30.11.08

Παλαιότερες Αναγνώσεις - "Το Τανγκό των Χριστουγέννων"


Γιάννης Ξανθούλης

<<Το τανγκό των Χριστουγέννων>>
μυθιστόρημα
Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2003

Παραμονές Χριστουγέννων του 2002. Ένας μεσήλικας άντρας, κυκλοφορεί στους δρόμους της εορταστικά στολισμένης Αθήνας. Στην τσέπη του μια ιατρική συνταγή, αποτέλεσμα μιας δυσοίωνης για την υγεία του εξέτασης.
Στο φαρμακείο που θα μπει για να εκτελέσει τη συνταγή, ένα νέο ζευγάρι παίρνει κάποια φάρμακα για τη μητέρα του νεαρού.
Ο μεσήλικας άντρας καθώς κοιτά τον νεώτερό του, λούζεται στον ιδρώτα.
Επιστρέφει στο σπίτι του αποφασισμένος να περάσει τη νύχτα όχι με τη συντροφιά των έτσι κι αλλιώς λιγοστών φίλων, αλλά με τις αναμνήσεις του από κάποια άλλα Χριστούγεννα, αυτά του 1970.
Παραμονές Χριστουγέννων του 1970. Σε ένα ακριτικό στρατόπεδο κάπου στον Έβρο.
Ο μεσήλικας του 2002 είναι ακόμα ένας νέος, μόλις αποφοιτήσας από το Πανεπιστήμιο, που κάνει τη θητεία του και που τη σκέψη του την τρώει η κακή, κάκιστη πορεία της υγείας της μητέρας του.
Διοικητής του στρατοπέδου ένας κλασικών προδιαγραφών συνταγματάρχης που έχει μια κόρη και μια όμορφη γυναίκα. Μια γυναίκα που πλήττει μέσα στην αρρωστημένη ατμόσφαιρα της Λέσχης Αξιωματικών και κάτω από τις τυποποιημένες εκφράσεις ερωτικού πάθους του συζύγου της.
Στο ίδιο στρατόπεδο υπηρετεί και ένας υπολοχαγός. Αυτός δείχνει να είναι μόνιμα κλεισμένος στον εαυτό του, δίκαιος ίσως με τους στρατιώτες, αλλά και απόλυτα ψυχρός, με μόνη έκφραση ευαισθησίας την αδυναμία που δείχνει προς το αδέσποτο σκυλί του στρατοπέδου.
Και θα είναι αυτός ο υπολοχαγός που θα ζητήσει από τον νεαρό στρατιώτη να τον διδάξει μέσα σε δυο και μόνο βράδια το πώς χορεύεται το τανγκό.
Τα μαθήματα θα γίνουν μέσα σε μια ένταση αποτέλεσμα της πίεσης του χρόνου και της αντιπαλότητας των δυο αντρών.
Όταν ανήμερα τα Χριστούγεννα, στη Λέσχη Αξιωματικών θα δοθεί ο καθιερωμένος χριστουγεννιάτικος χορός, ο νεαρός στρατιώτης θα είναι απών, καθώς μια πνευμονία θα τον έχει στείλει στο νοσοκομείο. Μα ο υπολοχαγός θα μπορέσει να χορέψει με τη κυρά αντισυνταγματάρχου.
Ένας χορός δίχως μέλλον;
Επιστροφή στα Χριστούγεννα του 2002, όπου ο μεσήλικας πλέον στρατιώτης του τότε, στο πρόσωπο του νεαρού που θα ζητήσει τα φάρμακα για τη μητέρα του, θα αναγνωρίσει τον γιο του εσωστρεφή υπολοχαγού.
Το τανγκό εκείνων των Χριστουγέννων είχε μια δικιά του συνέχεια. Ο νεαρός δεν γνωρίζει το ποιος πραγματικά ήταν ο πατέρας του. Ο στρατιώτης του τότε δεν θα του το αποκαλύψει, αλλά θα αρπάξει την ευκαιρία για να εκφράσει την απόλυτη κατάφασή του στον έρωτα που μέσα σε λίγες χειμωνιάτικες μέρες άνθισε και μετά έσβησε όπως όλα στη ζωή σβήνουν.
Αυτός είναι με λίγα λόγια ο καμβάς της ιστορίας που ο Γιάννης Ξανθούλης αφηγείται στο τελευταίο του μυθιστόρημα,
Συγγραφέας ικανός στο να αναπλάθει ατμόσφαιρα να συνθέτει καταστάσεις που κινούνται ανάμεσα στον ρεαλισμό και στο σχεδόν υπερβατικό, και στο νέο του αυτό έργο αποδεικνύει το πόσο καλά ξέρει να χειρίζεται τη γλώσσα, να την κάνει όργανο πειθήνιο, μαζί της να ταξιδεύει σε περιοχές όπου την ώρα που είναι αναγνωρίσιμες, την ίδια ώρα φωτίζονται με τέτοιο τρόπο ώστε να έχουν τη μαγεία του πρωτόγνωρου.
Παράλληλα είναι από τους συγγραφείς εκείνους που θέλουν να οδηγούν τους ήρωες έως τα άκρα τους. Άκρα όχι τόσο μέσα στα πλαίσια μια κοινωνικής και μόνο κατάστασης, αλλά κυρίως εντός των πολύ προσωπικών πράξεων και των απολύτως υποκειμενικών συναισθημάτων.
Ας ομολογηθεί πως όλα αυτά και στο <<Τανγκό των Χριστουγέννων>> ο αναγνώστης θα τα βρει.
Ο υπολοχαγός ασφαλώς και εγγράφεται στη μνήμη του αναγνώστη ως ένας από τους πλέον ασυμβίβαστους και εσωστρεφείς χαρακτήρες που εντός των αναγνώσεών του έτυχε να συναντήσει.
Και ο Έβρος, το στρατόπεδο έτσι όπως τα Χριστούγεννα πλησιάζουν με όλη τη συμβατικότητά τους από τη μια , μα και από την άλλη με όλη τους την διαχρονική τρυφερότητα, γίνονται σύμβολα τόπων όπου η φύση παλεύει με την παρουσία του ανθρώπου, όπου η ποίηση των καιρικών φαινομένων ίσως να θέλει να συμβάλει στο περίγραμμα των προσωπικών αδιέξοδων ονείρων.
Αλλά ίσως ο τόπος και η φύση να είναι ότι περισσότερο χαίρεται ο αναγνώστης.
Γιατί τα τρία κεντρικά πρόσωπα λες και οδηγήθηκαν από το συγγραφέα στη σκιά των ίδιων των αποφάσεών τους.
Απολύτως σαφές τίποτε δεν είναι. Ο υπολοχαγός σε κρατά σε εγρήγορση κυρίως και μόνο με το εσωστρεφές πάθος του. Ο νεαρός στρατιώτης άλλοτε σε πείθει ότι είναι ο πυρετός του σώματος που τον κάνει να χάνει τον ειρμό των σκέψεών του, άλλοτε όμως σε βάζει στην υποψία ότι κάτι βαθύτερο του συμβαίνει. Η γυναίκα του συνταγματάρχη δεν ξεφεύγει από το κλασικό πρότυπο της στερημένης και πανταχού συναντόμενης Μαντάμ Μποβαρύ.
Ο Γιάννης Ξανθούλης στρέφει όλη του την προσοχή στην περιγραφή των δυο νυχτών όπου ρυθμοί τανγκό γεμίζουν τον ψυχρό δωμάτιο του αξιωματικού υπηρεσίας και ομολογουμένως μας χαρίζει κάποιες από τις πλέον αισθαντικές και ατμοσφαιρικές σελίδες της ελληνικής σύγχρονης λογοτεχνίας.
Εκεί έχει στρέψει την προσοχή του και υποχρεώνει τα κεντρικά του πρόσωπα αυτό του το όραμα να υπηρετήσουν και μόνο μέσα από ότι αυτό τους προσφέρει να παρουσιασθούνε.
Κάτι σαν ένα διήγημα που απλώθηκε σε μυθιστόρημα; Ή μήπως η απόφαση του συγγραφέα να φωτίζει ότι εκείνος θεωρεί απαραίτητο και να περιμένει από τον αναγνώστη του να ενεργοποιήσει δικά του πρότυπα έτσι ώστε να κατανοήσει τις πράξεις των ηρώων;
Πάντως ένα κείμενο που όπως όλα σχεδόν του Ξανθούλη δεν μπορείς εύκολα να τα ξεχάσεις καθώς νέες αναγνώσεις θα προσπαθήσουν να επικαλύψουν τις παλαιότερες.

