20.1.09

Λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες



Η λογοτεχνία του ονείρου και του εφιάλτη


Η λογοτεχνία για παιδιά βοηθά το παιδί – αναγνώστη να δει τον εαυτό του απέναντι στους άλλους.
Αντίθετα η λογοτεχνία που απευθύνεται στους εφήβους δίνει τη δυνατότητα στον έφηβο – αναγνώστη της να τοποθετήσει τους άλλους απέναντι σ΄ εκείνον.
Έτσι, λοιπόν, οι τόσο συχνά χρησιμοποιούμενοι όροι «λογοτεχνία για παιδιά και έφηβους» ή «λογοτεχνία για παιδιά και νέους» γενικεύουν και ομαδοποιούν αυθαίρετα δυο αρκετά διαφορετικά λογοτεχνικά είδη.
Η "λογοτεχνία για παιδιά" περιλαμβάνει λογοτεχνικά κείμενα τα οποία έχουν γραφτεί ή έχουν εκδοθεί με σκοπό να αποταθούν σε παιδιά ηλικίας από εφτά ή οχτώ χρονών έως δώδεκα ή δεκατριών.
Υπάρχει όμως και μια άλλη ακόμα κατηγορία -ανήλικων ακόμα- αναγνωστών. Είναι αυτοί που μόλις έχουν εγκαταλείψει την παιδική ηλικία ή και την προεφηβεία τους και έχουν μπει στην καθαρή εφηβεία. Δηλαδή είναι άτομα που η ηλικία τους διανύει το δεύτερο πάνω κάτω μισό της δεύτερης δεκαετίας της ζωής τους και αναζητούν τους δρόμους που θα τους βοηθήσουν να κρίνουν την κοινωνία των ενηλίκων και να αποφασίσουν για αυτήν. Δρόμοι που διόλου δεν είναι μονοσήμαντοι.
Ο έφηβος βλέπει να τον ‘εγκαταλείπουν’ όλα όσα μέχρι πρότινος τον συντροφεύανε –το σώμα του, οι σκέψεις του, ο τρόπος που οι άλλοι τον αντιμετωπίζανε, αλλά κι αυτός με τον οποίο ο ίδιος κοιτούσε τους άλλους.
Αν όσο χρόνο ήταν παιδί προσπαθούσε να βρει τους κώδικες ένταξης του στην κοινωνία που καθοριζότανε από τους ενήλικες, τώρα που είναι έφηβος επιδιώκει να αναγνωρίσουν οι άλλοι το δικαίωμα του να έχει μια πολύ συγκεκριμένη, και συχνά εκτός νόρμας, ταυτότητα. Με άλλα λόγια επαναστατεί.
Μια τέτοια επανάσταση είναι φυσικό άλλοτε να διαθέτει το εύρος ενός ονείρου κι άλλοτε το άγχος ενός εφιάλτη.
Γι αυτούς, λοιπόν, τους καθαρούς και γνήσιους εφήβους - επαναστάτες υπάρχουν κάποια κείμενα που έχουν ειδικά για τις δικές τους ανάγκες γραφτεί ή που εκφράζουν λογοτεχνικά τις δικές τους ανησυχίες και τους δικούς τους προβληματισμούς - τα όνειρα και τους εφιάλτες τους;
Αν θέλουμε να απαντήσουμε βασισμένοι σε μια διεθνή κατάσταση, τότε έχουμε μια καταφατική απάντηση, καθώς ο αγγλικός όρος «literature for joung adults» -που θα μπορούσαμε να τον αποδώσουμε στα ελληνικά ως «λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες»- είναι όρος καταξιωμένος και ο οποίος περιλαμβάνει σημαντικά έργα με συγκεκριμένα λίγο-πολύ χαρακτηριστικά.
Το κεντρικό πρόσωπο είναι έφηβος και η όλη αφήγηση της ιστορίας γίνεται από τη δική του οπτική γωνία.
