25.10.12

Το ρόδο της Κυζίκου

Το ρόδο της Κυζίκου

Του Σταμάτη Τσαρουχά
Εκδ. Ανάπλους


«… Μια ιστορία, που μαζί με τις χιλιάδες των άλλων ανωνύμων Ελλήνων, συνθέτουν την Ιστορία αυτής της Χώρας. Την Ιστορία μας που δεν πρέπει να λησμονούμε»
Αυτές είναι οι τελευταίες φράσεις του βιβλίου ‘Το ρόδο της Κυζίκου’ του Σταμάτη Τσαρουχά.
Κι εγώ τις διάβασα ένα βράδυ του περασμένου Αυγούστου… Βράδυ μιας μέρας καύσωνα κι εγώ είχα καταφέρει να ανακαλύψω λίγη δροσιά καθώς καθόμουνα στη σεζ λονγκ μέσα στην αυλή του σπιτιού μου στο Πήλιο.
Πήγα να κλείσω το βιβλίο με συναισθήματα έντονης νοσταλγίας –πολλά από αυτά που διάβασα αγγίζανε και δικές μου εμπειρίες. Παιδί σμυρνιών είμαι.
Έκλεινα το βιβλίο αλλά πάντα κάτι μέσα μου υπήρχε που με έκανε άβολα να αισθάνομαι. Κι όμως μου άρεσε. Τις τρεις μέρες που κράτησε η ανάγνωσή του, έψαχνα να βρω το χρόνο για να το συνεχίσω. Τα κεντρικά πρόσωπα της ιστορίας που ο συγγραφέας μου είχε αφηγηθεί, μου ήταν πλέον οικεία… Είχαν το καθένα και το όνομά του….
Μα αυτό ακριβώς ήταν! Ναι, αυτό ήταν που με είχε κάνει να αισθάνομαι κάπως άβολα. Τα πρόσωπα είχαν όνομα –κάθε άνθρωπος έχει ένα όνομα. Χιλιάδες άνθρωποι, μα ο καθένας καταγράφεται ως μοναδική οντότητα μέσα από το όνομά του. Πώς, λοιπόν, να δεχτώ αυτό το ‘ανωνύμων Ελλήνων’;
Καταλάβαινα, καταλαβαίνω τι εννοεί ο συγγραφέας. Αναφέρεται σε εκείνους που περάσανε χωρίς να εγγραφούνε με το όνομά τους στα κιτάπια της Ιστορίας. Αλλά…
Αλλά εγώ άφησα το σώμα μου να ξαπλώσει στη σεζ λονγ και ανατρίχιασα από το αγκάλιασμά της. Ήταν της γιαγιάς μου της Ασημίνας η καρέκλα.
Από τα προσφυγικά του Βύρωνα τώρα σε μια αυλή σπιτιού στο Πήλιο.
Και στην κρεβατοκάμαρα του ίδιου ατού σπιτιού, έχω την δική της τη ντουλάπα. Κι όταν τη μεταφέραμε από την αποθήκη της Αθήνας και για τις ανάγκες της μετακίνησής της την έλυσε ο ανεψιός μου, «Θείε, έλα να δεις τι γράφει στο εσωτερικό!» με φώναξε και εγώ με συγκίνηση διάβασα -με μελανί μολύβι πάνω στο ξύλο τα γράμματα της γιαγιάς μου «Απρίλιος του 1924 –Πήρα τη νέα μου ντουλάπα»
Λοιπόν, συμφωνώ με τον Σταμάτη Τσαρουχά – απλώς αλλάζω μια λέξη στις φράση του.
«… Μια ιστορία, που μαζί με τις χιλιάδες των άλλων απλών Ελλήνων, συνθέτουν την Ιστορία αυτής της Χώρας»
Και ασφαλώς αυτή είναι η Ιστορία μας που δεν πρέπει να λησμονούμε.
Η σεζ λονκ και η ντουλάπα της γιαγιάς μου.
Το φυλακτό του παππού στο Φροσί.
Ο καφενές τα χρόνια του Μεταξά.
Ένα σύνθημα γραμμένο σε τοίχο από χέρι εφηβικό.
Το όραμα κάποιων κοριτσιών που έφερε ευημερία σε μια πολιτεία.
Η βόλτα στο παραλιακό δρόμο και το πρώτο ερωτικό κάλεσμα να φωλιάζει στις βλεφαρίδες.
