν γινότανε, λοιπόν, να μη σκεφτώ κάποια στιγμή να τον αντιμετωπίσω συγγραφικά.
Υπήρξε ένας αιώνας που ξεκίνησε μέσα σε οράματα και κατέληξε σε εφιάλτες. Και μόνο έτσι να δει κανείς την πορεία του, παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλο συγγραφικό ενδιαφέρον.
Βέβαια, εγώ προτίμησα να δω αυτόν τον αιώνα κάτω από μια πολύ συγκεκριμένη οπτική γωνία –ως τον αιώνα που μετατρέπει τον έρωτα σε ηδονισμό. Την ιδεολογία, δηλαδή, σε καταναλωτική πράξη.
Συχνά με ρωτούν τι είδους μυθιστόρημα είναι η “Ερωτική Αγωγή”. Κι εγώ απαντώ ότι είναι πρωτίστως ένα πολιτικό μυθιστόρημα, χωρίς να πάψει να είναι και κοινωνικό και ερωτικό κείμενο”.
-Χρησιμοποιείτε επίμονα αρχαίους όρους για τις περιγραφές της ερωτικής πράξης, πλην όμως δεν πρόκειται για σεμνότυφη υπεκφυγή, καθώς δε λείπουν οι αντίστοιχες αναφορές με λέξεις τελείως καθημερινές και διόλου σεμνότυφες. Τι εξυπηρετεί αυτή η γλωσσική μείξη;
“Ναι, ήδη αναφέρθηκα στο λεξιλόγιο κάπως “εκτός ορίων”. Λοιπόν, δεν θεωρώ ότι υπάρχουν λέξεις που ένας συγγραφέας απαγορεύεται να χρησιμοποιεί. Οι λέξεις έχουν δημιουργηθεί από τους ανθρώπους για να εκφράζουν τα διάφορα συναισθήματά τους και τις ποικίλες πράξεις τους. Έτσι λοιπόν, θα ήταν σεμνοτυφία και εν τέλει έκφραση συγγραφικής ανηθικότητας και υποκρισίας αν μιλούσα για την ερωτική ζωή των ανθρώπων και δεν το έκανα χρησιμοποιώντας ένα πλούσιο ερωτικό λεξιλόγιο.
Αν δίπλα στις σύγχρονες ερωτικές λέξεις, βάζω και αντίστοιχες αρχαίες είναι γιατί από τη μια ήθελα κάπως να υπενθυμίσω την ύπαρξή τους και το γεγονός ότι ακόμα και οι πρόγονοί μας (που τόσο εκτιμούμε) τις χρησιμοποιούσαν και από την άλλη για να δώσω ένα ιδιαίτερο ύφος στο κείμενό μου… Είναι τόσο όμορφες λέξεις…”
-Ο έρωτας είναι γένους αρσενικού; Προσεγγίζετε περισσότερο την ηδονιστική πλευρά του έρωτα ή το σεξ όπως θα λέγαμε σήμερα μέσα από την πλευρά του αρσενικού;
“Δεν μπορώ να αρνηθώ ότι είναι ένα μυθιστόρημα που κραυγάζει το ότι γράφτηκε από άντρα. Κυρίως γιατί περιγράφει, μιλά για τις εσωτερικές διεργασίες σώματος και συναισθήματος του άντρα μπροστά στον έρωτα. Αλλά και γιατί τελικά στηρίζεται όχι τόσο στην όποια άποψη, όσο σε μια συγκεκριμένη εικόνα – αυτή που παρουσιάζει ένα μύστη κι ένα βωμό με την ιέρειά του. Μύστης είναι ο άντρας, βωμός και ιέρεια η γυναίκα”.
-Τι θέση έχει η γυναίκα στον έρωτα; Oι γυναικείες παρουσίες του μυθιστορήματος σας, πως εισπράττουν τον έρωτα;
“Όσες από αυτές εκφράζονται μέσα από το ρόλο της ιέρειας και αποδέχονται να γίνουν ο βωμός της θρησκείας του έρωτα, αυτές είναι και που τελικά κερδίζουν. Όσες δεν αποδέχονται αυτήν την αποστολή θα χαθούνε… Αλλά το ίδιο γίνεται και με τους άντρες εκείνους που αντί για μύστες του έρωτα, αφήνονται σε ρόλο καταναλωτή της ερωτικής πράξης. Κι αυτοί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο χάνονται.
Τελικά ίσως εκείνο που η “Ερωτική Αγωγή” λέει, είναι το ότι ο πλέον πολιτικός άνθρωπος είναι ο γνήσια ερωτικός”.