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζονται στα έργα αυτά εστιάζονται στις σχέσεις του εφήβου τόσο με άλλους έφηβους, όσο και με την οικογένειά του, το σχολείο, το ερωτικό ένστιχτο, την κοινωνία, την πολιτεία, αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό.
Είναι γραμμένα σύμφωνα με τις προδιαγραφές μιας απαιτητικής λογοτεχνίας και πολύ συχνά χρησιμοποιούν νέες τεχνικές αφήγησης, από αυτές που θάλεγε κανείς πως ταιριάζουν σε αναγνώστες που ζούνε μέσα στο σήμερα.
Άλλωστε οι αναγνώστες αυτοί διαθέτουν πλέον όλα τα πνευματικά και ψυχικά εφόδια να πλησιάσουν και τα λογοτεχνικά κείμενα των ενηλίκων -και αυτά που ανήκουν στην κλασική πια λογοτεχνία, μα και αυτά που έχουν γραφτεί από σύγχρονους συγγραφείς.
Μα τότε, αν ένας δεκαεξάχρονος μπορεί να διαβάσει την Μαντάμ Μποβαρύ ή τα μυθιστορήματα του Καραγάτση , γιατί θα πρέπει να συναντήσει αναγνωστικά έργα και ήρωες που ανήκουν σε μια τόσο ειδική κατηγορία όπως αυτή που χαρακτηρίζεται ως «για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες» ;
Δεν είμαι αυτός που θα ζητούσε οι έφηβοί μας να εμποδίζονται να επικοινωνήσουν με τέτοια έργα. 'Άλλωστε και εγώ ο ίδιος ,ως έφηβος, με βιβλία ενήλικης λογοτεχνίας έπαιρνα τα πρώτα βαφτίσματα στην Τέχνη του Λόγου. Απλούστατα πιστεύω πως οι λόγοι που έκαναν την Έμα Μποβαρύ ή την Μαρίνα της ‘Χίμαιρας’ να πράξουν ότι έπραξαν, δεν μπορούν να γίνουν απόλυτα κατανοητοί -τουλάχιστον σε ψυχολογικό επίπεδο- από αναγνώστες που ακόμα δεν έχουν γνωρίσει το τι σημαίνει βάλτος της συζυγικής ζωής, ή θάψιμο των ονείρων ή σεξουαλικό πάθος.
Οι έφηβοι αντιμετωπίζουν τις δομές μιας κοινωνικής σκοπιμότητας και τους νόμους μιας φυσικής ανακατάταξης να δρα πάνω στο πετσί και στην ψυχή τους, με άλλους τρόπους. Είναι το άγνωστο αύριο, είναι η αμφισβήτηση μιας μέχρις εκείνης της στιγμής γονικής παντοδυναμίας, είναι το όραμα της αλλαγής του κόσμου, είναι το ξύπνημα νέων εσωτερικών φωνών σε κορμί και ψυχή, είναι η απροσδιόριστη μελαγχολία και η εξ ίσου απροσδιόριστη αισιοδοξία. Αν όλα αυτά τα συναντήσει μέσα στα έργα μιας λογοτεχνικής παραγωγής, αν όλα αυτά τα δει να βιώνονται από τους ήρωες μυθιστορημάτων, τότε και τον δικό του ‘είναι’ πιο καλά θα κατανοήσει, μα και την ίδια την λογοτεχνία βαθύτερα θα αγαπήσει, καθώς μέσα στις σελίδες του βιβλίου που ακουμπά πάνω στο μαξιλάρι του θα υπάρχουν τα δικά του όνειρα, οι δικοί του εφιάλτες.
Με αυτή τη συλλογιστική πιστεύω στην αυθύπαρκτη παρουσία μιας λογοτεχνίας για εφήβους και με αυτή τη συλλογιστική επιζητώ να προσφέρονται στους νεαρούς ενήλικες έργα και αυτής της κατηγορίας, δίπλα και παράλληλα –γιατί όχι;- με κείμενα της λογοτεχνίας των ενηλίκων.
