23.12.10

Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες







Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες

του Κωστή Α. Μακρή

Ομιλία του Μάνου Κοντολέων

στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου

στις 14 Δεκεμβρίου 2010

στο Βιβλιοπωλείο Πατάκη, Ακαδημίας 65, Αθήνα

[…

–Έχω μια δουλειά πάνω, είπε η κυρα-Τίνα Μεθέλη και την κοπάνησε αμέσως, σχεδόν τρέχοντας κι αφήνοντας τις δουλειές της στη μέση.

Ήξερε από πείρα ότι τα παιδιά είχαν πέσει σε ναρκοπέδιο και δεν ήθελε να είναι μπροστά όταν θα άρχιζαν οι εκρήξεις. Η Εγομόνη κοίταζε τα παιδιά ένα ένα με βλέμμα κοφτερό και αυστηρό.

Ο Ιμεγός, η Οποσίπα και η Πεσκιάλα κλάσανε μέντες. Θα μπορούσαμε να πούμε «φοβήθηκαν», «τρομοκρατήθηκαν», χέστηκαν από το φόβο τους» ή κάτι άλλο αντίστοιχο. Το «κλάνω μέντες», όμως, το λέγανε τα ίδια τα παιδιά –μαζί και ο Πιοζ Νάμε– όταν ήθελαν να αποδώσουν με απόλυτη ακρίβεια κάποια απερίγραπτα συναισθήματα τρόμου, απόλυτης απειλής και παγίδευσης. Σαν αυτά που τους δημιουργούσε η αμείλικτη ματιά της Εγομόνης. Που έκρυβε μια βαθιά απειλή. Όχι μαλώματος. Ούτε φωνών και βρισιών. Αλλά κάτι πιο φοβερό και παραλυτικό, μαζί με την παγερή και αδυσώπητη απειλή εκδίωξης και απομάκρυνσης από τον παράδεισο της εύνοιάς της. Που θα σήμαινε και τον τερματισμό –για πάντα!– της φιλοξενίας τους στο σπίτι της οδού Πέρα Κότας 8. Κι αυτό ήταν η απόλυτη απειλή για τα τρία παιδιά. Το να τα εξώσουν από τον παράδεισο του λόφου Ελίκωπα. Τα παιδιά κοιτούσαν με ξεραμένο το σάλιο τους την αποτρόπαιη ματιά της Εγομόνης. Η Εγομόνη, βλέποντας τον ανείπωτο τρόμο στα γουρλωμένα μάτια τους, χαμογέλασε. Όχι από κακία. Αλλά γιατί κατάλαβε ότι το είχε παρακάνει. Ήξερε πολύ καλά η Εγομόνη τις εκφραστικές της δυνάμεις και δυνατότητες. Και ήξερε πότε και πώς να τις χρησιμοποιεί.

– Τι ακριβώς θέλεις να μάθεις, Πεσκιάλα μου; Ρώτησε η Εγομόνη γλυκαίνοντας τη φωνή της, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, σαν να ήθελε απλώς να επιβεβαιώσει τις απορίες του κοριτσιού.

Η Πεσκιάλα όμως κατάλαβε πολύ καλά ότι η επανάληψη της ερώτησης θα τους οδηγούσε σε νέες και πιο επικίνδυνες χαράδρες. Και το χαμόγελο της Εγομόνης δε σήμαινε καθόλου ότι ο κίνδυνος είχε περάσει. Κάθε άλλο…

– Τίποτα…, ψέλλισε. Απλώς αναρωτιόμασταν…

– Τι αναρωτιόσασταν πουλάκι μου; Ρώτησε η Εγομόνη με ένα γλυκό αλλά και άκαμπτο ύφος, λες και μιλούσε σε ένα διανοητικά καθυστερημένο που όμως έπρεπε να του επιβάλλει ατσαλένια πειθαρχία.

– Ο Ιμεγός αισθάνθηκε πολύ άσχημα που άφηναν μόνη της την Πεσκιάλα να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα.