26.11.08

Παλαιότερες Αναγνώσεις -"Έξω από το σώμα"



Θεόδωρος Γρηγοριάδης
“Έξω απ΄ το σώμα”
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη, 2003


Με το έκτο του αυτό μυθιστόρημα ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης επιβεβαιώνει ότι οι συγγραφικές του εμμονές έχουν κυρίως να κάνουν με την ανίχνευση των τρόπων που συνδέεται το απώτερο παρελθόν με το σήμερα. Και για μια ακόμα φορά τοποθετεί τη δράση σε περιοχή της Βόρεια-Ανατολικής Ελλάδας.
Εδώ, στο τελευταίο αυτό μυθιστόρημα το Παγγαίο όρος είναι που θα φιλοξενήσει τις πράξεις των κεντρικών προσώπων του έργου και αυτό το βουνό είναι που θα προσφέρει την ιστορία του, τους μύθους και τους θρύλους του για να γεννηθούνε νέα πάθη και να προκληθούν νέα δράματα.
Θα ήθελα από την αρχή να τονίσω ότι εκτιμώ την συγγραφική θέση του Θεόδωρου Γρηγοριάδη –εκεί που οι περισσότεροι από τους συγγραφείς της γενιάς του αναλώνονται σε υπαρξιακά αδιέξοδα των αστών που συχνάζουν σε συγκεκριμένες περιοχές της πρωτεύουσας, ο Γρηγοριάδης αναζητά τους μόνιμους κατοίκους της περιφέρειας ή όσους την έχουν για κάποιο λόγο επιλέξει ως χώρο παραμονής τους και περιγράφει το πώς ένας τόπος σχεδόν ξεχασμένος μπορεί να επιδρά σε όσους εξακολουθούν να τον κατοικούν και εν τέλει να τον εμπιστεύονται.
Στο “ Έξω απ΄ το σώμα” περιγράφεται η έρευνα που επιχειρεί ένας δημοσιογράφος γύρω από την εξαφάνιση ένας άντρα.
Είναι γεγονός ότι συχνά τον τελευταίο καιρό διαβάζουμε μυθιστορήματα που αναπτύσσουν αυτήν την πορεία ανακάλυψης του άλλου που τελικά δεν είναι παρά μια οδός προς συνειδητοποίηση του εσώτερου εγώ του αναζητούντος . Να θυμίσω κάπως πρόχειρα τον Δημήτρη Μίγγα και το “Σπάνια χιονίζει στα νησιά” και τον Αλέξη Σταμάτη με το “Μπαρ Φλωμπέρ”. Αλλά και ο ίδιος ο Γρηγοριάδης έχει και σε προηγούμενα έργα του χρησιμοποιήσει αυτή τη φόρμα δομής ενός μύθου.
Την επαναλαμβάνει και το “Έξω απ΄ το σώμα”;
Όχι ακριβώς, μιας και πολύ γρήγορα δίπλα σε αυτή την πορεία αυτογνωσίας του κεντρικού ήρωα (που είναι και ο αφηγητής της ιστορίας) έρχονται να προστεθούν γενικότεροι προβληματισμοί σχετικοί με την ίδια τη διαδικασία της σύλληψης, την εξωσωματική γονιμοποίηση, τις ηθικές και ψυχολογικές επιπτώσεις όσων εμπλέκονται σε μια τέτοια διαδικασία, αλλά και το κατά πόσον όλα αυτά συνδέονται με παγανιστικές λατρείες, αρχαίες θρησκείες και διαχρονικούς θρύλους.
Με άλλα λόγια ο Γρηγοριάδης σχεδίασε ένα όχι μόνο ιδιαιτέρως φιλόδοξο μυθιστόρημα, αλλά και σύνθετο. Φιλόδοξο αφού επιζητά να αντιπαραθέσει επιστημονικά επιτεύγματα και ανθρώπινες αντιδράσεις, σύνθετο μιας και στο μυθιστορηματικό ιστό επεμβαίνουν φιλοσοφικές σκέψεις, αρχαίοι μύθοι και τραγωδίες, σημερινές καταστάσεις, κοινωνικές αναλύσεις και ερωτικά πάθη.
Το μυθιστόρημα με όλα αυτά τα στοιχεία που διαθέτει είναι ως να ζητά από τον αναγνώστη του να το εκτιμήσει με τρόπο εγκεφαλικής προσέγγισης. Μα στην προσπάθειά του αυτή ξεχνά πως ο αναγνώστης αυτού του είδους της πεζογραφίας θέλει να συναντήσει και χαρακτήρες που δεν θα δηλώνουν μόνο την αλήθεια τους, αλλά και θα τη ζούνε.
Με άλλο τρόπο ειπωμένη η αντίρρηση μας ως προς το “Έξω απ΄ το σώμα” έχει να κάνει με τους χαρακτήρες που ο συγγραφέας δημιούργησε για να υποστηρίξουν και να υπηρετήσουν τους στόχους του.
Σχεδόν όλα τα κεντρικά πρόσωπα ενώ με έντονο τρόπο και ομολογουμένως αριστοτεχνικά λεπτομερή περιγράφονται ως προς τις πράξεις τους ακόμα και τις πλέον προσωπικές, δεν πείθουν ότι είναι κάτι περισσότερο από μαριονέτες που ότι κι αν κάνουν δεν φαίνεται και να το βιώνουν.
Οι αποφάσεις τους είναι δοτές, οι σχέσεις τους με την δυναμική του χώρου και της φύσης δεν συνάδει με ότι γίνεται γνωστό ως προς την προηγούμενη ζωή τους και πολύ συχνά λύσεις ακραίες και ανομοιογενείς μεταξύ τους επιστρατεύονται για να φέρουν το όλο δράμα στην κάθαρση και λύση του.
Παρόλα αυτά δεν θα πρέπει να μην εκτιμηθεί και ότι καλό υπάρχει μέσα στο έργο.
Πρώτα απ΄ όλα η ενδιαφέρουσα περιγραφή του φυσικού περιβάλλοντος. Ακόμα η σκιαγράφηση των δεύτερων προσώπων που υπάρχουν μέσα στο μυθιστόρημα γίνεται με καίριες και σύντομες επισημάνσεις. Η διάθεση να ερμηνευθεί το σήμερα μέσα από το μακρινό χτες –στοιχείο που δίνει και μια ενδιαφέρουσα παγανιστική ανάσα στην επιστημονική γνώση. Οι ζωντανοί διάλογοι ακόμα κι όταν δεν φτάνουν να εξηγούν το γιατί γίνονται ανάμεσα σε δυο ή και περισσότερα πρόσωπα.
Και βέβαια, αυτό που και πιο πάνω αναφέρθηκε – το ότι ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης ψάχνει νέα θέματα, ξεφεύγει από την εγωκεντρική ομφαλοσκόπηση και τελικά τολμά να αντιμετωπίσει το ρίσκο της νέας θεματικής πρότασης.

