27.12.11

Η ξεριζωμένη καρδιά

...Ίσως ό,τι πιο επικαίρο γι αυτές τις τελευταίες μέρες του '11 και τις πρώτες του '12


Κάποτε, εκείνος που ονόμαζε τον εαυτό του γιο του ανθρώπου, συνάντησε έξω από τη Χεβρώνα ένα μεγάλο καραβάνι με άντρες και γυναικόπαιδα που 'χαν σταματήσει σε μια πηγή με λιγοστό νερό। Τα μωρά έκλαιγαν, καθώς τα στήθη των μανάδων τους είχανε ξεραθεί, τα παιδιά ήταν σκελετωμένα, τα μάτια των αντρών είχαν αδειάσει απ' την απόγνωση. Κι όταν ο γιος του ανθρώπου πήγε να πιει λίγο νερό περνώντας απ' ανάμεσά τους, ούτε ένας δεν του 'δωσε σημασία, μήτε καν έστρεψε κανείς το βλέμμα προς το μέρος του· τότε εκείνος ρώτησε κάποιον γέρο που ξαπόσταινε κοντά στην πηγή, γιατί ξενιτεύτηκαν απ' τον τόπο τους. Ο γέρος άρχισε να του μιλά αργά και κομπιάζοντας: «Αν είχες νιώσει, ξένε, εκείνο το φριχτό μούδιασμα που φέρνει στη ραχοκοκαλιά η πείνα, δεν θα ρωτούσες... Δυο χρονιές τώρα ο Θεός μάς στέρησε το νερό του ουρανού, τα χωράφια μας ξεράθηκαν, τα ζώα μας ψόφησαν από ανεξήγητους πυρετούς, κι όσα άντεξαν τα σφάξαμε, για να χορτάσουμε για λίγο την πείνα μας. Κάποτε άρχισαν να αρρωσταίνουν τα παιδιά κι οι γεροντότεροι σαν και του λόγου μου· κι όποιος αρρώσταινε, σε έναν μήνα το πολύ πέθαινε. Δεν περνούσε μέρα που να μην κλείνουμε κι από έναν τάφο. Έτσι, όσοι απομείναμε πήραμε την απόφαση να φύγουμε από το χωριό μας μήπως και βρούμε άλλον τόπο να ζήσουμε· βαδίζουμε δέκα μέρες μες την έρημο και τρώμε σαύρες της άμμου. Ήδη στο δρόμο χάσαμε εννιά ψυχές· μα κι οι υπόλοιποι πόσο θ' αντέξουμε ακόμη; – ίσαμε να γεμίσει το μισό φεγγάρι θα 'μαστε όλοι μας τροφή για τα κοράκια...» Όταν ο γέρος απόσωσε τη διήγησή του και αδιάφορος για απάντηση, έγειρε εξαντλημένος στο πλάι, προσπαθώντας να ξεγελάσει τον ύπνο, ο γιος του ανθρώπου είπε κοιτώντας στο κενό: «Όσοι πεινάσατε ώς τούτη την ώρα, αύριο θα είστε χορτασμένοι...». Στο άκουσμα αυτών των λόγων ένα παλικαράκι που ξάπλωνε λίγο πιο πέρα, θα 'ταν δεν θα 'ταν δεκαοχτώ χρονών, μισοσηκώθηκε στους αγκώνες του και, ρίχνοντάς του μια απερίγραπτα περιφρονητική ματιά, έφτυσε στο χώμα και του είπε με θυμό: «Λες ψέματα...» Τότε ο γιος του ανθρώπου σηκώθηκε όρθιος και με σταθερή