Ξύπνησε ο ήρωας μέσα του κι αποφάσισε να βοηθήσει τη φίλη του.

…]

(Σελ. 334 από «Έχω μια δουλειά πάνω» έως σελ 335 μέχρι το τέλος «…να βοηθήσει τη φίλη του»)

Μια και μισή σελίδα μόλις σας διάβασα από το μυθιστόρημα για παιδιά «Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες» του Κωστή Μακρή.

Δεν την διάλεξα τυχαία, αλλά θα μπορούσα και να είχα επιλέξει κάποιες άλλες από τις σελίδες του πολυσέλιδου αυτού μυθιστορήματος.

Στόχος της επιλογής να εδραιώσω την άποψή μου για το τι εννοώ όταν λέω καλό παιδικό βιβλίο (όπως είναι ο Πιοζ Νάμε), αλλά και ακόμα πιο βαθιά γιατί αυτό το μυθιστόρημα το θεωρώ πως είναι ένα καθαρόαιμο μυθιστόρημα για παιδιά.

Λοιπόν…

1. Ένα λογοτεχνικό έργο για παιδιά πρέπει να έχει απλό τρόπο αφήγησης. Απλό, αλλά και ζωντανό* καθημερινό εν τέλει –«Έχω μια δουλειά πάνω, είπε η κυρά Τίνα Μεθέλη και την κοπάνησε αμέσως.»

Αυτό το ‘την κοπάνησε’ προσέξατε πως ενώνει τη λογοτεχνία με την καθημερινότητα;

2. Ένα λογοτεχνικό έργο για παιδιά πρέπει να ξέρει το τι σημαίνει ασεβές παιχνίδι με τις λέξεις –«Ο Ιμεγός, η Οποσίπα και η Πεσκιάλα κλάσανε μέντες…» και θυμηθείτε ακόμα όλες τις άλλες εκφράσεις που την ίδια αντίδραση δηλώνουν.

3. Ένα λογοτεχνικό έργο για παιδιά πρέπει να κρατά το ενδιαφέρον με τρόπους έντονους ακόμα κι όταν περιγράφει συνηθισμένες στιγμές – «…η αμείλικτη ματιά της Εγομόνης»

4. Ένα καλό λογοτεχνικό έργο για παιδιά πρέπει να διαθέτει πλούσιο λεξιλόγιο. Τις λέξεις και τα νοήματά τους τα μαθαίνουμε και από τη λογοτεχνία –μακάρι κύρια και πρώτιστα από τη λογοτεχνία να έφτιαχνε ένα παιδί το λεξιλόγιό του… Πόσες λέξεις νέες και πόσες –κυρίως αυτό – νέες χρήσεις γνωστών λέξεων μέσα σε μια και μισή σελίδα!

5. Ένα καλό λογοτεχνικό έργο –αν είναι για παιδιά η για μεγάλους εδώ δεν έχει και τόση σημασία- πρέπει να έχει κάτι που να αγγίζει τα όρια της προσωπικής δημιουργίας. Ο συγγραφέας του να μας πείθει πως έχει φτιάξει τον δικό του κόσμο και πως έχει στήσει τους δικούς του ήρωες. Κι εδώ έχουμε ήρωες όχι μόνο ξεχωριστούς ως προς την προσωπικότητά τους, αλλά και εντελώς ξεχωριστούς στα ονόματά τους. Σας θυμίζω κάποια από αυτά που ακούσαμε: Εγομόνη, Πεσκιάλα, Τίνα Μεθέλη…

Πολλά θα είχα να πω για το μυθιστόρημα αυτό του Κωστή Μακρή.

Είναι το πρώτο έργο ενός συγγραφέα, που ο ίδιος δεν είναι και τόσο νέος. Αυτό το γεγονός δεν το καταγράφω με διάθεση ληξιαρχική, αλλά γιατί τόσο η ηλικία του συγγραφέα όσο -και κυρίως- η βαθιά παιδεία του φαίνονται ξεκάθαρα μέσα στο έργο.