23.11.08

Παλαιότερες αναγνώσεις - "Δεσμά αίματος"


Μαρία Πάουελ

<<Δεσμά Αίματος>>
Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Κέδρος, 2003

Η Μαργαρίτα είναι μια νέα και σύγχρονη γυναίκα. Εργάζεται ως αεροσυνοδός, δεν διατηρεί μια σταθερή ερωτική σχέση. Θα έλεγε κανείς ότι ανήκει σε εκείνες τις γυναίκες του σήμερα που δείχνουν να είναι απελευθερωμένες και απόλυτα κυρίαρχες της ζωής τους.
Όμως η Μαργαρίτα πίσω από το προπέτασμα της ελευθερίας, κρύβει κάποιες ουσιαστικές δεσμεύσεις.
Εξακολουθεί να ζει σε ένα μικρό διαμέρισμα με τον πατέρα της, από τον οποίον εκείνη κρύβει τις ουσιαστικές λεπτομέρειες της ερωτικής της ζωής, ακριβώς όπως εκείνος της έκρυβε μια ζωή το πώς και το γιατί η μητέρα της πέθανε όταν αυτή ήταν ακόμα ένα πολύ μικρό παιδί.
Η σχέση κόρης και πατέρα είναι δυνατή, όσο και αρρωστημένη.
Μα δεν είναι και η μόνη δυνατή όσο και αρρωστημένη σχέση που έχει η Μαργαρίτα.
Ανάμεσα στους πολλούς εφήμερους λίγο ή πολύ δεσμούς της, υπάρχει ένας που την κρατά δέσμιά του.
Ο πατέρας πεθαίνει, η Μαργαρίτα αποφασίζει να ξεκαθαρίσει τους δεσμούς της με το παρελθόν και ανακαινίζει εξ΄ ολοκλήρου το διαμέρισμα.
Παράλληλα αποφασίζει να βρει τον άντρα που την κρατά δέσμια για τόσα χρόνια και ξεκινά ένα ταξίδι προς την επαρχιακή πόλη που αυτός διαμένει μαζί με την οικογένειά του.
Η συνάντηση των δυο εραστών θα σταθεί η αφορμή για τη Μαργαρίτα να κατανοήσει περισσότερο και το παρελθόν της, αλλά και το γιατί έχει για χρόνια δεχτεί να είναι ένα είδος σεξουαλικού εξαρτήματος για τον εραστή της.
Δεσμοί αίματος συνδέουν τη νέα γυναίκα με τους δυο άντρες της ζωής της. Δεσμοί αίματος όχι με την έννοια της συγγένειας, αλλά των πληγών –πληγών που έχουν δημιουργηθεί από την απόκρυψη της αλήθειας.
Ο πατέρας δεν της ομολόγησε ποτέ τη δική του ευθύνη στο θάνατο της μητέρας της. Ο εραστής δεν της αποκάλυψε το μεγάλο του πάθος που θα τον οδηγήσει στην εξόντωση. Και η ίδια η Μαργαρίτα δεν θέλησε ποτέ της να μιλήσει δυνατά και καθαρά. Πίσω από την υποταγή έκρυβε το φόβο της αυτοαποκάλυψης.
Η Μαρία Πάουελ έχει ασχοληθεί βασικά με τον κινηματογράφο. Η πρώτη της αυτή συγγραφική εμφάνιση διαθέτει πολλά από τα στοιχεία μια αφηγηματικής τεχνικής που στηρίζεται στη εσωτερική δύναμη που κρύβει η εξιστόρηση μέσω της εικόνας.
Λιτή γραφή, γρήγορες εναλλαγές, έντονες σκιαγραφήσεις των προσώπων, μια ματιά παρακολούθησης των γεγονότων που χωρίς να τα σχολιάζει τα εντυπώνει με το δικό της τρόπο.
Κι έτσι με το μυθιστόρημα αυτό καταφέρνει να περιγράψει τα αδιέξοδα των ανθρώπων που ζούνε μέσα στην ψευδαίσθηση της ανεξαρτησίας, αλλά και όσων συνειδητά θέλουν να παραμένουν θεατές των γεγονότων.