Παραμένει όμως γεγονός πως η ελληνική παραγωγή στον τομέα αυτής της κατηγορίας βιβλίων είναι μάλλον ελλιπής –τουλάχιστον υστερεί με ότι στις άλλες χώρες της Δύσης συμβαίνει .
Ας προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε το γιατί.
Συχνά τίθεται το ερώτημα, γιατί ένας ενήλικος γράφει λογοτεχνικά κείμενα με στόχο να απευθυνθεί στο παιδί ή στον έφηβο. Νομίζω πως η απάντηση περιλαμβάνει δυο κατηγορίες συγγραφέων. Εκείνους που θέλουν μέσα από τα έργα τους να «διδάξουν» τον αναγνώστη τους πάνω σε θέματα κοινωνικών αξιών ή ιδεολογικών απόψεων και σε εκείνους που γράφουν ωθούμενοι από το δικό τους εσωτερικό κόσμο, ένα κόσμο που δεν έχει τελειώσει τη υπαρξιακή σχέση του με την παιδική ή την εφηβική ηλικία.
Παρακάμπτω την όποια ποιοτική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων των δυο τάσεων στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά και απλώς τονίζω πως η πρώτη κατηγορία είναι αδύνατον να γράψει άρτια λογοτεχνικά έργα για εφήβους ή αν θέλετε να διατυπώσω διαφορετικά τη άποψή μου, πιστεύω πως το όποιο έργο που θέλει να απευθυνθεί σε έφηβο και το οποίο διακατέχεται από κάποιο έστω και ελάχιστο διδακτισμό, είναι εκ των προτέρων καταδικασμένο σε μια μη επικοινωνία με τον αναγνώστη του. Ο έφηβος αμφισβητεί ακόμα και την πιο απλή συμβουλή, πόσο μάλλον το κείμενο που βάζει σαν στόχο του να τον διδάξει.
Οι συγγραφείς της δεύτερης κατηγορίας και εφ' όσον κρατούν εν εγρήγορση τις ατομικές τους ανησυχίες που είχαν τα χρόνια της δικιάς τους εφηβείας, μπορούν να μεταγγίσουν μέσω του έργου τους, μηνύματα και στάσεις μιας προσωπικής εμπειρίας, σε άτομα που τώρα αυτά διανύουν την ίδια περίοδο που τώρα αυτά βιώνουν τα ίδια συναισθήματα.
Αλλά αν κάποτε , τον καιρό της εφηβείας μας, τολμούσαμε την επανάσταση και την αμφισβήτηση, αν εκείνο τον καιρό είχαμε την τόλμη να ζητάμε τα πράγματα να λέγονται με το όνομα τους, τώρα που μεγαλώσαμε έχουμε την ίδια στάση, τολμάμε να διατυπώσουμε τις ίδιες αμφισβητήσεις; Το κοινωνικό status μάλλον ορθώνεται και εμποδίζει μια τέτοια τολμηρότητα. Και είναι εύκολο να κατηγορηθούμε πως οδηγούμε τη νεολαία σε ακρότητες. Θέσεις μια κοινωνίας που δεν έχει απαλλαγεί από τα κατάλοιπα μιας πολυδύναμης ηθικής συντηρητικότητας.
'Έτσι και οι λογοτέχνες που έχουν ως βάση ενός έργου τους την εφηβεία, προτιμούν να δώσουν τέτοια μορφή στο δημιούργημά τους ώστε αυτό να απευθύνεται κυρίως σε άλλους ενήλικες (που τέλος πάντων δεν πρόκειται να κληθούν να υλοποιήσουν την ανατροπή, απλώς και μόνο να την αναγνωρίσουν ως μια εκ των προτέρων μη υλοποιούμενη καταγγελία) και όχι σε εφήβους του σήμερα, οι οποίοι ίσως αποδειχτούν «επικίνδυνοι» μύστες μιας εφηβικής τελετουργίας.