Παιδεία λογοτεχνική. Όταν ένας ενήλικος αναγνώστης με καλές γνώσεις λογοτεχνίας, διαβάσει τον Πιοζ Νάμε, θα καταλάβει αμέσως πως ο δημιουργός του έχει ουσιαστικά εντρυφήσει σε έργα κλασικά και διαχρονικά.

Και τίποτε δεν τον εμποδίζει να βάλει τον κεντρικό του ήρωα να συνομιλεί με τον Καββαδία –μήτε μια φορά δεν απαξιώνει ο Κωστής Μακρής τον αναγνώστη του κι έτσι να φροντίσει με κάποιο τρόπο να τον ενημερώσει για το ποιος είναι ο ασυρματιστής του πλοίου. Όχι, ο Μακρής ακολουθεί μια διαφορετική πορεία –φροντίζει στο νεαρό άτομο που τον εμπιστεύθηκε και πήρε να διαβάσει το βιβλίο του, να του γνωρίσει ένα ποιητή διαχρονικής αξίας και έτσι να τον προετοιμάσει για την μελλοντική ουσιαστική γνωριμία με την ποίηση του Κόλια. Με άλλα λόγια πρώτα θα γνωρίζει ο νεαρός έναν ήρωα του βιβλίου και αργότερα, κάποτε –το πότε είναι άλλου έργο- θα γνωρίσει και το Μαραμπού και τον Μαραμπού.

Το μυθιστόρημα είναι πολυσέλιδο και το διακρίνει μια χαλαρή διάθεση αφήγησης. Αλλά δεν κουράζει –δεν κουράζει γιατί διαθέτει εναλλαγή καταστάσεων και κυρίως χιούμορ.

Ακόμα υπάρχει ένα νοηματικός πυρήνας που ενεργοποιεί τη δράση και καθορίζει την ύπαρξη των προσώπων και τους ρόλους που το καθένα από αυτά θα παίξει.

Ο νοηματικός αυτός πυρήνας έχει μια ουσιαστική οικολογική διάσταση, που τον κάνει να πηγαίνει πολύ πιο πέρα από τα διάφορα οικολογικά σλόγκαν με τα οποία βομβαρδίζονται τα παιδιά μας.

Ο Κωστής Μακρής τοποθετεί τον άνθρωπο μέσα στο οικολογικό σύστημα και δεν πέφτει στο λάθος να τον ανακηρύξει ως εχθρό του.

Θέλω ακόμα να σημειώσω τον τρόπο με τον οποίο ο Κωστής Μακρής διαλέγει –πιο σωστά κατασκευάζει- τα ονόματα των ηρώων του.

Στο απόσπασμα που προηγήθηκε φαίνεται ξεκάθαρα πως το όνομα κάθε προσώπου στην ουσία εκφράζει το κύριο χαρακτηριστικό της ζωής του.

Θα μπορούσαμε να τα πούμε και παρατσούκλια, αν όμως εμβαθύνουμε κάπως περισσότερο το νόημα των ονομάτων, θα δούμε πως πάρα πολλά οφείλονται σε μια αντίστοιχη σχέση με συνθήκες και καταστάσεις.

Καλλιόπη –αυτή που έχει ωραία μάτια

Αλέξανδρος –αυτός που αποδιώχνει τους εχθρούς

Ευμορφία – αυτή που έχει όμορφη μορφή

Ιάσων –αυτός που θεραπεύει.

Να, λοιπόν, πως ο Κωστής Μακρής βάφτισε

τον Πιοζ Νάμε –αυτός που αναρωτιέται ποιος να είναι

την Εγομόνη -αυτή που αποφάσισε να είναι μόνη της

τον Ιμεγό –αυτός που πιστεύει στον εαυτό του κλπ

Φαντασία, χιούμορ, γλώσσα πλούσια, καμιά παραχώρηση σε ανόητες δήθεν παιδικότητες, πλοκή, ανατροπές, συναίσθημα.

