6.3.09

Ich Bebe


Θανάσης Τριαρίδης

«Ich Bebe - όταν οι αμαξάδες μαστιγώνουν τ΄ άλογα»

Εκδόσεις Τυπωθήτω

"… Το γράφει η μητέρα στον Φραντς Όβερμπεκ:
Όταν τον χάιδευε και τον ρωτούσε αν την αγαπά
αυτός επίμονα απαντούσε Ich bebe αντί για Ich liebe-
τρέμω αντί για αγαπώ."
Αυτά για τις τελευταίες στιγμές του Νίτσε γράφει ο Θανάσης Τριαρίδης στο τελευταίο του βιβλίο που αποφάσισε να κυκλοφορήσει σε έντυπη μορφή (στο διαδίκτυο είχε αναρτηθεί πριν από ένα περίπου χρόνο, όπου και υπάρχουν και όλα τα άλλα –ανέκδοτα και μη- έργα του θεσσαλονικιού συγγραφέα)
Και με τη φράση αυτή –Ich bebe- το τιτλοφορεί… Γιατί όπως ο ίδιος δηλώνει:
Έτσι, λοιπόν, κι εγώ: Ich bebe.
Μέσα στη νύχτα.
Ο Τριαρίδης είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα λογοτεχνική παρουσία τα τελευταία δέκα χρόνια.
Πρωτοπαρουσιάζεται το 2000 με ένα πολυσέλιδο και ιδιαιτέρως παγανιστικό μυθιστόρημα. Συνεχίζει με τέσσερις νουβέλες που δίνουν μια βαλκανική άποψη του μαγικού ρεαλισμού. Ακολουθούν τέσσερα δοκιμιακής μορφής κείμενα για μεγάλους ζωγράφους, ένα πεζογράφημα που επανατοποθετεί πολιτικά την ιστορία της Αϊντας και του Ρανταμές, μια συλλογή δοκιμίων κοινωνικών αντιρρήσεων, ένα ακόμα δοκίμιο για τον Ντοστογιέφσκι.
Κορυφαία στιγμή «Τα μελένια λεμόνια» - ‘αιρετικά ιερή’ σάγκα για τη θεϊκή διάσταση της σεξουαλικότητας. Και τώρα το «Ich bebe» -μια συλλογή κειμένων που άλλοτε θυμίζουν ιδιότυπα διηγήματα κι άλλοτε ποιήματα που έχουν ενδυθεί τη φόρμα της πεζογραφίας.
Σε όλα αυτά τα έργα τα κύρια στοιχεία που τα διαπερνούν είναι ένας απόλυτος ανθρωπισμός, μια υπεράσπιση της μη – βίας και η προβολή της ηθικής διάστασης που διαθέτει η ελεύθερη έκφρασης της σεξουαλικότητας.
Αλλά και σε όλα υπάρχει από τη μια η ενσάρκωση της υπέρτατης λογοτεχνικότητας και από την άλλη η βαθιά γνώση του δυτικού πολιτισμού.
Με άλλα λόγια, ο Τριαρίδης δύσκολα κατατάσσεται –πεζογράφος, δοκιμιογράφος, στοχαστής; Θα έλεγα όλα μαζί. Και γι αυτό τον θεωρώ ως την πλέον σημαντική, σήμερα, παρουσία, στα ελληνικά γράμματα.
Και ασφαλώς αγνοημένη από την κρατούσα και τρέχουσα κριτική στα ποικίλα ΜΜΕ.
Ενοχλεί; Δυσαρεστεί; Προκαλεί; Γκρεμίζει; Επανατοποθετεί; Ο κάθε αναγνώστης των έργων του ίσως επιλέξει το ένα ή το άλλο. Αλλά δεν τον προσπερνά –αυτό δεν γίνεται. Γίνεται, όμως, να κάνει πως δεν τον είδε… Η τακτική της στρουθοκαμήλου φαίνεται πως είναι –σε κάποιους- βολική.
Ομολογώ πως είναι δύσκολα να γράψεις για ένα βιβλίο του. Δύσκολο να το περιγράψεις. Μέσα σε λίγες ή πολλές σελίδες υπάρχουν χίλια όσα θέματα και άλλες τόσες θέσεις και στάσεις και απόψεις.
Όπως εδώ, στο «Ich bebe».