Θέμα λοιπόν καθαρά κοινωνικό είναι το αν δημιουργούνται ή όχι πολλά και καλά λογοτεχνικά βιβλία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες. Και είναι χαρακτηριστικό το ότι αυτό το είδος των βιβλίων όπου σήμερα ανθεί, η ανθοφορία του συντελέστηκε μετά από μια αρκετά μακριά πορεία μέσα από τους χώρους της παιδικής λογοτεχνίας στην αρχή, της νεανικής μετέπειτα και παράλληλα μέσα στην αγκαλιά μιας κοινωνίας που ολοένα και πιο πολύ αποδεχόταν ή και δημιουργούσε τις κοινωνικές πρωτοπορίες.
Η δικιά μας κοινωνία, μα και η δικιά μας παιδική-νεανική λογοτεχνία δεν έχουν φτάσει σε τόσο προχωρημένα στάδια.
Μα και η ανταπόκριση του κοινού σε τέτοια έργα είναι σχετικά περιορισμένη αν συγκριθεί με την απήχηση που έχουν τα βιβλία για παιδιά. Η δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν προάγει τη φιλαναγνωσία, οι φιλόλογοι αγνοούν την ύπαρξη έργων για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες , το πρότυπα του μη αναγνώστη εφήβου κυριαρχεί σε κάθε έκφραση της ελληνικής καθημερινότητας.
Τα όποια κείμενα έχουν γραφτεί από σύγχρονους έλληνες συγγραφείς και τα οποία πλησιάζουν -λιγότερο ή περισσότερο το καθένα τους- τις προδιαγραφές ενός μυθιστορήματος για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες, είναι λιγοστά, συνήθως κυκλοφορούν ενταγμένα σε σειρές "παιδικής-νεανικής λογοτεχνίας", και ακόμα το ριζοσπαστικό – επαναστατικό στοιχείο τους αρκετές φορές καλύπτεται ή ακόμα και παραλλάσσεται από μια συγγραφική δισταχτικότητα. Όχι σε όλα –οφείλω να το τονίσω- αλλά σίγουρα σε αρκετά.
Προς το παρόν πάντως, τα πιο πολλά από τα έργα που κυκλοφορούν στον τόπο μας και που ανήκουν στην λογοτεχνία των νεαρών ενηλίκων είναι μεταφράσεις από τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά.
Ανήκω σε εκείνους που έχουν επιδράσει πάνω στις εκδοτικές επιλογές αυτού του είδους των βιβλίων. Και αν το έκανα δεν ήταν γιατί μόνο και μόνο πίστευα σε καθαρά θεωρητικό επίπεδο την ανάγκη ύπαρξης τέτοιων έργων. Ήταν ακόμα γιατί η δικιά μου εφηβεία δεν έχει ναρκωθεί μέσα στη ψυχή μου και πάντα θυμάμαι εκείνο τον έφηβο που κάποτε ήμουνα και θυμάμαι το πόσο πόναγε, πόσο ονειροπολούσε, πόση αγωνία είχε, πόσα οράματα, πόσες κλειστές πόρτες και πόσα κρυφά μονοπάτια απλώνονταν μπροστά του. Και ήθελα όλα αυτά να τα κάνω λογοτεχνία που θα απευθυνότανε στους νέους του σήμερα –ήθελα και θέλω με αυτούς να επικοινωνήσω και να μοιραστώ τα διαχρονικά όνειρα και εφιάλτες της εφηβείας. Κι άλλωστε είναι ιδιαίτερα προκλητικό για ένα συγγραφέα να στηρίξει μυθιστόρημα του σε εφηβικά όνειρα και εφιάλτες.
Και συγγραφικά, λοιπόν, προσπάθησα κάποια υλοποίηση όλων αυτών –και μάλιστα μπορώ να πω πως οι δυσκολίες, μα και οι χαρές των μυθιστορημάτων μου για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες ήταν μεγαλύτερες από αυτές που μου δώσανε τα παιδικά μου έργα ή τα μυθιστορήματά μου για ενήλικες.