Ο Κωστής Μακρής ξεκινά τη λογοτεχνική διαδρομή του με ένα έργο που αμέσως ξεχωρίζει.-

11.12.10

Βραβείο αναγνωστών -σκέψεις και συναισθήματα


Όταν κάτι δεν περιμένεις ότι θα σου συμβεί, και πολύ πιο ήρεμα το αντιμετωπίζεις, μα και περισσότερο αντικειμενικά το κρίνεις -και το γεγονός και τη συμμετοχή σου σε αυτό.
Το ότι το μυθιστόρημα μου για νέους "Ανίσχυρος άγγελος" θα ήταν ανάμεσα στα 15 που Λέσχες Ανάγνωσης επέλεξαν ως τα πλέον δημοφιλή βιβλία του 2010, ήταν κάτι που ειλικρινά δεν το περίμενα.
Κι αυτό γιατί : α. Μέχρι τώρα ανάμεσα σε μυθιστορήματα που διεκδικούσαν το Βραβείο Αναγνωστών του ΕΚΕΒΙ, δεν ήταν κανένα που να κυκλοφορεί σε σειρά νεανικής λογοτεχνίας και β. Γιατί αν και ξέρω πόσο αναγνωρίσημος ως συγγραφέας είμαι, το βασικό κοινό μου δεν ανήκει στην κατηγορία εκείνη που συμμετέχει σε τέτοιου είδους δημοσκοπήσεις.
Δεν περίμενα λοιπόν αυτή τη διάκριση και ομολογώ πως πολύ τη χάρηκα. Γιατί; Μα ακριβώς γιατί ήταν -επιτέλους- μια μορφή αναγνώρισης του είδους εκείνου της λογοτεχνίας (αναφέρομαι στη λογοτεχνία για νέους ή όπως τώρα τελευταία λέγεται -cross over) που με πάθος και με όλες μου τις δυνάμεις προσπάθησα να καθιερώσω και στη χώρα μας -τόσο επιλέγοντας τίτλους από άλλες γλώσσες, όσο και αναζητώντας τους έλληνες εκείνους συγγραφείς που θα έγραφαν συνειδητά μυθιστορήματα αυτής της κατηγορίας.
Βέβαια, τα περισσότερα κρατικά βραβεία παιδικής / νεανικής λογοτεχνίας των τελευταίων είκοσι περίπου χρόνων έχουν δοθεί σε μυθιστορήματα αυτού του είδους -κάτι που σημαίνει πως η ελληνική παραγωγή δίνει υπέροχους καρπούς. Αλλά και οι περισσότεροι από τους αναγνώστες της λογοτεχνίας εν γένει, δεν έχουν κατανοήσει πως ένα μυθιστόρημα για νέους σε τίποτε δεν διαφέρει από το όποιο άλλο μυθιστόρημα για ενήλικες, παρά στο ότι είναι εστιασμένο στην εφηβεία κυρίως. Κρίνεται ως καλό ή κακό με τα ίδια κριτήρια που κρίνουμε κάθε άλλο έργο.
Η ύπαρξη, λοιπόν, του 'Ανίσχυρου αγγέλου' μου στα 15 υποψήφια για το Βραβείο Αναγνωστών, σήμαινε πως κάποιοι είχαν κατανοήσει όλα αυτά και είχαν ψηφίσει αυτό το μυθιστόρημα ως το πιο αγαπημένο τους για το 2010.