φωνή ζήτησε ένα μαχαίρι και έναν τσίγκινο δίσκο, κι ήτανε τόσο υποβλητικά γαλήνια η μορφή του, ωστόσο σχεδόν αμέσως κάποιος άντρας, που τον κρατούσαν ακόμη κάπως τα πόδια του, πήγε ώς την καρότσα με τα λιγοστά σκεύη και του 'φερε ό,τι ζήτησε. Εκείνος γύμνωσε το στήθος του κι ευθύς έμπηξε δυο μαχαιριές στην ίδια του τη σάρκα σε σχήμα Χι κι έπειτα μπροστά στα έκπληκτα μάτια των πεινασμένων έβαλε το δεξί του χέρι βαθιά μες στην πληγή και, τραβώντας το απότομα, ξερίζωσε την καρδιά του. Κι αφού απόθεσε και την καρδιά και το μαχαίρι στον τσίγκινο δίσκο, πήγε ώς την πηγή και έπλυνε τα χέρια του απ' το αίμα. Οι πεινασμένοι πάλι, βλέποντας ένα κομμάτι σπλάχνου μες στο δίσκο, συγκέντρωσαν και την τελευταία ικμάδα της δύναμής τους, κι έχοντας στα μάτια τους μία λάμψη που δεν θύμιζε τίποτε το ανθρώπινο, όρμησαν στα μουγγά να το φάνε· κι ο καθένας έκοβε ένα κομμάτι της καρδιάς με το μαχαίρι και το έτρωγε ωμό, μα η καρδιά δεν λιγόστευε, έμενε πάντοτε η ίδια, όσα κομμάτια κι αν κόβονταν. Κι έτσι χόρτασε όλο το καραβάνι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, την πείνα τόσων ημερών και η καρδιά ήταν ολόκληρη στον τσίγκινο δίσκο. Τότε αυτοί που πριν από λίγο ήταν πεινασμένοι, με πρόσωπα που 'χαν πάρει και πάλι ανθρώπινη έκφραση, πλησίασαν με βήμα διστακτικό προς εκείνον που καθόταν πλάι στην πηγή, και το παλικάρι, που λίγο πριν τον είχε βρίσει για ψεύτη, προχώρησε και γονάτισε μπροστά του και του είπε με λυγμούς: «Συγχώρεσέ με, κύριε· εσύ είσαι στ' αλήθεια αυτός που είσαι...» Και εκείνος που ονόμαζε τον εαυτό του γιο του ανθρώπου πάλεψε να σηκώσει όρθιο το παλικάρι, άγγιξε με το δάχτυλό του τα χείλη του, το μάγουλό του που ξάναψε από το άγγιγμα. Τότε ένας ψίθυρος γέμισε τον αέρα – κάτι σαν «γκάβλα, γκάβλα, γκάβλα»· το αγόρι δεν ήταν βέβαιο αν μίλησε εκείνος που είχε βγάλει την καρδιά του ή ήταν ένα φτερούγημα του νου, μια ανάσα του ανέμου. Κατόπιν ο ξένος σηκώθηκε όρθιος, πήρε απ' το χώμα ένα μικρό κομμάτι ξεραμένου ξύλου, που ποιος ξέρει πώς είχε βρεθεί εκεί πέρα, και με το δεξί του χέρι το έμπηξε μες στην πληγή του, στη θέση της ξεριζωμένης του καρδιάς. Κι έπειτα έφυγε δίχως να κοιτάξει πίσω...