Γι αυτά μας μιλά το βιβλίο τούτο. Μαζί με κι άλλα –πιο τραγικά γεγονότα. Λευκές πορείες, Θανάτους από πείνα και στερήσεις. Αγώνες να στεριώσει μια νέα πατρίδα. Κι ακόμα πάθη περισσότερο προσωπικά, σχέσεις γονιών με παιδιά, αδελφών, συζύγων…
Αυτός ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας –νομίζω πως τούτος είναι ο πιο σημαντικός στοίχος του Ελύτη.
Αλλά ας δούμε κάπως περισσότερο κοντά τούτο το έργο.
Και βεβαια, ας θυμηθούμε, πως το συγκεκριμένο βιβλίο είναι η πρώτη λογοτεχνική προσπάθεια ενός σκηνοθέτη.
Μυθιστόρημα, λοιπόν; Ή μήπως μαρτυρία -κάτι σαν χρονικό, ας πούμε;
Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί πως είναι μυθιστόρημα. Άλλωστε στο τέλος ο συγγραφέας μας φανερώνει πως έχει επέμβει στις ζωές των ανθρώπων που απετέλεσαν την πρώτη ύλη του. Η κεντρική ηρωίδα –και σε ένα μεγάλο μέρος του βιβλίου και αφηγήτρια- έζησε περισσότερα χρόνια από τη μητέρα του κ. Τσαρουχά που η ζωή της υπήρξε η αφορμή να γραφτεί το βιβλίο.
Αλλά ένας άλλο πάλι θα απαντούσε πως όχι δεν είναι μυθιστόρημα μιας και ακολουθεί τα γεγονότα των ανθρώπων που στηρίζουν τη δράση, χωρίς να τα ερμηνεύει. Απλώς τα παραθέτει.
Άρα ανήκει στην κατηγορία της μαρτυρίας ή του χρονικού.
Προσωπικά θεωρώ πως η επιλογή του συγγραφέα ήταν να ακολουθήσει μια μεικτή τακτική. Μένει με τη διάθεση να καταγράψει, αλλά τα πρόσωπα σε πολλές σελίδες ξεφεύγουν από τον έλεγχο των ερευνών και αναμνήσεών του και μιλάνε με τη δική τους μυθιστορηματική οντότητα.
Οι σελίδες 98 έως 104, για παράδειγμα, όπου περιγράφεται το περιστατικό με το φονικό του Ιορδάνη και της γυναίκας του της Σουλτάνας , ξεφεύγουν από τα όρια μιας μαρτυρίας και διεκδικούν με απόλυτη ευστοχία την ένταξή τους σε άρτια μυθιστορηματική έκφραση.
Άλλοτε πάλι, για παράδειγμα στις σελίδες όπου περιγράφεται η περιπέτεια του Γιάννη, πατέρα του συγγραφέα, στη θάλασσα, οι πληροφορίες οι σχετικές με το ψάρεμα έχουν την τάση να ενταχθούν στη κατηγορία της μαρτυρίας. Ενώ όταν περιγράφεται το στήσιμο του νέου οικισμού, κάλλιστα μπορεί να ισχυριστεί κάποιος ότι έχουμε νε κάνουμε με ένα χρονικό.
Μεικτό, λοιπόν το είδος στο οποίο υλοποιήθηκε το έργο.
Αλλά έτσι αποκτά ένα δικό του ενδιαφέρον. Από τη μια συγκινεί και από την άλλη πληροφορεί.
Και η πιο καλή γνώση μεταφέρεται μέσω συναισθημάτων.
Όπως και να είναι το ιστορικό λογοτεχνικό έργο είναι απεικόνιση της ζωής των ατόμων –και μεμονωμένα και ομαδικά- κατά μία συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Εκείνο που το διαφοροποιεί από την όποια άλλη ιστορικής υφής συγγραφή είναι το ανθρωποκεντρικό του στοιχείο.