Και μόνο αυτή η διάκριση με χαροποίησε και μαζί με μένα χαροποίησε και όλους εκείνους που ασχολούνται με αυτό το είδος λογοτεχνίας.
Δεν περίμενα να κερδίσω το Βραβείο. Οι αλλαγές στη νοοτροπία γίνονται σταδιακά. Μακάρι και στα επόμενα χρόνια κάποιο άλλο έργο της νεανικής λογοτεχνίας να μπει στη βραχεία λίστα και κάποια στιγμή να κερδίσει και το Βραβείο.
Από εκεί και πέρα, κράτησα και γι αυτή τη χρονιά κάποιους προβληματισμούς μου πάνω στην ίδια την ουσία αυτού καθαυτού του Βραβείου Αναγνωστών.
Όπως για παράδειγμα : Το βραβείο αναγνωστών δε θα πρέπει να θεωρηθεί πως το δικαιούται το μυθιστόρημα εκείνο που μέσα στη χρονιά είχε τις περισσότερες πωλήσεις;
Ή Αυτοί που στέλνουν την ψήφο τους με τη μέθοδο των sms πως ελέγχονται ότι έχουν διαβάσει το μυθιστόρημα που ψηφίζουν και δεν είναι απλώς φίλοι κλπ του συγγραφέα;
Ή Πόσο τελικά η ύπαρξη αυτού του βραβείου βοηθά στην αύξηση (όχι των πωλήσεων του νικητή, αυτό είναι δεδομένο, αλλά δεν νομίζω και το ζητούμενο εκ μέρους τουλάχιστον του ΕΚΕΒΙ) μα γενικότερα στην αγορά λογοτεχνικών έργων ποιότητας;
Μετά από τόσο χρόνια στο λογοτεχνικό χώρο, γνωρίζω πως ένα βραβείο για τον κάθε δημιουργό δεν είναι τίποτε περισσότερο στην ουσία από μια μεγάλη χαρά.
Αλλά ο διοργανωτής ενός λογοτεχνικού διαγωνισμού δεν έχει βέβαια ως στόχο να προσφέρει χαρά στον εκάστοτε βραβευόμενο. Φαντάζομαι πως οι στόχοι του είναι περιπλοκότεροι και σίγουρα στρέφονται προς ένα πλατύτερο κοινό. Μπορώ να φανταστώ τους στόχους του ΕΚΕΒΙ όταν δημιουργούσε τον θεσμό του Βραβείου Αναγνωστών -άλλωστε ως διοργάνωση έχει περάσει από διάφορα στάδια μέχρις ότου καταλήξει σε αυτό όπoυ εμπλέκονται οι Λέσχες Ανάγνωσης και τα sms. Ίσως στο μέλλον να πρέπει να σχεδιάσει και ένα ακόμα τρόπο ανακάλυψης του beloved novel μιας χρονιάς, μιας και όταν μια μέθοδος γίνει γνωστή κάποιοι ανακαλύπτουν τρόπους να την φέρνουν στα μέτρα και στα σταθμά τους.
Με την ευκαιρία πάντως αυτού του σημειώματος θα ήθελα να ευχαριστήσω εκείνους που αγάπησαν τον "Ανίσχυρο άγγελο", να συγχαρώ τους υπόλοιπους συγγραφείς της δεκαπεντάδας και να φιλήσω την φίλη μου Ελένη Πριοβόλου για την επιτυχία της.
Και του χρόνου πάντα με εκπλήξεις και ανατροπές.