(Απόσπασμα από "Τα Μελένια Λεμόνια" - Εκδόσεις Τυπωθήτω- του Θανάση Τριαρίδη)

Ο χορός της νύφης
















Τηλέμαχος Κώτσιας

«Ο χορός της νύφης»
Μυθιστόρημα

Εκδόσεις Ψυχογιός, Αθήνα 2011

Ο Τηλέμαχος Κώτσιας με το τελευταίο του μυθιστόρημα επιχειρεί να αποδείξει πως το γεγονός που κάποτε γέννησε έναν θρύλο, μπορεί και σήμερα να επαναληφθεί μόνο που πια δεν θα πρόκειται για κάτι που θα αφορά μια κοινωνική ομάδα, αλλά δυο, το πολύ τρία άτομα. Στην ουσία το μυθιστόρημα στηρίζει λογοτεχνικά τη μετατροπή του συλλογικού σε ατομικό και κατ΄ επέκταση σχολιάζει τις διαφοροποιήσεις που έχουν συντελεστεί στον τρόπο που οι άνθρωποι βιώνουν τη σχέση του ατόμου με τους άλλους.
Ο παλιός θρύλος, που ο συγγραφέας χρησιμοποιεί, μιλά για μια νέα γυναίκα που τη μέρα του γάμου της πεθαίνει πάνω στο γαμήλιο γλέντι και θα είναι ένα κλαρίνο που θα παίξει δίπλα στο αυτί της τον θρήνο του, αυτό που και τελικά θα την αναστήσει.
Όπως κάθε θρύλος έχει την εξήγησή του, που η λαϊκή διάθεση αποφάσισε να καλύψει πίσω από μια ερμηνεία υπερβατική.
Η κεντρική ηρωίδα του μυθιστορήματος, η Βίκυ, όταν θα φτάσει στο μέρος που είχε συμβεί το γεγονός το οποίο μετατράπηκε σε θρύλο, θα μπορέσει να δώσει μια λογική εξήγηση. Αλλά προτού οδηγηθεί σε αυτήν, θα έχει βιώσει η ίδια την προσωπική της υπέρβαση.
Η υπόθεση του μυθιστορήματος εξελίσσεται εκεί γύρω στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90.
Η Βίκυ από την εφηβεία της είχε δείξει τα βασικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς της που και θα καθόριζαν την μετέπειτα ζωή της. Ο έντονος ερωτισμός της αποκτά τις διαστάσεις σύνθεσης της ίδιας της ζωής της. Μέσα από την σεξουαλική έλξη που άλλοτε προκαλεί κι άλλοτε η ίδια υφίσταται, αναζητά επιβεβαίωση για το ποια μπορεί να είναι και ακόμα για το τι ίσως θέλει από τους άλλους.
Με ένα τολμηρό τρόπο πρωτογνωρίζει την ερωτική πράξη, με σαφή προκλητικότητα ερευνά το τι οι άντρες αισθάνονται όταν την βλέπουν και σχεδόν φοιτήτρια ακόμα, θα μπλεχτεί με ένα νερό συμφοιτητή της, θα τον παντρευτεί και θα τον ακολουθήσει σε απόμερο νησί όπου αυτός διορίζεται.
Αλλά για τη Βίκυ η σεξουαλικότητα δεν έχει να κάνει μόνο με τον τρόπο που δυο σώματα συνομιλούν. Έχει, κυρίως, να κάνει με το πως εκείνη η ίδια θα τοποθετήσει τον εαυτό της μπροστά στους άλλους άντρες, αλλά και στις άλλες γυναίκες.
Λογικό είναι πως κάτω από μια τέτοια πίεση, ο όποιος γάμος θα οδηγείτο σε διάλυση και έτσι η Βίκυ θα επιστρέψει στο πατρικό τη σπίτι αποφασισμένη να βρει κάποια στιγμή τον δρόμο της.
Και ο δρόμος της αυτός θα την φέρει σε επαφή με το δεύτερο κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος, τον Θανάση, ελληνικής καταγωγής βαλκάνιο καθηγητή Λαογραφίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας.
Από το σημείο αυτό και μετά, ο Τηλέμαχος Κώτσιας, με ακρίβεια χειρούργου καταγράφει το ερωτικό – σεξουαλικό παιχνίδι ανάμεσα σε μια γυναίκα και σε έναν άντρα. Από τη μια έχουμε το θηλυκό που σχεδόν αγνοεί τη γυναικεία κοινωνική της υπόσταση και με απόλυτη συνειδητοποίηση αναζητά τον κυνηγό του και που όταν τον βρει τον προκαλεί και από την άλλη το αρσενικό που ενώ θέλει να κυνηγήσει, την ίδια ώρα δε ξεχνά πως από αρσενικό της φύσης έχει μετατραπεί σε άντρα της κοινωνίας.