25.3.08

Ελίτσα ή Παπαρούνα;



Εκεί που τελειώνανε τα σπίτια άρχιζε το λιβάδι.
Άνοιξη ήταν. Και χλόη πράσινη έχει καλύψει το χώμα. Κι ανάμεσα από τα χορταράκια, οι παπαρούνες. Πολλές. Πάρα πολλές. Κόκκινες πινελιές πάνω σε πράσινο χαλί.
Και κάπου σε μια γωνιά του λιβαδιού το μόνο δέντρο. Μια ελιά.
Το αγόρι κλωτσούσε την μπάλα του –ένα μεγάλο τόπι.
Κι η μπάλα άλλοτε κύλαγε πάνω στο γρασίδι, άλλοτε έπεφτε πάνω στις παπαρούνες κι έκανε τη μία να γέρνει το κοτσανάκι της, κι έκανε μιαν άλλη να χάνει ένα από τα πέταλά της.
Κι έπειτα η μπάλα κύλησε μέχρι εκεί που φύτρωνε η ελιά και ο χοντρός κορμός του δέντρου τη σταμάτησε.
Το αγόρι πλησίασε, έσκυψε να πιάσει το τόπι του, άκουσε έτσι το παραπονιάρικο κλάμα ενός σκύλου. Κλάμα μωρουδίστικο.
Πίσω από τον κορμό της ελιάς, το αγόρι είδε το κουτάβι.
Σκυλάκι λίγο ημερών, με γκρίζο τρίχωμα. Γκρίζο σαν το χρώμα του ξύλου της ελιάς.
Αδύνατο σκυλάκι, με μάτια σκούρα, σκούρα πράσινα. Σαν τους καρπούς του δέντρου.
Το αγόρι πήρε στα χέρια του το σκυλί. Είδε πως ήταν θηλυκό.
Το κουτάβι έγλυψε με την κόκκινη –σα πέταλο παπαρούνας, τόσο κόκκινη- γλωσσίτσα του τα δάχτυλα του παιδιού.
Το αγόρι ανατρίχιασε.
«Να σε λέω Ελίτσα ή Παπαρούνα;» μουρμούρισε και με το σκυλάκι αγκαλιά πήρε να τρέχει προς τα σπίτια, εκεί που ήταν και το δικό του.
Η μπάλα ξεχάστηκε ανάμεσα στις ρίζες της ελιάς.

************
«Θα μένει, όμως, στον κήπο» η μητέρα του αγοριού δεν ήθελε τη σκυλίτσα μέσα στο σπίτι.
Το αγόρι δεν δάκρυσε –είχε μάθει να περιμένει.
«Θα με βοηθήσεις να της φτιάξουμε ένα σπιτάκι;» παρακάλεσε τον παππού του.
Κι όταν το στήσανε το ξύλινο σπιτάκι, ο παππούς ρώτησε το αγόρι
«Και πως θα την πεις;»
«Δεν έχω αποφασίσει ακόμα… Ελίτσα ή Παπαρούνα;»
«Άστην να το διαλέξει μόνη της» του απάντησε ο παππούς.
Το κουτάβι μπήκε μέσα στο σπιτάκι και το μύριζε.
Το αγόρι γέμισε μια παλιά λεκάνη με νερό.
«Ελίτσα!» φώναξε και η σκυλίτσα βγήκε από το σπιτάκι της και ήπιε το νερό.
Μετά το αγόρι πήγε στην κουζίνα και γέμισε ένα πιάτο με το φαγητό που είχε μείνει από την προηγούμενη μέρα.
Το έβαλε δίπλα στο ξύλινο σπιτάκι και φώναξε
«Παπαρούνα!»
Η σκυλίτσα βγήκε από το σπιτάκι της και έφαγε το φαγητό.
Και μετά τρίφτηκε στα πόδια του αγοριού.
Κι όταν αυτό μπήκε μέσα στο σπίτι, η σκυλίτσα το ακολούθησε.
Το αγόρι κοίταξε γύρω του. Κανείς δεν το έβλεπε.
Άρπαξε το σκυλί στην αγκαλιά του και χώθηκε στο δωμάτιο του.
Την άλλη μέρα το πρωί η μητέρα πήγε να τον ξυπνήσει.
Καθώς έσκυβε πάνω από το κοιμισμένο αγόρι για να του πει την «καλημέρα» της με ένα φιλάκι, μια μουσούδα πρόβαλε μέσα από το σκεπάσματα και της έγλυψε το μάγουλο.
«Τώρα πια εσύ θα με ξυπνάς με ένα φιλί και η Ελίτσα ή Παπαρούνα με ένα άλλο» το αγόρι αγκάλιασε τη μητέρα.
Στην δική της την αγκαλιά χώρεσε ο γιος και το κουτάβι.
Και το ξύλινο σπιτάκι στον κήπο ξεχάστηκε.
«Άδικος ο κόπος μου» μουρμούραγε ο παππούς, αλλά το παχύ, λευκό μουστάκι του δεν μπορούσε να κρύψει το χαμόγελο των χειλιών του.

