11.9.10

Μια ιστορία του Φιοντόρ


Μια διεισδυτική ματιά στο θέμα της μετανάστευσης, του ξένου και της αποδοχής του «Άλλου» μέσα από ένα μυθιστόρημα υψηλής ποιότητας και λογοτεχνικής αξίας. Σε ένα ελληνικό χωριό που δεν κατονομάζεται φτάνει η Λιούμπα, ένα κορίτσι στην αρχή της εφηβείας από τη Ρωσία. Την υποδέχεται η μάνα της, εγκατεστημένη ήδη στο χωριό εδώ και πολλά χρόνια. Η μάνα έχει προσαρμοστεί πλήρως ή, πιο σωστά, έχει αφομοιωθεί. Το πρώτο πράγμα που λέει στην κόρη της είναι:«Λοιπόν, να μάθεις πως εδώ δεν με φωνάζουνε Ελόνα, μα Ελένη, κι εσένα –πρόσεξε!- αντί για Λιούμπα θα σε λέω Αγάπη». Κι ύστερα:«Αυτός είναι ο κυρ Θανάσης. Ο νέος μου άντρας!» της είπε και σχεδόν την εξανάγκασε να τον χαιρετήσει.» Αυτή είναι η «δέση του δράματος». Η Λιούμπα αρνείται όχι μόνο την αφομοίωση αλλά και τη στοιχειώδη προσαρμογή. Δεν αλλάζει το όνομά της, δε μιλά ελληνικά, δε χαμογελά, δεν πλησιάζει κανέναν, διαρκώς συγκρίνει και απορρίπτει. Ζει με το όνειρο της επιστροφής. Ο νους και η καρδιά της είναι στο πατρικό σπίτι, στον παππού της, στα τοπία της Ρωσίας, στην αγαπημένη γλώσσα. Είναι μια βίαια ξεριζωμένη ύπαρξη. Η ακραία συμπεριφορά της τροφοδοτεί τα αρνητικά σχόλια της μικρής κοινωνίας. Η κακία, το κουτσομπολιό, οι προκαταλήψεις των συγχωριανών βρίσκουν εύφορο έδαφος να ανθίσουν. Η Λιούμπα περιφέρεται σαν ξωτικό ανάμεσά τους. Ώσπου μια μέρα τη στέλνει η μάνα της να καθαρίσει ένα σπίτι. Εκεί θα συναντήσει τον Μήτια, θα μιλήσουν ρωσικά, μια ελπίδα, μια χαραμάδα φωτός στο σκοτάδι που γρήγορα διαψεύδεται όταν ο Μήτια μιλά ελληνικά. Η σωτηρία φαίνεται να έρχεται από ένα μπουλούκι τσιγγάνων από τη Ρωσία, έναν περιπλανώμενο θίασο, που έρχεται να δώσει μια παράσταση στο χωριό. Η Λιούμπα θα εμπιστευτεί τον στιβαρό αλλά σκοτεινό Νικόλκα, θεωρώντας ότι είναι ο δρόμος προς την επιστροφή. Οι ελπίδες διαψεύδονται, η Λιούμπα επιστρέφει για να καταντήσει ένα κυνηγημένο αγρίμι. Η λύση –όχι το χάπυ έντ—θα έρθει από το πρόσωπο στο οποίο συναντώνται οι δυο πατρίδες, από τον Μήτια που είναι γεννημένος από ρωσίδα μάνα και έλληνα πατέρα. Εξαιρετική ευαισθησία χαρακτηρίζει τη ματιά του συγγραφέα. Αριστοτεχνικά αποδίδει τις λεπτές αποχρώσεις της νοσταλγίας αλλά και της νεύρωσης στην οποία οδηγείται η ηρωίδα του. Εξίσου πειστικά αποδίδεται η Ελένη, μια γυναίκα που έχει σκληρύνει από την ανάγκη επιβίωσης και προσαρμογής, που έχει γίνει μια άλλη γυναίκα από την ανάγκη να γίνει αποδεκτή. Ο Μήτια, με την αριστοκρατική του καταγωγή, τη μόρφωση και την ιδιαίτερη ψυχική ευγένεια, φωτίζει ακόμη πιο έντονα την αδιαφορία και τη σκληρότητα της τοπικής κοινωνίας. Μια κοινωνία που είναι επιφανειακά μόνο εκμοντερνισμένη. Και τέλος, τα παιδιά του χωριού που παρακολουθούν, σχολιάζουν, κατακρίνουν, καταδικάζουν και στο τέλος, μέσα από την καταλυτική «ιστορία του Φιοντόρ», μεταμορφώνονται. Απολαυστική είναι η γλώσσα που διακρίνεται από μουσικότητα, με τη χαρακτηριστική συνήθεια του συγγραφέα να βάζει το ρήμα στο τέλος της πρότασης, εύστοχες παρεμβολές στίχων ρωσικής και ελληνικής ποίησης, και καλοδουλεμένες προτάσεις. Πιάνεις τον εαυτό σου να ξαναδιαβάζει μια φράση για να θαυμάσει τη μαστοριά της. Η αρχιτεκτονική του μυθιστορήματος είναι καλοζυγισμένη, σαν αρχαία δράμα, με πρόλογο, κορύφωση της περιπέτειας και έξοδο. Βραβευμένος με το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας το 1998 και υποψήφιος για το Βραβείο Άντερσεν το 2002, ο Μάνος Κοντολέων είναι ένας καταξιωμένος συγγραφέας με πάνω από 40 μυθιστορήματα και διηγήματα (για παιδιά, εφήβους και ενήλικες) στο ενεργητικό του. Αρκετά έργα του έχουν κυκλοφορήσει και στο εξωτερικό. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα.
Ελένη Σβορώνου