Πίσω από αυτή την διαφορετική τοποθέτηση των δυο κεντρικών προσώπων του έργου, νομίζω πως ο συγγραφέας θέλει να τονίσει το πόσο εν τέλει η νέα κατάσταση πραγμάτων που διέπει τις σχέσεις των δύο φύλων έχει προκαλέσει ανατροπές παραδοσιακών συμπεριφορών και έχει δημιουργήσει περιπλοκές που μπορεί να οδηγήσουν στην αποξένωση και στην αλληλοεξόντωση.
Αλλά η νύφη εκείνου του θρύλου λες και καραδοκεί. Και έλκει με το μυστήριο μιας πράξης της τη γυναίκα του σήμερα που θέλει να διαλευκάνει συνθήκες και συναισθήματα.
Από την απόλυτη σεξουαλική ελευθερία του καλοκαιριού σε κάποιο μικρό νησί του Αιγαίου, στην απόλυτη ένωση δυο σωμάτων κάπου στα απομακρυσμένα χωριά της Ηπείρου.
Ο Θανάσης μπορεί να μην καταφέρνει να ερμηνεύσει το ρόλο του πρωτόγονου κυνηγού, αλλά η παιδεία του νέου άντρα θα αναζητήσει βοήθεια από την παράδοση. Και έτσι θα φέρει το αντικείμενο του πόθου του στο μέρος όπου πριν από εκατό και βάλε χρόνια μια άλλη γυναίκα είχε φτάσει στο θάνατο και από εκεί στη ανάσταση μέσω της απόρριψής και στη συνέχεια της αποδοχής του έρωτα.
Αλλά το παιχνίδι είναι χαμένο.
Γιατί ότι κάποτε συνέβηκε, δεν μπορεί πανομοιότυπα να συμβεί και πάλι.
Η Βίκυ θα επαναλάβει ότι ο θρύλος περιγράφει, αλλά αυτό που θα κερδίσει δεν θα είναι η ελευθερία να επιλέξει το σύντροφο που της ταιριάζει, αλλά η μοναξιά μιας γυναίκας που ξόδεψε την επανάστασή της.
Ο ίδιος ο Θανάσης, πάλι, δεν θα σταθεί ικανός σαν γίνει ήρωας ενός νέου θρύλου. Εγκλωβισμένος στις κοινωνικές συνθήκες, θα προτιμήσει την αξιοπρέπεια της διακοπής του δεσμού.
Μέσα σε αυτόν τον καμβά γεγονότων και τοποθετήσεων, ο Τηλέμαχος Κώτσιας κινείται με αξιοθαύμαστη ευχέρεια. Και μάλιστα αυτήν του την άνεση αφήγησης θα την εξασκήσει σε δυο διαφορετικά συγγραφικά πεδία απαιτήσεων.
Οι σεξουαλικές περιγραφές θα ήταν άδικο να χαρακτηριστούν μόνο με αυτό που εκ πρώτης όψεως φαίνονται να είναι –τολμηρές. Είναι σαφώς κάτι παραπάνω. Είναι η ανάγκη ενός σύγχρονου ανθρώπου να κρατηθεί από ότι αληθινό του έχει απομείνει μέσα σε συνθήκες ζωής που ολοένα και περισσότερο τον απομακρύνουν από τη φυσική του κατάσταση.
Η μέχρι τα όρια της μονομανίας σεξουαλική διάθεση της Βίκυ, εκφράζει μια κραυγή -την κραυγή αγωνίας μιας γυναίκας που δεν ξέρει ποια μπορεί να είναι η φυλετική της ταυτότητα.
Και η ντροπή του Θανάση να εκφράσει δημόσια το πάθος του για μια σεξουαλική και μόνο πράξη, περιγράφει στην ουσία τον ευνουχισμό του αρσενικού μέσα σε μια κοινωνική συνθήκη που παραποιεί τη δική του φυλετική ταυτότητα.
Αυτά όσον αφορά τη μια απαίτηση περιγραφών.
Με την άλλη, ο Κώτσιας αποδεικνύει πως η καταγωγή του δεν είναι μόνο εγγεγραμμένη σε κάποια μητρώα, αλλά στα ίδια του τα κύτταρα.
Η χρήση στοίχων δημοτικών τραγουδιών της Ηπείρου, οι περιγραφές της μουσικής των ηπειρώτικων τραγουδιών , μα και τελικά η ανάθεση σε αυτά να οδηγήσουν στην εξήγηση του θρύλου και να κάνουν την γυναίκα του σήμερα να βιώσει, έστω και πρόσκαιρα, ότι είχε βιώσει η γυναίκα του παρελθόντος, γίνονται με αψεγάδιαστη συγγραφική τεχνική και γνήσιο πάθος.
Κι όλα αυτά με μια γλώσσα λιτή, με φράσεις κοφτές και με περιγραφές που πέφτουν κατευθείαν σε αυτό που θέλουν να περιγράψουν.