*************

Το κουτάβι γινότανε σκυλάκι και η Άνοιξη τέλειωσε και ήρθαν οι μέρες που κρατούσανε πολύ. ΄ρθε το καλοαΉ
Ήρθε το καλοκαίρι.
Τα παιδιά της γειτονιάς παίζανε ποδόσφαιρο και η Ελίτσα ή Παπαρούνα με το κεφάλι της πέταγε ψηλά την μπάλα, ψηλά και μακριά και έβαζε το γκολ.
Τα αγόρια γκρινιάζανε, ίσως και να θυμώνανε που ένα θηλυκό πλάσμα κατάφερνε να τους νικήσει.
«Πάρε το σκύλο σου από εδώ» δεν θέλανε να παίξουν άλλο με το παιδί.
Κι έτσι μένανε τα λιβάδια και οι λόφοι και το μικρό το ποταμάκι –εκεί το αγόρι έριχνε το τόπι του μακριά και φώναξε «Πιάστο Ελίτσα» και το σκυλί του το έφερνε πίσω κουνώντας την ουρά του.
Στα λιβάδια, στους λόφους και στο μικρό το ποταμάκι δίπλα, το αγόρι έριχνε μακριά μια βέργα και φώναζε «Πιάστο Παπαρούνα» και το σκυλί του έφερνε πίσω το κλαρί κουνώντας την ουρά του.
«Επιτέλους διάλεξες το όνομα που θάχει;» η μητέρα ρωτούσε το γιο της, όταν πια είχε νυχτώσει και έξω στην αυλή με το γιασεμί να μοσχοβολά και τις ορτανσίες να συναγωνίζονται σε λάμψη το φεγγάρι, το αγόρι είχε αγκαλιά το σκυλί και πάνω στο ξύλινο τραπέζι απλωμένο το βιβλίο με τα παραμύθια που αγαπούσε.
«Μου φαίνεται πως αγαπά και τα δυο ονόματα το ίδιο» έλεγε το παιδί και ο παππούς χαμογελούσε,
«Ωραία, ας κάνουμε υπομονή μέχρι να διαλέξει το ένα» έλεγε.
Κάπως έτσι όλο το καλοκαίρι, μέχρι που οι μέρες πήραν και πάλι να μικραίνουν, και μια ψύχρα άρχισε να πέφτει μαζί με το σούρουπο και όταν ήρθε η μέρα να ανοίξουν τα σχολεία, το αγόρι ήξερε σε πια τάξη θα πήγαινε, αλλά δεν ήξερε ακόμα πως η σκυλίτσα δεν θα προλάβαινε να διαλέξει το όνομά της.

