8.10.12

«Δε με λένε Ρεγγίνα, Άλεχ με λένε» - το mal aime μυθιστόρημα μου


Από το 1979 που κυκλοφόρησαν τα πρώτα μου βιβλία μέχρι σήμερα, έχουν περάσει 33 χρόνια κι εγώ έχω δει πάνω από 60 έργα μου να εκδίδονται.

Παραμύθια, διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά.

Άλλα για παιδιά, άλλα για νέους, άλλα για ενήλικες.

Πιστεύω πως ο κάθε συγγραφέας, ασχέτως αν έχει γράψει λίγα ή πολλά βιβλία, στην ουσία ένα μόνο θέμα συνεχώς τον απασχολεί. Λες και μόνο για ένα θέμα γράφει.

Αυτό είναι κάπως δύσκολο να το κατανοήσει ένας μέσος αναγνώστης. Και είναι ακόμα πιο δύσκολο να το δει και ένας πλέον εξειδικευμένος μελετητής της λογοτεχνίας, αν μένει στην επιφάνεια όσων κάθε φορά ένας συγγραφέας εξιστορεί και δεν προσπαθεί να βρει τον μικρό, συχνά πολύ καλά κρυμμένο πυρήνα του κάθε έργου.

Αλλά ας μην επεκταθώ σε θέματα θεωρητικά.

Μένω σε δικές μου εμπειρίες και μόνο.

Αν κοιτάξω με τάση εμβάθυνσης τα παιδικά μου βιβλία θα διαπιστώσω πως η βασική εμμονή μου που πυροδότησε την ύπαρξή τους ήταν η έννοια της ταυτότητας.

Αν στραφώ στα έργα μου που απευθύνονται σε ενήλικες, θα πρέπει να ομολογήσω πως το ερωτικό στοιχείο ως τρόπος έκφρασης του ανθρώπου υπήρξε η γενεσιουργός αφορμή να γραφούνε.

Αλλά στα μυθιστορήματά μου για νέους, η συγγραφική διάθεσή μου δεν είναι μία και μόνη. Μα δύο.

Μέσα στη δεκαετία του 1990 έγραψα τρία μυθιστορήματα για εφήβους –«Γεύση Πικραμύγδαλου», «Μάσκα στο Φεγγάρι», «Ροκ Ρεφρέν».

Τρία εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους έργα που όμως μπορώ εγώ να διαβεβαιώσω πως αυτό το κοινό που τα διαπερνά και τα έκανε να γεννηθούνε είναι η προσπάθεια του νέου ανθρώπου να εντάξει τον εαυτό του σε μια ομάδα –οικογένεια, φίλους, συναδέλφους. Να κοινωνικοποιηθεί, με άλλα λόγια.

Μέσα στα επόμενα χρόνια –από το 2000 έως σήμερα- έγραψα άλλα τρία νεανικά μυθιστορήματα –«Μια ιστορία του Φιοντόρ», «Ανίσχυρος άγγελος», «Δε με λένε Ρεγγίνα, Άλεχ με λένε»

Αν τα τρία της δεκαετίας του 90 ήταν πολυσέλιδα, αυτά είναι σαφώς ολιγοσέλιδα.

Και κάτι τέτοιο δεν θα είχε ίσως τόση σημασία αν δεν φώτιζε ακόμα πιο έντονα την μετατόπιση από την κοινωνικοποίηση στην πολιτικοποίηση.

Με ωριμότητα συγγραφική ή με ανθρώπινο θυμό, άφησα τις σύνθετες συνθέσεις και προσπάθησα να γράψω ιστορίες που μόνο με μια πολιτική ματιά μπορούν να ερμηνευθούνε.

Στο πρώτο –«Μια ιστορία του Φιοντόρ»- ασχολήθηκα με την οικονομική μετανάστευση… Προσφυγιά, πιο σωστά.

Στο δεύτερο – «Ανίσχυρος άγγελος»- στάθηκα στην ανακάλυψη της έννοιας της ευθύνης, που η ανάληψή της θα μετατρέψει τον νέο άνθρωπο από εγωκεντρικό ον σε υπεύθυνο πολίτη.

Και τα δυο αυτά έργα διακρίθηκαν. Βραβεύτηκαν και συζητήθηκαν. Σχολιάστηκαν.

Δεν έμελλε να συμβεί (προς το παρόν, τουλάχιστον;) κάτι παρόμοιο και με το τρίτο.

Το «Δε με λένε Ρεγγίνα, Άλεχ με λένε» ασχολείται με την σεξουαλική εκμετάλλευση των νέων και τοποθετεί αυτήν την κατάσταση τόσο σε ανελεύθερα καθεστώτα όσο και δημοκρατικά. Ακριβώς γιατί στο ζήτημα αυτό φαίνεται ξεκάθαρα πόσο και η δημοκρατία στην εποχή μας έχει εξασθενήσει και έχει εξαναγκασθεί να απαρνηθεί αρχές και αντιστάσεις της.

Με ένα περίεργο τρόπο, για κάποιους ανεξήγητους λόγους, το μυθιστόρημα αυτό δεν φαίνεται να θέλουν οι αναγνώστες να το αγαπήσουν.

Γιατί όμως με ξαφνιάζει μια τέτοια αντιμετώπιση;

Ξέρω πως αυτή η σιωπηλή αντιμετώπισή του δεν έχει να κάνει με τον τρόπο που το έγραψα.

Κάτι άλλο έχει συμβεί. Κάθε τι που έχει να κάνει με την υπόγεια, την βρώμικη έκφραση της σύνδεσης σεξουαλικότητάς και νέων, ως άτομα αλλά και ως κοινωνική ομάδα δε θέλουμε να το προσεγγίσουμε περισσότερο από μια καταγγελτική είδηση.

Η όποια ανάλυσή του μας κάνει να αισθανθούμε συνυπεύθυνοι περισσότερο από ότι επιτρέπουμε στους εαυτούς μας να επωμιστούν.

Οι βρώμικες νύχτες στις πλατείες δεν μας αφορούν.

Τα πλάσματα που ένα σύστημα τα μετατρέπει σε εμπορεύματα δεν είναι άτομα που έχουν να κάνουν με τη δική μας ζωή, με τους δικούς μας ανθρώπους.

Κι άλλοτε μου έτυχε να δω να κυκλοφορούν έργα μου που το κοινό δεν ήταν έτοιμο να τα αποδεχτεί κι έπρεπε τόσο εκείνα όσο κι εγώ ο ίδιος να περιμένουμε να φτάσει μια πιο ώριμη στιγμή συνειδητοποίησης εκ μέρους των αναγνωστών όσων περιγράφονταν στα έργα αυτά ή όπως περιγράφονταν (κάποιες φορές και η φόρμα αφήγησης μπορεί να μην γίνεται αποδεχτή από την εποχή όπου πρωτοπαρουσιάζεται).

Με το «Δε με λένε Ρεγγίνα, Άλεχ με λένε» δεν πιστεύω πως κάτι παρόμοιο θα επαναληφθεί.

Η φόρμα του είναι απλή και περιγραφή των γεγονότων τόσο διακριτική που περισσότερη διακριτικότητα αν είχε θα έπαυε να είναι τραγική και θα γινότανε ψεύτικη.

Όχι – τούτο το μυθιστόρημα δεν θα αγαπηθεί.

Όπως δεν αγαπιέται ποτέ η αμαρτία μας. Ακόμα περισσότερο –ότι ξεσκεπάζει την κοινωνική μας υποκρισία και την πολιτική μας ανυποληψία.