Το πόσο πέτυχα και πόσο απέτυχα, ξέρω πως έχει άμεση σχέση τόσο με το όποιο ταλέντο μου, όσο και με τις όποιες εσωτερικές ή μη κοινωνικές δεσμεύσεις μου. (Η περίφημη αυτολογοκρισία των συγγραφέων που γράφουν για παιδιά και για νέους, είναι ένα πεδίο που απόλυτα δεν έχει ερευνηθεί ούτε ως προς το βαθμό ύπαρξής του, ούτε ως προς το συνειδητό ή μη του γεγονότος, ούτε τέλος ως προς την επίδραση στη διαμόρφωση του έργου και της αισθητικής αξίας του.)
'Όμως καθώς ως απλός αναγνώστης επικοινώνησα με το έργο συγγραφέων όπως αυτά των Κόρμιερ, Κερ, Μπέρτζες, Ντίκινσον, Σίλβερ, Φισκ, Οούτς, Πούλμαν, Τσέιμπερς κ. α. αισθάνθηκα πως ο δικός μου κρυμμένος κόσμος της εφηβείας σκιρτούσε και τότε σκέφτηκα πόσο πιο πολύ θα σκιρτούσε ο εσωτερικός κόσμος των εφήβων του σήμερα αν τους δινότανε η ευκαιρία να διαβάσουν αυτούς τους συγγραφείς. Κι έτσι όχι μόνο επιχείρησα να καταγράψω τη δικιά μου συγγραφική απάντηση, αλλά και προσπάθησα να βοηθήσω να μεταφραστούν τέτοια έργα και στη γλώσσα μας.
Για να γίνω πιο σαφής, θα ήθελα να αντιγράψω ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Ρόμπερτ Κόρμιερ «Ο πόλεμος της σοκολάτας» (Εκδόσεις Πατάκη), στην μετάφραση της Μαρίας Κονδύλη.
"Ο Τζέρρυ άνοιξε το ντουλάπι του. Η αναστάτωση ήταν ακόμα εκεί. δεν είχε κατεβάσει το πόστερ κι ούτε είχε πάρει τα παπούτσια της γυμναστικής. Τ'άφησε εκεί για να παραμείνουν ως σύμβολα. Σύμβολα τίνος πράγματος; Δεν ήταν βέβαιος. Κοίταξε μελαγχολικά στο πόστερ τις λέξεις που είχαν πειραχτεί: Τολμώ να διαταράξω το σύμπαν;
Το συνηθισμένο πανδαιμόνιο του διαδρόμου τον περιέβαλε -πόρτες ντουλαπιών που κοπανιόντουσαν, άγριες κραυγές και σφυρίγματα, πόδια που βροντούσαν κάτω...
‘Τολμώ να διαταράξω το σύμπαν;’
‘Ναι, τολμώ, τολμώ. Νομίζω’
Ο Τζέρρυ κατάλαβε ξαφνικά τι ήταν το πόστερ: ο μοναχικός άντρας στην παραλία να στέκεται ορθός και άφοβος, να ζυγιάζεται επάνω στη στιγμή όπου πρόκειται να κάνει τον εαυτό του ν' ακουστεί και να γνωριστεί στο κόσμο, στο σύμπαν."
Είναι πιστεύω προφανές πως έχουμε ένα απόσπασμα που περιγράφει την αγωνία του ανθρώπου απέναντι στον προσδιορισμό των δυνατοτήτων της ταυτότητάς του. Θέμα και προβληματισμός που ασφαλώς και δεν απασχολεί μόνο τους εφήβους - άσχετα αν στην εφηβεία είναι πολύ πιο συχνά συναντούμενο και πιο επώδυνο απ' ότι στα χρόνια της ωριμότητας. 'Όμως ο έφηβος αναγνώστης αυτού του μυθιστορήματος, καθώς θα έχει διαβάσει το πιο πάνω απόσπασμα, εύκολα θα μπορέσει να ταυτιστεί με τον ήρωα, καθώς ο κοινός προβληματισμός συνοδεύεται και από εξ' ίσου κοινές αναφορές στο περιβάλλον και στην καθημερινότητα.