20.12.11

Η σιωπή του ξερόχορτου



Σωτήρης Δημητρίου


"η σιωπή του ξερόχορτου"
Νουβέλα


Εκδόσεις Πατάκη



Μπορεί ένα συγγραφέα να τον χαρακτηρίσεις έξυπνο -και τον Σωτήρη Δημητρίου, καθώς διαβάζει κανείς αυτό το τελευταίο του βιβλίο, άνετα τον θεωρεί ως έξυπνο συγγραφέα। Μιας και σε εποχή κρίσης και πτώσης αξιών κοινωνικών, αυτός προτείνει ένα σύστημα λύσης της κρίσης και επαναφοράς των χαμένων αξιών।

Αλλά αν έτσι τον χαρακτηρίσει ο αναγνώστης, θα το έχει κάνει προτού φτάσει στις τελευταίες σελίδες।

Θα μπορούσε ακόμα, ένας άλλος αναγνώστης, να ισχυριστεί πως διάβασε το έργο ενός συγγραφέα που αερολογεί, από την άποψη πως γράφει δίχως καμιά δέσμευση απέναντι σε κάθε είδους λογοτεχνική σύμβαση। Και τούτος εδώ ο αναγνώστης ίσως και να έχει δίκιο... Αλλά γιατί θα πρέπει ένα λογοτεχνικό κείμενο να υπακούει σε φόρμες - διήγημα, νουβέλα, μυθιστόρημα;

Ως ένας αναγνώστης διάβασα κι εγώ τούτο το κείμενο του Δημητρίου। Εκτιμώ τον Σωτήρη, χωρίς να κρύψω όμως πως ποτέ δεν τον θεώρησα ως έναν από τους αγαπημένους μου συγγραφείς και πως υπήρξαν φορές που σκέφτηκα ότι αν τον κρίνει κανείς σύμφωνα με τα έργα του, είναι ίσως ένας πεζογράφος που ακολουθεί τεθλασμένη πορεία।

Αλλά όταν έφτασα (δυο ώρες έκανα να το τελειώσω) στο τέλος της αφήγησης, σκέφτηκα... Ή μάλλον προσπάθησα να φέρω στη μνήμη μου τον Σωτήρη Δημητρίου που τόσα χρόνια ξέρω και μαζί του άλλοτε ελάχιστες, άλλοτε λίγες -ποτέ πάντως πολλές - φράσεις ανταλλάσουμε। Και ξαφνικά κατάλαβα τι ήταν αυτό που κάθε φορά με μαγνήτιζε στην παρουσία του। Ήταν γιατί κι αυτός όπως ένα από τα πρόσωπα αυτού του έργου του, κατοικεί στη χώρα του μέσα και ζει "...όπως τα φέρνει ο καιρός" . Κι ακόμα... "με τη ψυχή του να' χει παγώσει γλυκά στις απαρχές του κόσμου"।

Τελικά ο Σωτήρης Δημητρίου αυτό μας κερνά με τις κατά καιρούς σε τεθλασμένη πορεία συγγραφικές προτάσεις του -ένα πάγωμα γλυκό στις απαρχές του κόσμου।

Να θυμηθώ -όταν σε λίγες μέρες θα τον συναντήσω- να τον ευχαριστήσω γι αυτό το κέρασμα।