10.12.10

"'Ωρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρας στα πανιά σου..."

Βασίλης Κρεμμυδάς

"'Ωρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρας στα πανιά σου...",

Τυπωθήτω, 2010

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς είναι γνωστός ως ένας από τους σημαντικότερους σύγχρονους ιστορικούς με ενδιαφέροντα προσανατολισμένα στις οικονομικές και κοινωνικές πραγματικότητες του τέλους της Τουρκοκρατίας και του ελληνικού 19ου αιώνα και σε ζητήματα της Επανάστασης του 1821 και των πρώτων δεκαετιών του βίου του ελληνικού κράτους.

Τα επιστημονικά έργα που έχει γράψει είναι και πολλά και ιδιαιτέρως τεκμηριωμένα.

Τα τελευταία δε χρόνια, μέρος αυτής της πλούσιας γνώσης του, θέλησε να την μοιραστεί και με αναγνώστες μικρών ηλικιών.

Έτσι το 2006 από τις εκδόσεις Καλειδοσκόπιο κυκλοφόρησε το βιβλίο του «Καθημερινές ιστορίες για τα καράβια» και μάλιστα απέσπασε και το Κρατικό Βραβείο για παιδικά βιβλία γνώσεων.

Μέσα στο 2010 ο Βασίλης Κρεμμυδάς προσφέρει στα παιδιά ένα ακόμα ανάγνωσμα που αναφέρεται στα καράβια. Αυτή τη φορά από τις Εκδόσεις Τυπωθείτο κυκλοφορεί το βιβλίο με τίτλο «Ώρα καλή στην πρύμνη σου κι αέρας στα πανιά σου».

Στην ουσία και στα δυο βιβλία εκείνο που αποτελεί τον κεντρικό στόχο του συγγραφέα είναι το να δείξει στο παιδί – αναγνώστη το πώς κάποτε κατασκευάζονταν ένα καράβι, το πως εξοπλίζονταν για ένα ταξίδι, τους κινδύνους που τυχόν θα αντιμετώπιζε στα ταξίδια του, αλλά και τις χαρές και τα πλούτη που θα προσέφερε στο πλήρωμά και στον ιδιοκτήτη του.

Αλλά αν στο πρώτο βιβλίο όλα αυτά δινόντουσαν με την ουδετερότητα της πληροφορίας τόσο των λέξεων όσο και των εικόνων, στο δεύτερο βιβλίο οι εικόνες απουσιάζουν και οι όποιες πληροφορίες που παρέχονται περνάνε μέσα από το φίλτρο της σχέσης ενός παππού και του εγγονού του.

Έτσι το συγκεκριμένο κείμενο μπορεί να διαβαστεί και ως βιβλίο γνώσεων, αλλά και ως το χρονικό μιας σχέσης ανάμεσα σε δυο γενιές που επικοινωνούν μεταξύ τους μέσα από μια καθημερινότητα που την εμπλουτίζει μεταξύ των άλλων και η προσφορά γνώσης του μεγάλου προς τον μικρό.

Είναι ένα κείμενο που διαβάζεται με μεγάλο ενδιαφέρον και από ένα ενήλικο –θα έλεγα μάλιστα πως για τον ενήλικο εκείνον που αγνοεί κάθε τι σχετικό με την παλιά ναυσιπλοία, ο Βασίλης Κρεμμυδάς γίνεται ένας απολαυστικός συνομιλητής.

Πέρα όμως από τα διάφορα στάδια κατασκευής των καραβιών και των παραμέτρων που καθόριζαν τα ταξίδια τους, το συγκεκριμένο έργο, έτσι όπως στηρίζεται στη σχέση παππού και εγγονού, γίνεται και το μέσο να καταθέσει ο συγγραφέας του τις απόψεις του για τους τρόπους με τους οποίους ένας ενήλικος μπορεί και πρέπει να μεταδίδει τις γνώσεις του σε ένα παιδί.

Ο Βασίλης Κρεμμυδάς διαθέτει μεγάλη πείρα δασκάλου. Δείχνει να γνωρίζει τις ικανότητες πρόσληψης της γνώσης από ένα παιδί και πώς αυτές διαφοροποιούνται καθώς το παιδί μεγαλώνει.

Με έναν άνετο συγγραφικό τρόπο περνάει αυτήν τη γνώση του και στον ενήλικο αναγνώστη του βιβλίου του.

Οι απόψεις του τεκμηριωμένες και γι αυτό σεβαστές, ακόμα κι αν κάποιος θα μπορούσε να τις χαρακτηρίσει ως ακαδημαϊκές.

Θα ήθελα ακόμα να σημειώσω το διάχυτο στοιχείο μιας συγκρατημένης τρυφερότητας που διαπερνά τις σελίδες.

Τελικά πέρα από τις γνώσεις γύρω από τα καράβια, πέρα από τις απόψεις τι σχετικές με τον τρόπο μεταβίβασης της γνώσης σε ένα παιδί, εκείνο που κάνει αυτό το βιβλίο αξιαγάπητο είναι η σχέση παππού και εγγονού.

Ιδιαιτέρως προσεγμένη η όλη έκδοση και απόλυτα ταιριαστή με το ήθος του κειμένου.