*************

Στη γωνιά του δρόμου, κάθε πρωί στεκότανε το σκυλί και με ένα γλυκό, λίγο θλιμμένο γαύγισμα αποχαιρετούσε το αγόρι που τραβούσε για το σχολείο.
Και στην ίδια τη γωνιά ήταν τα μεσημέρια και με ένα χαρούμενο, βροντερό γαύγισμα υποδεχότανε το αγόρι.
«Αυτό το σκυλί πρώτα θα μάθει τον πολλαπλασιασμό και τη διαίρεση και μετά θα αποφασίσει το πώς θα το λένε» αστειευότανε ο παππούς καθώς έβλεπε τον εγγονό του σκυμμένο πάνω από το τετράδιο να λύνει τις ασκήσει και το σκυλί να παρακολουθεί τη μύτη του μολυβιού να σχεδιάζει του αριθμούς, τα σύμβολα του «συν», του «πλην», του «επί» και του «δια».
«Πάντως από τότε που η Ελίτσα ή Παπαρούνα παρακολουθεί το γιο μου όση ώρα γράφει τις εκθέσεις του, πάντα ο δάσκαλος του βάζει άριστα και δέκα», η μητέρα αγαπούσε πια κι αυτή πολύ τη μικρή, γκρίζα σκυλίτσα που είχε μάτια σαν ελιές και γλώσσα κόκκινη σαν τα πέταλα μιας παπαρούνας.
Το αγόρι έγραφε στις εκθέσεις αυτά που του γνώριζε το σκυλί του –το τι σημαίνει αγάπη και συντροφιά, πρωινό χαδάκι και τρυφερό αποχαιρετισμό. Ξένοιαστο παιχνίδι, ύπνος με καλά όνειρα να σε συντροφεύουν, μοίρασμα της λιχουδιάς και φίλος να μοιράζεσαι μαζί τα μυστικά σου.
Γι αυτά έγραφε και ο δάσκαλος γέμιζε τις σελίδες του τετραδίου με θαυμαστικά και μπράβο.
Όλα έτσι γινόντουσαν τις μέρες που έκανε κρύο κι έριχνε χιόνι, μα ήταν μια μέρα από αυτές που το σκυλί δεν επέστρεψε στο σπίτι από το απογευματινό σουλάτσο του.
Και μέσα στο κρύο και το χιονιά και με φακούς να φωτίζουν το σκοτάδι το αγόρι κι ο παππούς πήραν να φωνάζουν
«Ελίτσα!... Παπαρούνα!...»
Τη βρήκανε να ανασαίνει βαριά, εκεί κάτω από τη μοναχική ελιά, μισοσκεπασμένη με νιφάδες.
Μια πληγή βαθιά στο πόδι κι αίμα που είχε ξεραθεί.
«Κάποιο αγρίμι» μουρμούρισε ο παππούς και η φωνή του είχε τη θλίψη αυτού που γνωρίζει το κακό το τέλος.
Το αγόρι την τύλιξε μέσα στο παλτό του και μέσα στο καλάθι της την σκέπασε με την πιο ζεστή κουβέρτα και δίπλα στο τζάκι το καλάθι έμεινε για όλη την υπόλοιπη τη νύχτα, όλη την άλλη μέρα.
Μέχρις ότου επέστρεψε το αγόρι από το σχολείο
«Η Ελίτσα;… Η Παπαρούνα μου;» ρώτησε από την εξώπορτα κιόλας τη μητέρα κι εκείνη για να μη δει τα δακρυσμένα μάτια της θέλησε γρήγορα, γρήγορα να τον κλείσει μέσα στην αγκαλιά της.
Μα το παιδί έσπρωξε τη μάνα του και έτρεξε στο τζάκι δίπλα. Δίπλα στο τζάκι ο παππούς με βλέμμα σκοτεινό και μέσα στο καλάθι το σκυλί να βαριανασαίνει.
Έσκυψε από πάνω του το αγόρι και το γκρίζο ζωάκι άνοιξε τα μάτια του –ίδια με ελιές που έχουν ζαρώσει- και τον κοίταξε.
Κι η γλωσσίτσα του –κόκκινη σα μαραμένο φύλλο παπαρούνας- θέλησε να του αφήσει ένα φιλί πάνω στα δάχτυλα, να του τα ζεστάνει από τη παγωνιά της χιονισμένης μέρας.
Κι έπειτα… τίποτε. Μήτε ελίτσες μάτια, μήτε γλωσσίτσα σαν πέταλο παπαρούνας.
«Γιατί;…» το αγόρι κοίταζε μια τη μητέρα μια τον παππού, μια το σκυλάκι.
Η μάνα κι ο παππούς δεν είχαν κάτι να του πουν. Το σκυλί δεν γινότανε πια να του προσφέρει την παρηγοριά του.
Μοναχά οι φλόγες στο τζάκι ξαφνικά δυνάμωσαν κι έκαναν το κούτσουρο να βγάλει μια κραυγή καθώς το τυλίγανε και το καίγαν.