Χώρος το γυμνάσιο. Ατμόσφαιρα-οι φωνές και το ποδοβολητά. Κοινά αντικείμενα / φετίχ-τα αθλητικά παπούτσια. Και τέλος το πόστερ. Από αυτό θα βγει η συγκεκριμενοποίηση της υπαρξιακής αγωνίας. Και ασφαλώς έτσι πια το τελικό ερώτημα – ‘Τολμώ να διαταράξω το σύμπαν;’- αποκτά τις οικίες του διαστάσεις. Μα και η απάντηση, μπορεί να μεταγραφεί από το εγώ του ήρωα, στο εγώ του αναγνώστη – ‘Ναι τολμώ, τολμώ. Νομίζω’. Κι αυτό το τελευταίο νομίζω μόνο ένας έφηβος θα μπορούσε να το πει, μα και μόνο ένας έφηβος θα μπορούσε να το καταλάβει. Εμείς οι ενήλικες έχουμε ξεχάσει ρήματα που εκφράζουν μια δισταχτικότητα.
Και εδώ ας σημειώσω και κάτι άλλο. Υπάρχουν προβληματισμοί της εποχής μας που βέβαια αφορούν και τους εφήβους και τους μεγάλους, αλλά για πολλούς και διάφορους λόγους με διαφορετικό τρόπο γίνονται κατανοητοί από τους πρώτους και με διαφορετικούς τρόπους από τους δεύτερους.
'Όπως για παράδειγμα η ισότητα των φύλων -αίτημα ενός φεμινιστικού κινήματος, μα και ο επαναπροσδιορισμός της ανδρικής ταυτότητας-αποτέλεσμα της γυναικείας χειραφέτησης.
Αυτά τα ζητήματα , σε καθαρά λογοτεχνικό επίπεδο, διαφορετικά θα πρέπει να αναπτυχθούν για να επικοινωνήσουν με τον ενήλικα αρσενικό (ο ποίος μεγάλωσε με πρότυπα που κατά τη διάρκεια της ζωής του ανετράπησαν ή αμφισβητούνται) και αλλιώς από το αγόρι των 16 χρόνων (που μεγαλώνει μέσα στη σύγχυση της αμφισβήτησης και στο κενό από την έλλειψη νέων προτύπων).
Δεν είναι όμως δυνατόν να μη σταθώ και για λίγο την ελληνική παραγωγή συγγραφής βιβλίων που ανήκουν στην κατηγορία αυτή.
Δεν υπήρξα μόνο ένας από εκείνους που κατάφεραν να φέρουν μεταφρασμένα στα ελληνικά βιβλία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες γραμμένα από ξένους συγγραφείς.
Είμαι και ένας από τους πρώτους -αν όχι ο πρώτος- έλληνας συγγραφέας που έγραψαν αυτού του είδους λογοτεχνία.
Αλλά υπάρχουν και άλλοι έλληνες συγγραφείς που νομίζω ότι έχουν κι αυτοί καταθέσει -ο καθένας με τον τρόπο του και την τόλμη του- την δικιά του άποψη για το τι είναι αυτό που ονομάζουμε λογοτεχνία για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες. Έτσι, λοιπόν, αναφέρω την Βούλα Μάστορη, την Τούλα Τίγκα , την Λίτσα Ψαραύτη , την Μαρούλα Κλιάφα , την Ελένη Χωρεάνθη , τον Βαγγέλη Ηλιόπουλο , την Νένα Κοκκινάκη , την Ελένη Δικαίου, τον Φίλιππο Μανδηλαρά, την Ελένη Σαραντίτη, την Ελένη Μαντέλου.
Ίσως και κάποιοι άλλοι ακόμα, αλλά πάντως λίγοι και όχι όλοι τους με σταθερή παρουσία στο είδος αυτό. Αλλά
σημασία έχει το πως και οι έλληνες συγγραφείς γράφουν πλέον τέτοιου είδους κείμενα σαν κι αυτά που προσπάθησα στο άρθρο αυτό να παρουσιάσω τις γενικές αρχές δομής και στόχων τους.