Υπάρχουν κείμενα που σαρκάζουν την υποταγή στο όποιο θεϊκό –«Μα σαν ήρθε η σειρά του / κι έσκυψε να φιλήσει την εικόνα, / σκέφτηκε πως φιλάει εκείνα τα βυζιά, / σκέφτηκε πως φιλάει τους βύζαντες της Βανέσας.
Κείμενα που φωτίζουν με άλλη ματιά προσωπικότητες όπως αυτές του Νίτσε ή του Καβάφη – «Σφόδρα δυσαρεστήθηκαν οι θαυμαστές / από τα λόγια της αμόρφωτης της γυναικούλας / ιδίως εκείνο το ‘λιανή ελπιδούλα’ τους εξόργισε / άκου λιανή ελπιδούλα’ ο Δάσκαλός τους… Πεζογραφήματα που ξαναδιαβάζουν την ιστορία – Κι έσφιγγε ο κλοιός γύρω από την πόλη/ θερίζονταν οι Τούρκοι κι οι Εβραίοι απ΄ τον τύφο / και γύρευαν εις μάτην να κάμουνε καπάκι με τους Έλληνες / να δώσουνε λεφτά και να γλυτώσουν τις ζωές τους . Κείμενα που καταγγέλλουν, άλλα που συμπάσχουν με τον κάθε κατατρεγμένο – Το ξέρει ο καθένας: παντού γεννιούνται τα παιδιά των απελπισμένων, κι άλλα που προτρέπουν σε μια ενδοσκόπηση και σε μια συνειδητοποίηση –Τι υπάρχει μέσα σε ένα όνομα; Εμείς. Κλειδώνουμε την πόρτα. Ανοίγουμε την ένταση στην τηλεόραση. Βάζουμε στο βραστήρα τα μπιμπερό του μωρού. Στα νεκροταφεία του Καΐρου βραδιάζει. Καληνύχτα.
Όλα μαζί συνθέτουν ένα βιβλίο που διαθέτει αυτό που νομίζω κανείς πρέπει να αναζητά από την καλή, τη μεγάλη λογοτεχνία –αισθητική και ανατροπή.
Αλλά ο Τριαρίδης με όλα του τα κείμενα, προσφέρει και μια άλλη διάσταση σε ότι κάποιος θα μπορούσε να θεωρήσει ως προφίλ νεοέλληνα δημιουργού – μια νότα αναγεννησιακής καταβολής. Η ελληνική του ταυτότητα είναι εμφανής και δεδηλωμένη. Αλλά μέσα από τη βιωμένη γνώση του δυτικού πολιτισμού που διαθέτει, καταφέρνει να δει το ελληνικό στοιχείο ως μέρος (αρχικό ή ενδιάμεσο –δεν έχει και τόση σημασία) της ευρωπαϊκής κουλτούρας, έτσι όπως αυτή θεμελιώθηκε από τους μεγάλους του διδασκάλους – τον Τζιότο, τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Τζιορντάνο Μπρούνο.
Και με αυτή τη ματιά, πλέον, προσεγγίζει τον Καβάφη, θητεύει στον Πρίμο Λέβι και υποτάσσεται στον Ντοστογιέφσκι.
Αν κάποιος θελήσει να χρησιμοποιήσει ένα μεγενθυτικό φακό και με αυτόν πλέον να ψαχουλέψει τις δομές των λογοτεχνικών κειμένων του Τριαρίδη, ασφαλώς και θα βρει υπόνοιες επαναλήψεων, στιγμές χαλάρωσης, ακόμα και νοηματικές ακροβασίες, σίγουρα προκλητικές ακρότητες. Αλλά τα έργα που γράφονται με πάθος πρέπει και με πάθος να διαβάζονται –ή πιο σωστά: τα έργα που διακηρύσσουν την ελεύθερη σκέψη, με διάθεση αναγνωστικής -και όχι μόνο- απελευθέρωσης αξίζει να αναγιγνώσκονται.
Άλλωστε και ο ίδιος ο Τριαρίδης μια τέτοια σχέση με τον αναγνώστη του επιδιώκει να δημιουργήσει, γι αυτό και ως προμετωπίδα του βιβλίου του έχει την προτροπή – ρίξτε μια ροχάλα σε κάθε προστακτική αυτού του βιβλίου.
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΔΙΑΒΑΖΩ, τεύχος Μαρτίου 2009)