*************

Το ίδιο βράδυ σκάψανε ένα λάκκο στη ρίζα τις ελιάς. Και το σκεπάσανε το άψυχο το σώμα με χώμα ποτισμένο με το χιόνι.
Και το χάραμα εκείνης της επόμενης μέρας, προτού ξεκινήσει το παιδί για το σχολειό, κάθισε κι έγραψε σε ένα χαρτί το πόνο του, μα κι όλες τις άλλες τις χαρές που η φιλενάδα του τού είχε χαρίσει.
Η μητέρα διάβασε αυτά που ο γιος της είχε γράψει.
Δάκρυσε και χάρηκε και φώναξε τον παππού να του τα διαβάσει κι εκείνου.
Δάκρυσε και χάρηκε ο παππούς και πήρε το χαρτί με την ιστορία του εγγονού και στη μέση του καφενείου στάθηκε και το διάβασε στους γνωστούς και τους γειτόνους.
Όλοι συγκινηθήκανε –πάει να πει πως και λυπηθήκανε και χαρήκαν- κι έτσι με γεμάτη την καρδιά τους επέστρεψαν στα σπίτια τους και διηγηθήκανε στους άλλους την ιστορία ενός παιδιού κι ενός σκυλιού.
Κι από στόμα σε στόμα η ιστορία αυτή ταξίδεψε όλο τον υπόλοιπο χειμώνα και τις πρώτες μέρες του Μάρτη και όταν πια το λιβάδι το σκέπασε και πάλι το πράσινο χορτάρι και το στόλισαν ξανά οι κόκκινες παπαρούνες και τα φυλλαράκια της ελιάς ασημίζανε στο φως του ήλιου, το αγόρι που καθότανε δίπλα από εκεί που ΄κοιμότανε΄ το σκυλί του, είδε να τον πλησιάζουν άλλα παιδιά, πολλά παιδιά –παιδιά της τάξης του, του δικού του σχολείου, παιδιά από άλλες πολιτείες και άλλα χωριά και το κάθε παιδί κάτι κρατούσε… Μια ζωγραφιά κρατούσε το κάθε παιδί.
Το κάθε παιδί είχε με το δικό του τρόπο ζωγραφίσει την Ελίτσα ή Παπαρούνα, που πάει να πει πως στου κάθε παιδιού την καρδιά είχε χωθεί η ιστορία που είχε γράψει το αγόρι και πως μέσα από αυτήν, η σκυλίτσα για πάντα ζούσε.
Και το αγόρι τότε πρώτα ζήλεψε γιατί δεν ήθελε να μοιράζεται με άλλους μήτε τις χαρές μήτε τις λύπες του.
Αλλά μια παπαρούνα που είχε φυτρώσει ακριβώς κάτω από την ελιά, έγινε ξαφνικά τόσο όμορφη, τόσο έλαμψε, που λες και κάποιο μήνυμα ήθελε να στείλει.
Και το αγόρι τότε κατάλαβε και σηκώθηκε πήρε να μαζεύει όλες τις ζωγραφιές των άλλων των παιδιών και το καθένα το ρωτούσε «Ελίτσα ή Παπαρούνα;… Ελίτσα ή Παπαρούνα;»
Και δεν αποφασίσανε ποτέ για το όνομα. Γιατί πάντα και στον καθένα αρέσει το χρώμα που έχει της ελιάς ο καρπός και πάντα και στον καθένα αρέσει το χρώμα που έχει στα πέταλά της η παπαρούνα.
Πάντα και στον καθένα η σκυλίτσα μέσα στην καρδιά του θα ζούσε. Γιατί είχε γίνει πια ιστορία και ζωγραφιά. Είχε γίνει ανάμνηση και μνήμη.