Στο σημείο αυτό και πριν ολοκληρώσω τις σκέψεις μου θα ήθελα να ανοίξω μια σύντομη παρένθεση που αφορά σημαντικά και κλασικά πλέον έργα της ελληνικής και παγκόσμιας λογοτεχνίας, έργα που έχουν χαρακτηρισθεί και αυτά ως κείμενα της εφηβείας. Αναφέρομαι σε κείμενα όπως την ‘Ερόικα’ του Πολίτη, το ‘Λεωνή’ του Θεοτοκά, τα ‘Ψάθινα καπέλα’ της Λυμπεράκη, τον ‘Μεγάλο Μώλν’ του Φουρνιέ κ.α. Τα μυθιστορήματα αυτά διαθέτουν όλα τα στοιχεία της ηλικίας του ονείρου και του εφιάλτη, πάνω σε αυτά έχουν εδραιώσει την όποια προβληματική και πλοκή τους και από αυτή τη σκοπιά ασφαλώς και εντάσσονται μέσα στα όρια της κλασικής λογοτεχνίας για νεαρούς ενήλικες αναγνώστες. Μόνο που τον καιρό που είχαν γραφτεί, δεν υπήρχε αυτός ο καταιγισμός εκδόσεων, αυτή η καταναλωτική τάση στη λογοτεχνική παραγωγή, αυτή η (αρεστή ή όχι, αδιάφορο, αλλά σίγουρα υπάρχουσα) εκδοτική κατηγοριοποίηση των λογοτεχνικών κειμένων. Οι συγγραφείς τους τα έγραψαν με όλες τις ατομικές προϋποθέσεις συγγραφής που ίσχυαν και όταν δημιουργούσαν τα άλλα έργα τους. Αν βλέπω μια διαφορά ανάμεσα στα έργα εκείνης της εποχής και σε αυτά που τώρα γράφονται και εκδίδονται, δεν έχει να κάνει μήτε με την ποιότητά που οφείλει ο συγγραφέας (τότε και τώρα,) να τους χαρίζει, μήτε με την ελεύθερη και άνετη υλοποίησή τους, αλλά μόνο με το γεγονός πως ο σημερινός δημιουργός τους έχει κατά νου πως έτσι και αλλιώς θα πρέπει σε μια σειρά να εκδοθούν και πως η έντονη καταναλωτική τάση του αναγνωστικού κοινού, έχει φέρει ανάμεσα στις παρέες αναγνωστών και άτομα που διαθέτουν περιορισμένα ή πιο σωστά μη ώριμα λογοτεχνικά κριτήρια επιλογής. Έτσι προβάλει η περίφημη ευθύνη του συγγραφέα απέναντι στο κοινό του, ιδίως αν αυτό διανύει την παιδική ή εφηβική, ακόμα και την πρώτη νεανική του περίοδο. Είτε μας αρέσει είτε όχι είναι άλλο να μιλάς με ειλικρίνεια για την εφηβεία και να απευθύνεσαι σε άτομα της δικιάς σου ηλικίας και άλλο να γράφεις απευθυνόμενος σε άτομα πολύ νεαρότερα από εσένα, άτομα που έχουν παρόμοια ηλικία με αυτήν των ηρώων σου. Λεπτές αλλά ουσιαστικές διαφορές, που όμως η ύπαρξή τους δεν μπορεί να ορθώσει στο δημιουργό αξεπέραστα εμπόδια. Δυσκολίες, ναι, αδιέξοδα όμως δεν υπάρχουν. Η λογοτεχνία την ποιότητά της δεν την διαπραγματεύεται. Και ο κάθε συγγραφέας, ασχέτως αν απευθύνεται σε παιδιά, εφήβους ή ενήλικες οφείλει να τους τιμά… Να παρακολουθεί τα όνειρα και τους εφιάλτες τους.