16.12.11

Ερωτικές Ιστορίες μιας Παιδικής Ηλικίας




Μάνος Κοντολέων




Ερωτικές Ιστορίες

μιας

Παιδικής Ηλικίας




Διηγήματα



Εκδόσεις Δήγμα









[…] Υπάρχουν δύο βιβλία του Κοντολέων που εγώ τα λογαριάζω για ένα: είναι η «Μαγική Μητέρα» και οι «Ερωτικές Ιστορίες μιας Παιδικής Ηλικίας». Εκδίδονται και τα δύο την ίδια χρονιά (το 1992) ωστόσο από τον ίδιο τον συγγραφέα τους διαφοροποιούνται: το πρώτο χαρακτηρίζεται «βιβλίο για εφήβους», ενώ το δεύτερο «βιβλίο για ενήλικες». Κατά τη γνώμη μου αυτά τα δύο βιβλία καταδεικνύουν πόσο σχετικά και ακαθόριστά είναι τα όρια ανάμεσα στα γραμματολογικά είδη· δείχνουν ακόμη και πόσο αμήχανα αισθάνεται ο ίδιος ο Κοντολέων όταν είναι υποχρεωμένος να το κάνει. Θα σας πω πως θεωρώ τα έντεκα αφηγήματα που συνολικά περιέχονται σε αυτά τα δύο βιβλία πραγματικά διαμάντια του νεοελληνικού πεζού λόγου των τελευταίων δεκαετιών – και κυριολεκτώ. Είναι κείμενα που σχηματίζουν ομόκεντρους κύκλους γύρω από αυτό που ο Κοντολέων θεωρεί καρδιά της παιδικής ηλικίας: την παράφορη διακινδύνευση που προϋποθέτει ο έρωτας και η ζωή. Διαβάζοντας αφηγήματα όπως το «Αίμα για αργότερα», το «Κυπαρίσσι», το «Αφρικάνικο βιολί», η «Μαγική μητέρα», στο νου μου έρχεται μια φράση: ηδονικό σκιάγμα θανάτου. Συχωρείστε μου τον νεολογισμό μα νιώθω πως τούτη η λέξη σκιάγμα, εκφράζει απόλυτα την αναγνωστική μου αίσθηση: μέσα σε μια κατάφωτη παιδική ηλικία ο θάνατος έρχεται πανέμορφος επισκέπτης, έλκει ακαταμάχητα και φοβίζει, μεταμορφώνει τον κόσμο, σημαδεύει το πρόσωπο ως σκιάγμα, τραύμα και δώρο συνάμα.
Θα μείνω για λίγο ακόμη σε αυτά τα δύο βιβλία που νιώθω πως αποτελούν το κλειδί του συγγραφικού έργου του Κοντολέων για να σας μιλήσω για δυο σημεία που πιστεύω πως ο εξόριστος αληθινός χρόνος της παιδικής ηλικίας ξανακερδίζεται οριστικά. Στο «Αφρικάνικο βιολί» τα παιδιά γίνονται κοινωνοί μιας ακραίας και ολέθριας αγάπης: σε ένα παράξενο σπίτι κατοικούν δύο δίδυμα αδέλφια, μια λευκή πανέμορφη κοπέλα («πλασμένη από αλεύρι, γάλα και ζάχαρη») και ο μαύρος αδελφός της που τα βράδια θρηνεί τραγουδώντας τον απαγορευμένο έρωτά του για την ίδια του την αδελφή. Όταν έρθει ένας ξανθός πανέμορφος ταχυδρόμος που φορά μεσαιωνικά δαχτυλίδια στα δάχτυλά του (ίσως ο ίδιος ο θάνατος), η αδελφή θα τυφλωθεί από την όψη του και θα φύγει μαζί του, ενώ ο αδελφός της θα κλειστεί στο σπίτι για να αυτοπυρποληθεί μερικά βράδια αργότερα. Η σκηνή της αυτοπυρπόλησης περιγράφεται μέσα από το όνειρο ενός φίλου του αφηγητή: μέσα στις καθαρτήριες φλόγες τα χέρια και το κεφάλι του άντρα μένουν μαύρα («στο χρώμα της λιωμένης σοκολάτας») μα το υπόλοιπο κορμί του γίνεται από αλεύρι, γάλα και ζάχαρη, σαν το σώμα της αδελφής του. Τούτη η μεταμόρφωση γίνεται ορίζεται από την λαχτάρα των παιδιών, συντελείται πρωτίστως στο όνειρό τους, μέσα τους, ενδεχομένως μόνο εκεί...
Στο «Αίμα για αργότερα» η παρέα των αγοριών φυλάγει στις τσέπες τα βατόμουρα (το «αίμα») για αργότερα. Για δυο συνεχόμενες μέρες, όταν μπαίνουν στην θάλασσα βλέπουν μια παράξενη εικόνα, κάτι σαν όνειρο: ένα αλλόκοτο αγόρι, πανέμορφο, ντυμένο με ένα μαύρο πανί (άραγε άγγελος ή μήπως και πάλι ο θάνατος;). Την τρίτη μέρα τους περιμένει ολόγυμνος πάνω στον βράχο - το σώμα του «μια λευκή σπαθιά πάνω στο μαύρο της πέτρας». Ο παράξενος επισκέπτης πλησιάζει τα αγόρια, τα αγκαλιάζει και ενώνεται μαζί τους’ τα αγόρια γυρεύουν με το στόμα κάτι από την σάρκα του’ θηλάζουν μια στάλα από το αίμα του. Την ίδια ώρα η τρελή γριά Σαρακίνα μπαίνει μέσα στο νερό και χάνεται για πάντα... Η σεξουαλική ένωση, η θυσία και ο θάνατος σμίγουν στον ίδιο χρόνο στην ίδια ακροθαλασσιά μέσα σε μια αιώνια παιδική ηλικία.
Σας έφερα τα δύο αυτά παραδείγματα για να σας πω πως για τον Μάνο Κοντολέων η παιδική ηλικία είναι ο τρόπος αντίληψης του κόσμου· ή ένα φίλτρο που μεταμορφώνει τον κόσμο, διαστέλλει τον χρόνο, καταργεί την ύλη και δοξάζει την μάταιη αιωνιότητα των ανθρώπινων αινιγμάτων. Σε όσα έχει γράψει μέχρι τώρα ο Κοντολέων (και έχω την αίσθηση πως και σε όσα γράψει στην συνέχεια) νιώθω πως δεν θα εγκαταλείψει την παιδική ηλικία ως αφετηρία της φαντασίας του και ως κατάληξη του στοχασμού του. Ως πρόταση ζωής και ως εμπειρία υποδοχής του θανάτου.
Θανάσης Τριαρίδης