16.11.08

Η Αηδονόπιτα


Ισίδωρος Ζουργός
«Η Αηδονόπιτα»
Εκδόσεις Πατάκη

Το πέμπτο του μυθιστόρημα κυκλοφόρησε ο Ισίδωρος Ζουργός, ένας συγγραφέας που μόλις με το προηγούμενό του –το «Η Σκιά της Πεταλούδας»- έγινε γνωστός σε ένα αληθινά ευρύ αναγνωστικό κοινό.
Σε κάποιο προηγούμενο τεύχος του ΔΙΑΒΑΖΩ, στα πλαίσια ενός άρθρου μου σχετικού με τον τρόπο που εξασκείται η κριτική στην Ελλάδα, είχα χρησιμοποιήσει ως παράδειγμα άδικης αποσιώπησης εκ μέρους των κριτικών και των διαφόρων επιτροπών λογοτεχνικών βραβείων , την περίπτωση της «Πεταλούδας»
Αλλά το αναγνωστικό κοινό το ανακάλυψε και πάνω από δυο χρόνια το έφερνε –και το φέρνει ακόμα- ανάμεσα στα μυθιστορήματα εκείνα που αναγράφονται στους καταλόγους των ευπώλητων βιβλίων.
Κι ενώ η κριτική παράμεινε σιωπηλή, ο Ζουργός έγραψε ένα ακόμα ιστορικό μυθιστόρημα, αυτό με τον περίεργο τίτλο «Η Αηδονόπιτα»
Τα τρία πρώτα μυθιστορήματά του δεν ήταν ιστορικά, αλλά διέθεταν –το καθένα με τον τρόπο του- στοιχεία που αναζητούσαν την ταυτότητα του ατόμου άλλοτε μέσα από τον έρωτα, άλλοτε μέσα από την ανίχνευση της παιδικής ηλικίας κι άλλοτε μέσα από διαχρονικούς θρύλους και μύθους.
Αυτοί οι προσανατολισμοί παραμένουν και στα δυο τελευταία, μόνο που ο θεσσαλονικιός συγγραφέας δείχνει πως θέλει πλέον να τα τοποθετεί σε συγκεκριμένους ιστορικούς χρόνους και γεωγραφικούς τόπους.
Από την άποψη αυτή, λοιπόν, τόσο η «Πεταλούδα», όσο και η «Αηδονόπιτα» δεν είναι γνήσια ιστορικά μυθιστορήματα –για τον Ζουργό δεν είναι το ιστορικό συμβάν που καθορίζει την εσωτερική εξέλιξη των ηρώων του, αλλά αντιθέτως είναι το άτομο που αναζητά τον εαυτό του μέσα σε μια εποχή και σε ένα τόπο.
Αν η «Πεταλούδα» είχε πολλά θετικά στοιχεία που αποδείκνυαν πως ο συγγραφέας της διαθέτει και σημαντικότατο ταλέντο και γνήσια συγγραφικά οράματα, το νέο αυτό μυθιστόρημα επιβεβαιώνει όλα αυτά, τα διευρύνει, μα και σε κάποια σημεία τα απαρνείται.
Στο προηγούμενο του έργο ο Ζουργός είχε ασχοληθεί με την ιστορία της Μακεδονίας. Τώρα στρέφεται προς την εποχή του 1821 και εστιάζεται κυρίως στα όσα έχουν να κάνουν με την πολιορκία του Μεσολογγίου.
Κεντρικός ήρωας ένας αμερικάνος φιλέλληνας. Ο Γκάμπριελ, νόθος γιος πλούσιου αμερικάνου γαιοκτήμονα, αφήνει την πατρίδα του καθώς διαπιστώνει πως είναι αδύνατον να μπορέσει να ενωθεί με την αγαπημένη του Ελίζαμπεθ.
Διαθέτοντας μια γερή κλασσική παιδεία, αποφασίζει να φτάσει στην Ελλάδα για να βοηθήσει τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων.
Μέσα από ένας είδους ημερολογίου – ανεπίδοτων επιστολών προς την αγαπημένη του, ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει ένα μεγάλο μέρος τόσο της ιστορίας των μυθιστορηματικών προσώπων, όσο και κάποιων ιστορικών γεγονότων. Το υπόλοιπο μέρος δίνεται μέσα από μια τριτοπρόσωπη αφήγηση.
Ο Γκάμπριελ αφού περιπλανηθεί πρώτα σε λιμάνια της Μεσογείου, θα φτάσει σε μια κατακρεουργημένη Θεσσαλονίκη τον Ιούνιο του 1821, θα γνωριστεί με την οικογένεια ενός έλληνα προύχοντα που έχει χάσει την περιουσία του, και στη συνέχεια θα ακολουθήσει την βιασμένη από τους Τούρκους κόρη του άρχοντα και τον ξεπεσμένο οπλαρχηγό άντρα της στην πορεία τους προς αναζήτηση των ελλήνων επαναστατών της κεντρικής Ελλάδας.
Πολύ γρήγορα γίνεται σαφές στον αναγνώστη πως ο Γκάμπριελ έχει αντικαταστήσει τον έρωτά του προς την αμερικανίδα παιδική του φίλη με αυτόν προς την Λαζαρίνα, την παραμελημένη γυναίκα του οπλαρχηγού.
Από εκεί και πέρα το ερωτικό πάθος θα ταυτιστεί με το πάθος για αυτογνωσία και οι δυο εραστές θα βρεθούνε αποκλεισμένοι στο Μεσολόγγι.
Το μυθιστόρημα αφιερώνει αναλογικά το μεγαλύτερο μέρος του στην εξιστόρηση της ζωής μέσα στην ψυχορραγούσα πολιτεία. Και αμέσως μετά την πτώση και την έξοδο, οι κεντρικοί του ήρωες θα ανακαλύψουν την δική τους προσωπική κάθαρση.
Σε ένα πολυσέλιδο, όπως η «Αηδονόπιτα», μυθιστόρημα, θα περίμενε κανείς από τη μια να έχανε σε κάποια σημεία ο συγγραφέας τον έλεγχο της γλώσσας και από την άλλη να δημιουργούσε δομικές παλινδρομήσεις.
Ο Ζουργός ούτε σε μια σελίδα από τις 590 του έργου δεν χάνει τον έλεγχο πάνω στην γλωσσική του έκφραση –ο λόγος τους είναι άψογος, ελληνικά που δείχνουν και καλή παιδεία και πολύ κόπο και μεγάλη έμπνευση –πχ «Όσο πλησίαζαν τους πρόποδες του μεγάλου βουνού, ένιωθαν πως ο ήλιος που τους έλουζε ήταν σακάτης» ή «Όλη τη νύχτα οι τρύπες της στέγης φανέρωναν μάτια σκόρπια εδώ κι εκεί, άστρα που κρυφοκοίταγαν μέσα στο στάβλο»
Αλλά στον τομέα της δομής, η ίδια του η έμπνευση τον παρασύρει –κάτι που το είχε αποφύγει στην σχεδόν εξ΄ ίσου πολυσέλιδη «Πεταλούδα».
Οι σελίδες που αφορούν την πολιορκία, αν και μεγίστου γλωσσικού κάλλους και με πληθώρα καλοχωνεμένων ιστορικών και λαογραφικών πληροφοριών, σαφώς είναι περισσότερες του δέοντος. Και υπάρχει και το τέταρτο μέρος του έργου, που μας μεταφέρει από το 1826 στο 1869 και που θέλοντας να μας δώσει στοιχεία για την τύχη των κεντρικών προσώπων μέσα στα χρόνια που μεσολάβησαν, στην ουσία αποδυναμώνει αυτό που ο ίδιος ο Ζουργός ήθελε να υπηρετήσει, εκείνο το «Τι είναι αυτό που στις αρχαίες μακάριες ακτές με καθηλώνει» του Χαίλντερλιν και το οποίο ο ίδιος ο συγγραφέας χρησιμοποιεί ως προμετωπίδα σε κάποιο κεφάλαιο.
Η «Αηδονόπιτα» σε αντίθεση με την «Πεταλούδα» δεν είναι μυθιστόρημα χαρακτήρων, όσο τόπων και γεγονότων. Τα τέσσερα, πέντε βασικά άτομα που πάνω τους στηρίζεται η πλοκή μπορεί να γίνονται αρκούντως γνωστά στον αναγνώστη, αλλά δεν γίνονται οικεία.
Αλλά θεωρώ πως τελικά η «Αηδονόπιτα», κυρίως με την άψογη γλώσσα της και με την παραστατική περιγραφή μιας εποχής, είναι ένα σκαλί πιο πάνω στη συγγραφική πορεία του Ζουργού και σαφώς μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα πλέον σημαντικά έργα της ελληνικής λογοτεχνίας των τελευταίων χρόνων, καθώς περιγράφει μια εποχή με τρόπο που ενώ απόλυτα δείχνει πως σέβεται και αποδέχεται την εικόνα της έτσι όπως μας έχει κληρονομηθεί, δε διστάζει παράλληλα και να την περιγράψει με έναν σχεδόν ανατριχιαστικό ρεαλισμό.
Ο Ισίδωρος Ζουργός είναι ένας συγγραφέας με ταυτότητα και οράματα. Ένας γραφιάς που δεν φοβάται τον κόπο της γραφής. Κλασικός και έλληνας σε μια εποχή μοντερνισμού και διεθνισμού. Και με τον δικό του ευαίσθητο όσο και υπεύθυνο τρόπο, προτείνει να ξαναδούμε την ιστορία μας όχι ανατρέποντάς την, αλλά και όχι στολίζοντάς την με …το αίσθημα εκείνο της μελαγχολικής αυτοπαρηγορίας (λόγια του Παπαδιαμάντη, κι αυτά χρησιμοποιούμενα κάπου μέσα στην «Αηδονόπιτα», ως προμετωπίδα)
(Δημοσιεύτηκε στο Ε. Τ. της Κυριακής 14/12/2008)