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος Ιαν. '09)

9.1.09

Θολός Βυθός



Γιάννης Ατζακάς
«Θολός Βυθός»
Αφήγημα
Εκδόσεις Άγρα

Το αφήγημα «Θολός Βυθός» του Γιάννη Ατζακά προσφέρει στον αναγνώστη του την ευκαιρία να γνωρίσει το πως ήταν οι ζωές μικρών παιδιών που ζούσανε μέσα στις λεγόμενες Παιδοπόλεις, εκεί κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ’50.
Στις Παιδοπόλεις (που είχαν την γενικότερη εποπτεία της Φρειδερίκης) ζούσαν παιδιά των οποίων οι γονείς ή είχαν σκοτωθεί ή είχαν βρεθεί εξόριστοι μετά το τέλος του εμφύλιου.
Στην ουσία είχαν τη δομή ορφανοτροφείων και είχαν φτιαχτεί σε διάφορα μέρη της Ελλάδας.
Τα παιδιά του Δημοτικού κάνανε τα μαθήματά τους μέσα στους χώρους των Παιδοπόλεων, ενώ τα πιο μεγάλα ή τα στέλνανε σε κοντινό Γυμνάσιο ή τους προσφέρανε την ευκαιρία να μάθουνε μια τέχνη.
Ο Γιάννης Ατζακάς δεν δίνει πολλές πληροφορίες για την διοικητική οργάνωση αυτών των ιδρυμάτων μιας και προτιμά να κρατήσει την αφήγησή του σε ένα περισσότερο προσωπικό στοιχείο κι έτσι να φωτίσει την ψυχοσύνθεση τόσο ενός παιδιού που πέρασε τα έξι κύρια χρόνια της παιδικής του ηλικίας, όσο και τα όποια κατάλοιπα αυτή η παραμονή άφησε στον άντρα που το παιδί εκείνο έγινε.
Για να επιτύχει αυτό χρησιμοποιεί την τεχνική δυο παράλληλων μονολόγων –του παιδιού που αφηγείται με λεπτομέρειες τη ζωή του, χρόνο το χρόνο, μέσα σε διάφορες Παιδοπόλεις και του ενήλικα που κατά τη διάρκεια μιας βραδιάς ‘ακούει’ το παιδί που κάποτε ήτανε και έτσι ερμηνεύει την πορεία της ενήλικης ζωής του.
Η τεχνική αυτή έχει τον κίνδυνο οι δυο μονόλογοι να χάσουν την αυτονομία τους τόσο σε επίπεδο γλώσσας όσο και σε επίπεδο σκέψεων.
Αλλά ο Γιάννης Ατζακάς με αξιοθαύμαστη για τη σχετική συγγραφική του απειρία (ο ‘Θολός Βυθός’ είναι το δεύτερο πεζογράφημά του) κρατά τους διαχωρισμούς και προσφέρει δυο απόλυτα διακριτούς χαρακτήρες, ενώ παράλληλα δίνει την δυνατότητα στον αναγνώστη του να μπορέσει να κατανοήσει μόνος του το πόσο συνδέεται ο τρόπος που ένας παιδί έζησε με το προφίλ που ως ενήλικος έχει αποκτήσει.
Το θέμα του κειμένου θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί και για τη δημιουργία ενός κλασικού μυθιστορήματος.
Υποθέτω όμως πως ο Γιάννης Ατζακάς επέλεξε να δώσει στο υλικό του τη μορφή μιας μαρτυρίας για να αποδώσει με ελεγχόμενο συναισθηματισμό τη ζωή ενός ανθρώπου που αν και η μοίρα δεν στάθηκε στα πρώτα χρόνια της ζωής του ευνοϊκή μαζί του, εντούτοις κατάφερε να πορευτεί μέσα στη ζωή όχι μόνο με αξιοπρέπεια αλλά και με περιεχόμενο.

4.1.09

Προτροπή για τη νέα τη χρονιά, το 2009




... Καλοί μου άνθρωποι,

πώς μπορείτε να σκύβετε

και να μη χαμογελάτε;


Ανοίχτε τα παράθυρα!


(Γιάννης Ρίτσος, από την 'Εαρινή Συμφωνία')