Μετά από 32 χρόνια συγγραφικής παρουσίας και ανάμεσα σε 63 βιβλία που καλύπτουν ένα ευρύτατο ειδολογικό φάσμα –μυθιστορήματα και διηγήματα τόσο για ενήλικες, όσο και για εφήβους και παιδιά, θεατρικά, παραμύθια και δοκίμια- δεν είναι μόνο δύσκολο, αλλά και επιπόλαιο να θελήσω να επιλέξω εκείνο το βιβλίο μου που θα μπορεί να θεωρηθεί ως επιτομή όλου του έργου μου.
Εκείνο που έχω πια δικαίωμα να ισχυριστώ είναι πως το κεντρικό στοιχείο της συγγραφικής μου persona είναι η ανάγκη να κυκλοφορώ ανάμεσα σε αναγνώστες διαφορετικών ηλικιών και να επικοινωνώ μαζί τους.
Από τις διάφορες ηλικιακές φάσεις του ανθρώπου ως οι πλέον ενδιαφέρουσες, κατά τη γνώμη μου, μπορεί να θεωρηθούν εκείνες που είναι στις αρχές του βίου και αυτή που βρίσκεται προς το τέλος του. Με άλλα λόγια το παιδί και ο έφηβος από τη μια, ο ηλικιωμένος από την άλλη.
Οι συγγραφείς –τουλάχιστον αυτοί του δικού μου ταπεραμέντου- γράφουν για θέματα που θεωρούν ως κομβικά σχετικά με την ανάπτυξη της προσωπικότητας των ηρώων τους. Προσωπικά ένα τέτοιο κομβικό στοιχείο θεωρώ πως είναι η παιδική και εφηβική ηλικία, ενώ μέχρι σήμερα δεν έχω τολμήσει να δω λογοτεχνικά το γήρας και τις όποιες ανασφάλειες ή διεξόδους του.
Να γιατί ένα τόσο μεγάλο μέρος του έργου μου εντάσσεται σε ότι ονομάζουμε λογοτεχνία για παιδιά και νέους.
Όταν γράφω για αναγνώστες μικρών και νεαρών ηλικιών, κάπου στην άκρη της έμπνευσής μου υπάρχει η ανάγκη να πείσω και τους ενήλικους πιθανούς αναγνώστες αυτών των έργων μου, πως αν και ενήλικες οι ίδιοι πια, ότι έχει να κάνει με τις έννοιες παιδικότητα και εφηβικότητα, δεν πρέπει μήτε και μπορεί να έχει πάψει και να τους απασχολεί και να τους ενεργοποιεί.
Η ματιά ενός παιδιού και ενός εφήβου δεν είναι μόνο τρόποι με τους οποίους ο νέος άνθρωπος προσπαθεί να κατανοήσει τον κόσμο και να ενταχθεί σε αυτόν, αλλά και οδοί (επα)ανάγνωσης της ζωής από τον κάθε ενήλικο.
Να, λοιπόν, γιατί μπορώ να ισχυριστώ πως ένα από τα πλέον ολιγοσέλιδα βιβλία μου, ίσως να είναι εκείνο που περισσότερο από πολλά άλλα εκφράζει το συγγραφικό μου στίγμα.
Αναφέρομαι, βεβαίως, στη συλλογή διηγημάτων «Ερωτικές Ιστορίες μιας Παιδικής Ηλικίας».