Κι εδώ, στο Ρόδο της Κυζίκου, το ανθρωποκεντρικό στοιχεία πρωταγωνιστεί. Οι ήρωες του που φωτίζουν με τα πάθη τους τα αποτελέσματα πολιτικών αποφάσεων. Λένε πως η εποχή στην οποία θα αναφέρεται ένα ιστορικό μυθιστόρημα, θα πρέπει να απέχει τουλάχιστον πενήντα χρόνια από τότε που το συνέγραψε ο δημιουργός του.
Δε συμφωνώ με την άποψη αυτή. Τις αποστάσεις καλό θα είναι να τις κρατά η επιστημονική έρευνα. Η λογοτεχνία θέλει προσεγγίσεις και αναλύσεις εν βρασμώ –με πάθος, ίσως ακόμα και με μεροληψία.
Ο Σταμάτης Τσαρουχάς προσπαθεί να μη μεροληπτεί.
Κάποια στιγμή η αφηγήτρια αναφέρεται και στις αγριότητες του ελληνικού στρατού.
Ενώ στη σελίδα 227 η ίδια πάλι σχολιάζει καθώς έχει αρχίσει ο ελληνοϊταλικός πόλεμος
«Τότε σκέφτηκα πόσο άδικο είναι να χάνονται τόσα νέα παιδιά στο άνθος της νιότης τους κι είπα ότι είναι σωστό να υπερασπιζόμαστε την πατρίδα, όταν αυτή κινδυνεύει κι αν χρειαστεί να θυσιαζόμαστε για αυτήν, αλλά να μην παρασυρόμαστε μόνο από το συναίσθημα της νίκης που μας μεθά, μα να λογαριάζουμε ότι σε κάθε νίκη υπάρχουν και θύματα και θρήνοι κι από τις δυο πλευρές»
Μου αρέσει να ψάχνω τις αιτίες και τους λόγους που ένας συγγραφέας αποφασίζει να ασχοληθεί με ένα συγκεκριμένο θέμα και να το μετατρέψει σε μυθιστορία, να ζωντανέψει με λέξεις ανθρώπινα πάθη και όνειρα.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση όμως δεν χρειάστηκε να ψάξω.
Ο συγγραφέας από τη εισαγωγή είχε φανερώσει τις προθέσεις του –« Το συγκεκριμένο πόνημα σε καμιά περίπτωση δεν αποτελεί επιστροφή σε παρελθοντολογικές λογικές. Κουβαλώντας όμως επί χρόνια αυτήν την ‘προίκα’, θεώρησα χρέος να τη φέρω στο φως, αποδίδοντας μ’ αυτόν τον τρόπο ένα μικρό φόρο τιμής σ΄ όλες τις ανώνυμες τυραγνισμένες ελληνικές ψυχές»
Αλλά η εκδότρια του βιβλίου, προσθέτει ένα ακόμα λόγο για την ανάγκη όχι πια της συγγραφής και μόνο, μα και της έκδοσης του πονήματος.
Σημειώνει, λοιπόν, στο δικό της προλογικό σημείωμα – «Η συναισθηματική φόρτιση ενός σημερινού μετανάστη ή πρόσφυγα από οποιαδήποτε χώρα σε μια άλλη είναι η προβολή της αλήθειας του παρελθόντος που έτσι γίνεται διαχρονική»
Ακριβώς έτσι είναι.
Πάντα –δυστυχώς ή ευτυχώς, αδιάφορο για την Ιστορία- θα υπάρχουν γυναίκες που θα σημειώνουν τη χρονολογία που απέκτησαν μια νέα ντουλάπα στο νέο τόπο που τις έριξε ο άνεμος της Ιστορίας.
Και είναι τόσο αισιόδοξο, κάτι ακόμα πιο σημαντικό –τόσο ανθρώπινο!- να διαβάζεις την προίκα που η μάνα κάποιου του άφησε, χωμένος σε πολυθρόνα που σου κληρονόμησε η δικιά σου η γιαγιά.

(το κείμενο διαβάστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου στην Αθήνα -24/10/2012)