11.11.08

Νεράιδα πάνω στο έλατο


Μάνος Κοντολέων

"Νεράιδα πάνω στο έλατο"

Εικονογράφηση: Κατερίνα Βερούτσου
Εκδόσεις Πατάκη


Κάθε χρονιά, καθώς πλησιάζουνε οι γιορτές του Δεκέμβρη, το Πνεύμα των Χριστουγέννων που ζει μέσα στο σύννεφο που σκεπάζει την κορυφή του βουνού, εγκαταλείπει την μοναξιά του και φωνάζει τις νεράιδες του Χειμώνα για να σχεδιάσουν μαζί το στολισμό των ελάτων στις αυλές των ανθρώπων.
Στις νεράιδες αρέσει πάρα πολύ να κυνηγούν αστέρια και να τα κατεβάζουν από τον ουρανό. Μα στα αστέρια δεν αρέσει καθόλου να χάνουν την άπλα του ουρανού και να βρίσκονται ακίνητα πάνω στις κορυφές των δέντρων.
Έτσι, οι νεράιδες ξεχύνονταν μέσα στη νύχτα κυνηγώντας τα αστέρια και λίγο πριν το χάραμα την Παραμονή των Χριστουγέννων πάνω στα έλατα των σπιτιών από ένα αστέρι φεγγοβολά.
Όπως κάθε χρονιά, έτσι και τούτη, Το Πνεύμα των Χριστουγέννωνσυγκινημένο στεκόταν και χαιρότανε το θέαμα, όταν ξάφνου είδε πως υπήρχε ένα έλατο δίχως αστέρι στην κορυφή του. Μα τι είχε συμβεί;...

Να, λοιπόν, πως έγινε και από τότε λένε πως υπάρχει μια αυλή με ένα έλατο που κάθε Χριστούγεννα είναι στολισμένο με μια νεράιδα. Και λένε ακόμα πως οι άνθρωποι αυτής της αυλής περνούνε μια χρονιά γεμάτη χαρά, υγεία, ευτυχία και τύχη. Χρονιά αγάπης. Έτσι λένε…
Και το πιστεύω κι εγώ αυτό…Ίσως γιατί και το έλατο της δικής μου αυλής κάποια χρονιά να το στόλισε μια νεράιδα. Γι’ αυτό το πιστεύω. Το έζησα.
Εσείς;


Ένα ακόμα παραμύθι που έγραψα για τα Χριστούγεννα, όπως άλλωστε το συνηθίζω τα τελευταία χρόνια, μιας και πιστεύω πως οι μέρες των Χριστουγέννων είναι οι μέρες που χρειάζονται ακόμη περισσότερη μαγεία και φαντασία.