Εδώ ο έρωτας παρουσιάζεται μέσα από τα μάτια παιδιών και πρώιμων εφήβων και έτσι μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως και τα επτά κείμενα στην ουσία ερμηνεύουν τους ανεκπλήρωτους ερωτικούς πόθους των ενηλίκων. Γιατί αυτό που μέσα στα μάτια ενός νέου ανθρώπου πήρε μια μαγική διάσταση, στη ζωή ενός ώριμου άντρα ή γυναίκας άλλοτε γίνεται εφιάλτης κι άλλοτε απαγορευμένο όνειρο –και στις δυο περιπτώσεις καθορίζει την ίδια τη ζωή.
Η συλλογή αυτή κυκλοφόρησε για πρώτη φορά τον Οκτώβριο του 1992 και αφού γνώρισε άλλες τρεις ανατυπώσεις στα τελευταία χρόνια του 20ου αιώνα, τώρα αναζητά ξανά την προσέγγιση της από το αναγνωστικό κοινό του 21ου.
Τόσο η απόφαση για μια νέα έκδοση αυτών των διηγημάτων μου, όσο και η επιλογή του συγκεκριμένου εκδοτικού οίκου, έγιναν με απόλυτη συνείδηση και έχουν την σημειολογική δυναμική τους.
Η νέα κυκλοφορία θέλει να τονίσει πως εγώ ως συγγραφέας όχι απλώς διεκδικώ, αλλά και επιβάλω ένα προφίλ που όσο κι αν οι νόμοι της αγοράς θέλουν να το περιορίσουν, αυτό αδιαφορεί και τονίζει πως οι κατηγοριοποιήσεις του τύπου «συγγραφέας για παιδιά» κλπ είναι αναξιοπρεπείς και εν τέλει ανιστόρητες. Ο κάθε αναγνώστης είναι μια ολοκληρωμένη μα και συνεχώς εξελισσόμενη οντότητα και το κάθε κείμενο αξίζει να προσπαθεί να έχει τις δυνάμεις ώστε να παρακολουθεί αυτές τις εσωτερικές εξελίξεις του αναγνώστη του.
Η απόφασή μου να δω τις «Ερωτικές Ιστορίες μιας Παιδικής Ηλικίας» να κυκλοφορούν τώρα από τις Εκδόσεις Δήγμα, έχει να κάνει με την ξαφνική παρόρμησή μου να δω κείμενα μου που φωτίζουν κάπως ανορθόδοξα την παιδικότητα, να φιλοξενούνται από ένα εκδοτικό οίκο που με επίσης με ανορθόδοξο τρόπο αναζητά τη θέση του στο εκδοτικό μας γίγνεσθαι.
Μα και υπάρχει ένας ακόμα λόγος –ο Θανάσης Τριαρίδης. Αυτός νέος άνθρωπος που είχα την τύχει να βρεθεί στο δρόμο μου και έτσι να μπορώ εγώ, ο ευρισκόμενος στο κατώφλι των τελευταίων δεκαετιών μιας ζωής, να ενεργοποιούμαι από διαχρονικές και γι αυτό απόλυτα σύγχρονες όσο και νεανικές ιδέες.
Οι «Ερωτικές Ιστορίες μιας Παιδικής Ηλικίας» ήταν και εξακολουθούν να είναι αφιερωμένες στη γυναίκα που
…αυτά που ξέρω του έρωτα
τα έχω μάθει από εκείνη.
Γραφτήκανε και πρωτοκυκλοφόρησαν προτού ο Θανάσης Τριαρίδης εισβάλλει στη ζωή μου. Μα έχω σαφείς υπόνοιες πως αυτός είχε διαβάσει τα διηγήματα προτού συναντηθούμε. Και πως, με τον τόσο εσωτερικό και πολυδύναμο τρόπο της λογοτεχνίας, επηρέασαν και τη δική του συγγραφική ταυτότητα.
Άρα, κατά μία έννοια, η νέα αυτή έκδοση θα μπορούσε και σε αυτόν να ήταν αφιερωμένη.

Μάνος Κοντολέων