7.11.08

Συγγραφείς στα σχολεία


Από τα τέλη της δεκαετίας του 70, μια ομάδα νέων συγγραφέων παιδικής λογοτεχνίας, μαζί με κάποιους δασκάλους που οραματιζόντουσαν μιας διαφορετικής ποιότητας πρωτοβάθμια εκπαίδευση, άρχισαν να επιδιώκουν την πραγματοποίηση επισκέψεων συγγραφέων σε σχολεία.
Παράλληλα, η όλη αυτή προσπάθεια υποστηρίχτηκε από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου (που είναι το ελληνικό τμήμα της Διεθνούς Οργάνωσης Βιβλίων για τη Νεότητα).
Μια τέτοια παράπλευρη συγγραφική δραστηριότητα δεν ήταν κάτι το συνηθισμένο εκείνη την εποχή και ασφαλώς υπήρχαν πολλοί εκπαιδευτικοί, μα και γονείς, που θεωρούσαν την επίσκεψη ενός συγγραφέα σε μια τάξη ως ένα τρόπο προώθησης των βιβλίων του επισκέπτη – συγγραφέα.
Κάποια στιγμή, το Υπουργείο Παιδείας, επείσθη να εκδώσει σχετική εγκύκλιο που συνιστούσε στους διευθυντές των σχολείων να προσκαλούν συγγραφείς στις τάξεις , κυρίως όμως γύρω από τη μέρα που εορτάζεται παγκοσμίως το Παιδικό Βιβλίο (2 Απριλίου).
Κάπως έτσι πέρασε όλη η δεκαετία του 80, και μέσα στα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα, οι πόρτες των σχολείων άνοιγαν ολοένα και πιο άνετα για να υποδεχτούν συγγραφείς και εικονογράφους.
Οι εκδοτικοί οίκοι, τα βιβλιοπωλεία, κάποιοι πολιτιστικοί φορείς, συχνά οι ίδιοι οι γονείς μέσα από τους συλλόγους κηδεμόνων διοργανώνανε εκδηλώσεις για το παιδικό βιβλίο και αναλαμβάνανε να καλύπτουν τα αναγκαία έξοδα.
Τα τελευταία χρόνια, οι επισκέψεις συγγραφέων στα σχολεία εντάσσονται σε πρόγραμμα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ), και έτσι πλέον οι εκδηλώσεις αυτές απλώνονται όχι μόνο στην πρωτεύουσα και σε μερικά μεγάλα αστικά κέντρα, αλλά και σε πόλεις μικρότερες, ακόμα και σε χωριά. Και βέβαια, δεν περιορίζονται μόνο στα δημοτικά, μα διοργανώνονται και από φιλολόγους σε γυμνάσια κυρίως, μα και σε λύκεια.
Ο θεσμός, λοιπόν, έχει εδραιωθεί. Τα αποτελέσματά του, όμως και μετά από τόσα χρόνια εφαρμογής του, δεν είμαι σίγουρος αν είναι αυτά που κάποιος θα ανέμενε.
Ποιος είναι ο λόγος που ένας συγγραφέας επισκέπτεται μια τάξη;
Η προσωπική παρουσία του δημιουργού τονώνει το ενδιαφέρον των παιδιών για την ανάγνωση εξωσχολικών βιβλίων –πάνω σε αυτό το σκεπτικό πρόσωπα και φορείς του χώρου της λογοτεχνίας για παιδιά και νέους διοργανώνουν τέτοιας μορφής εκδηλώσεις.
Μα από ένα σημείο και μετά η φιλαναγνωσία για να αποκτά ουσιαστική έννοια, θα πρέπει να στηρίζεται όχι μόνο στη συνάντηση του αναγνώστη με τον δημιουργό ενός μυθιστορήματος, αλλά θα πρέπει προηγουμένως να έχει γίνει η γνωριμία εκ μέρους του αναγνώστη με όλο ή μέρος του έργου του συγγραφέα.
Αυτό το γεγονός καταγράφεται στις οδηγίες που τόσο το ΕΚΕΒΙ, όσο και οι ίδιοι συγγραφείς δίνουν ή συζητούν με τους διοργανωτές.
Αλλά τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει γνωριμία εκ μέρους του αναγνώστη με το έργο ενός συγγραφέα;
Η ανάγνωση και μόνο, από τους μαθητές μιας ομάδας, ενός ή περισσοτέρων βιβλίων δεν είναι αρκετή. Θα πρέπει ο εκπαιδευτικός να βοηθήσει τα παιδιά ή τους εφήβους να «ξεκλειδώσουν» τα μυστικά, τα τεχνάσματα, τις συχνά κρυμμένες ιδέες που ο συγγραφέας έχει τοποθετήσει μέσα στο μυθιστόρημά του, για παράδειγμα, ή στα παραμύθια ή στα διηγήματα μιας συλλογής.
Τα παιδιά, συνήθως, τα κρατά η πλοκή. Αλλά στη λογοτεχνία μεγαλύτερη σημασία από το τι λέγεται, έχει το πως αυτό λέγεται.
Η πλοκή από μόνη της δεν αποτελεί στοιχείο μιας καλής λογοτεχνίας. Το καλό λογοτεχνικό βιβλίο το χαρακτηρίζει η γλώσσα με την οποία έχει γραφτεί, το πως έχουν ολοκληρωθεί οι χαρακτήρες, ποιες θέσεις προβάλλονται, ποιοι εσωτερικοί σύνδεσμοι, εν τέλει, δημιουργούνται ανάμεσα στη ψυχοσύνθεση του κάθε αναγνώστη με το έργο.
Σήμερα, όταν ένας συγγραφέας συζητά με τα παιδιά μας ομάδας, που έχουν διαβάσει τα περισσότερα ή έστω κάποια από αυτά, βιβλία του, δέχεται βασικά ερωτήσεις όπως : «Γιατί ο ήρωας έκανε αυτό και όχι κάτι άλλο;»
«Πώς σας έρχεται η έμπνευση να γράψετε μια ιστορία;»
«Θα συνεχίσετε να γράφετε βιβλία;»
«Πώς λεγότανε το πρώτο σας βιβλίο;»
«Πώς αισθάνεστε που είστε διάσημος;»
«Πώς περνάτε τις ελεύθερες ώρες σας;»
«Πόσα χρήματα κερδίζετε από αυτή τη δουλειά;»

Όπως όλες οι ενασχολήσεις του ανθρώπινου νου για να αποκτήσουν μια ουσιαστική οντότητα και ένα περιεχόμενο χρειάζονται μια εκπαίδευση, έτσι και η δραστηριότητα της ανάγνωσης λογοτεχνικών κειμένων, θέλει κι αυτή για να την κατακτήσουμε να ακολουθήσουμε κάποια βήματα εκμάθησης της.
Μόνο το ένστιχτο δεν είναι αρκετό να προχωρήσει τα πράγματα πιο πέρα από το «μου άρεσε» ή «δεν μου άρεσε».
Ασφαλώς και το πρώτο πράγμα που ένας αναγνώστης (και μάλιστα όταν είναι παιδί ή έφηβος) επιζητά είναι η δράση, η πλοκή. Και στην περίπτωση της παιδικής/ εφηβικής λογοτεχνίας, οι συγγραφείς αυτή την ανάγκη του αναγνώστη τους φροντίζουν να την καλύπτουν.
Αλλά δράση υπάρχει όχι μόνο όταν δυο άτομα με κάποιο τρόπο συγκρούονται σωματικά, μα και όταν συγκρούονται και κοινωνικά και πολιτικά και ιδεολογικά και συναισθηματικά. Κα δράση προκύπτει ακόμα και μέσα από τη σύγκρουση του ήρωα με τον ίδιο του τον εαυτό.
Το ζητούμενο είναι να μάθουν οι νεαροί και νέοι αναγνώστες την ποιοτική διαφορά κάθε μορφής σύγκρουσης και να ανακαλύπτουν σταδιακά τις διαφορετικές αποχρώσεις.
Ιδιαίτερη αξία για την συνειδητή και επαρκή αναγνωστική ταυτότητα ενός ανθρώπου έχει και η γνώση των τεχνικών αφήγησης και γενικότερα οι τρόποι χρησιμοποίησης της γλώσσας.
Ανάμεσα στο δημοσιογραφικό «Ο δεκαοχτάχρονος οδηγούσε την μοτοσικλέτα του με υπερβολική ταχύτητα» και στο λογοτεχνικό «Οδηγούσε με ταχύτητα την μοτοσικλέτα του. Πρόλαβα να ξεχωρίσω τα μακριά, μαύρα του μαλλιά…» υπάρχει μια ουσιαστική διαφορά.
Στη μια περίπτωση υπάρχει η ενημέρωση, στην άλλη μια επαφή.
Στα πλαίσια αυτού του κειμένου δεν έχω τη δυνατότητα να επεκταθώ σε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικές με τις επισκέψεις συγγραφέων σε σχολεία.
Θα ήθελα πάντως να δηλώσω πως ασφαλώς και είμαι υπέρμαχος τέτοιων προγραμμάτων, αλλά επίσης θεωρώ πως η παρουσία του συγγραφέα όσο και αποτελεσματική κι αν είναι, πάντα θα είναι και πεπερασμένη αν παράλληλα δεν συμβαίνουν και κάποιες άλλες συνθήκες μέσα στη σχολική τάξη.
Και γίνομαι πλέον σαφής.
Στα μεν δημοτικά θα πρέπει η λογοτεχνία να ενταχθεί στο Ωρολόγιο και στο Αναλυτικό Πρόγραμμα Σπουδών. Υπάρχουν ειδικότεροι από εμένα που έχουν καταθέσει τις προτάσεις τους για το πώς μια τέτοια ένταξη μπορεί να υλοποιηθεί.
Αλλά αν συμβεί κάτι τέτοιο κι αν λειτουργήσει έστω και επαρκώς, τότε η επίσκεψη του συγγραφέα θα είναι ενταγμένη μέσα σε ένα πρόγραμμα που θα βοηθά τα παιδιά να αποκτούν επαρκή και ευαισθητοποιημένη λογοτεχνική αναγνωστική ταυτότητα.
Στα δε γυμνάσια και λύκεια καλό θα ήταν οι φιλόλογοι να γνωρίσουν πρώτα αυτοί και στη συνέχεια να φέρουν μέσα στην τάξη και στο μάθημα της λογοτεχνίας, κείμενα που ανήκουν στην κατηγορία «για νεαρούς ενήλικους αναγνώστες».
Πρόκειται για ολοκληρωμένα λογοτεχνικά έργα (κυρίως μυθιστορήματα) που αυτό που τα εντάσσει σε μια κάπως διακριτή κατηγορία είναι το ότι εστιάζουν την προσοχή τους στον τρόπο που ο έφηβος ζει και βιώνει την ίδια του την εφηβεία τόσο μέσα στο ίδιο του το σώμα και την ψυχή, όσο και μέσα στην οικογένεια, την κοινωνία γενικότερα. Αλλά έτσι ο έφηβος αναγνώστης ανακαλύπτει στον έφηβο λογοτεχνικό ήρωα στοιχεία κοινά και εξερευνά πιθανές απαντήσεις στα ερωτήματά του.
Ο καλύτερος τρόπος για να πείσεις κάποιον να αγαπήσει τη λογοτεχνία είναι να τον κάνεις να δει πως ο ίδιος του ο εαυτός υπάρχει μέσα στα λογοτεχνικά έργα.
Μου έχει τύχει –για να επανέλθω στην παρουσία συγγραφέων στα σχολεία- να συζητήσω με παιδιά του δημοτικού και εφήβους του γυμνασίου / λυκείου και οι συζητήσεις εκείνες έχουν μείνει ανεξίτηλες στη μνήμη μου. Πάντα δίπλα σ΄ εκείνα τα παιδιά υπήρχαν δάσκαλοι που είχαν καταφέρει να φέρουν, έστω και υπόγεια, τη λογοτεχνία μέσα στην εκπαιδευτική τους καθημερινότητα και πάντα δίπλα στους εφήβους υπήρχαν φιλόλογοι που είχαν ανακαλύψει τα βιβλία εκείνα που μέσα στις σελίδες τους οι μαθητές τους αισθάνονταν πως οι ίδιοι κυκλοφορούσαν.
(Δημοσιεύτηκε στο 'Βήμα των Ιδεών' -Παρασκευή, 9 /11/2008)

1.11.08

Άρωμα Σαφράν



Γιασμίν Κράουθερ
«Άρωμα Σαφράν»
μετάφραση Κώστια Κοντολέων
Εκδόσεις Ψυχογιός


Η Μαριάμ είναι από το Ιράν. Γεννημένη σε πλούσια οικογένεια, με τον πατέρα της ανώτερο στρατιωτικό αξιωματούχο του Σάχη, προορίζεται να ζήσει τη ζωή μιας γυναίκας της τάξης της. Ο πατέρας της διαλέγει τον άντρα που σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια θα της ταιριάζει. Αλλά η Μαριάμ αναζητά την ευκαιρία να ζήσει μια ζωή που η ίδια θα έχει επιλέξει. Η σύγκρουση με το οικογενειακό περιβάλλον είναι όχι μόνο αναμενόμενη, αλλά και τραγική. Και η Μαριάμ στην ουσία θα βρεθεί εξόριστη στην Αγγλία, όπου εκεί πλέον θα στήσει τη νέα της ζωή δίπλα σε ένα γεμάτο κατανόηση άντρα και θα αποκτήσει την μονάκριβη κόρη της , τη Σάρα.
Όλα δείχνουν να κυλάνε ήρεμα, με το παρελθόν να υπενθυμίζει την παρουσία του μέσα από ιρανικές συνήθειες –κάποια τραγούδια, μερικά φαγητά.
Αλλά ξαφνικά όλα ανατρέπονται. Ένα τυχαίο περιστατικό δίνει την αφορμή να ξεσκεπαστούν όλα όσα η Μαριάμ έκρυβε μέσα της όλα αυτά τα χρόνια. Τη τραυματική σχέση με τον πατέρα που ποτέ δεν αξιώθηκε την κάθαρση, το πάθος της για το αγόρι εκείνο που υπήρξε σύντροφος των νεανικών της χρόνων και πάνω απ΄ όλα την ανάμνηση από το χωριό που ζούσε τα παιδικά της καλοκαίρια.
Και η Μαριάμ αποφασίζει το ταξίδι της επιστροφής που θα την φέρει μπροστά στην ανάγκη να πάρει μια απόφαση, να κάνει μια επιλογή. Τα επόμενα χρόνια της θα τα ζήσει ως εξόριστη ιρανή ή ως γυναίκα που θα αγωνιστεί για τα ιδανικά της νεότητάς της;
Η Γιασμίν Κράουθερ, αγγλοϊρανή και η ίδια, με πατέρα εγγλέζο και μητέρα ιρανή, έγραψε αυτό το πρώτο της μυθιστόρημα με την άνεση του ανθρώπου που γνωρίζει καλά το θέμα του. Και με ιδιαίτερη ευαισθησία φωτίζει το πάθος που οδηγεί τον άνθρωπο που του στερήσανε την πολιτιστική του ταυτότητα . Γιατί στην ουσία αυτό είναι το θέμα του έργου. Ο κόσμος της Ανατολής και ο κόσμος της Δύσης αν κάποια στιγμή θα γεφυρωθούν, αυτό θα γίνει μέσα από την κόρη της Μαριάμ. Αυτή θα είναι που θα έχει θεμελιωμένη μέσα της την διπλή ταυτότητα, άρα και την ικανότητα να κατανοεί ακόμα κι όταν διαφωνεί. Η ίδια η Μαριάμ δεν θα αισθανθεί πως η ζωή της σωστά ολοκληρώθηκε αν δεν ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς της με το παρελθόν κι αν δεν αποφασίσει πως αυτή η ζωή της πρέπει να τελειώσει με την υλοποίηση των ονείρων με τα οποία είχε κάποτε ξεκινήσει.
Το μυθιστόρημα περιγράφει με εσωτερικούς φωτισμούς τις κρυμμένες περιοχές μιας χώρας και ενός λαού που σήμερα απασχολεί όλη τη διεθνή κοινότητα. Αλλά αν και εσωτερικός ο φωτισμός αυτός είναι ικανός να προσφέρει στον δυτικό αναγνώστη στοιχεία που θα τον βοηθήσουν να ερμηνεύσει στάσεις και θέσεις μιας κοινωνίας που αντιστέκεται στα δυτικά πρότυπα.
«…Το ξέρεις ότι κάθε Άνοιξη ο κρόκος φυτρώνει μόνος του στην αυλή μας έξω; Βγαίνει από το χώμα και ξεπετάγεται πράσινος από το τίποτε. Μια μέρα τα λουλούδια του γίνονται μαβιά σαν τον νυχτερινό ουρανό, τον ουρανό της νιότης μας. Και μέσα στα πέταλά τους το σαφράν φυτρώνει κόκκινο σαν το αίμα. Ύστερα μαραίνονται και το έδαφος γίνεται χώμα ξανά, όπου τα κοτόπουλα αφήνουν τις κουτσουλιές τους. Έτσι γίνονται τα πράγματα από καταβολής κόσμου: σαφράν, κουτσουλιές, σαφράν κουτσουλιές.»
Η Μαριάμ χαμογέλασε με τον τρόπο που πρόφερε τη λέξη η Νορούζ. «Ήμουν θλιμμένη και ο γιατρός Αχλαβί μου είπε να θυμάμαι ότι το σαφράν βγαίνει από το χώμα».

Και βέβαια είναι ένα μυθιστόρημα που διαθέτει ζωντανούς όσο και απρόβλεπτους χαρακτήρες. Οι σχέσεις κόρης και πατέρα, μητέρας και κόρης, αλλοδαπών συζύγων, παιδικών φίλων που άγγιξαν τον έρωτα δίχως να τον χαρούνε, οι σχέσεις αδελφών, αλλά και ότι χαρακτηρίζει την συνύπαρξη ανθρώπων που ζούνε σε μια απομακρυσμένη περιοχή του Ιράν –όλα αυτά σκιαγραφούνται με μια ανατολίτικη λατρεία στη λεπτομέρεια, όσο και με μια δυτική ματιά απόμακρης κατανόησης.
Μυθιστόρημα για δυο κόσμους. Δυο πολιτισμούς.