15.7.13

Η γεύση της ερήμου


Ιφιγένεια Θεοδώρου
"Η γεύση της ερήμου"
Εκδόσεις Πατάκη

Η Ιφιγένεια Θεοδώρου είναι πεζογράφος.  Τούτο το μυθιστόρημα είναι το τέταρτο έργο της. Και το τρίτο της μυθιστόρημα. Η πρώτη της εμφάνιση είχε γίνει το 1997 με μια συλλογή διηγημάτων.
Μέσα σε δεκαπέντε χρόνια, λοιπόν, τέσσερα βιβλία.
Για τα συγγραφικά δεδομένα της εποχής μας, μάλλον λίγα. Αλλά δεν είμαι από αυτός που συνδέουν ποιότητα και ποσότητα. Έχω διαβάσει συγγραφείς που τους θεώρησα πολύ καλούς κι όμως είχαν γράψει και πολλά έργα, όπως επίσης και άλλους που επίσης μου κέρδισαν την εμπιστοσύνη με τα λίγα βιβλία τους.
Το συγγραφικό ήθος σε κάθε περίπτωση έχει μια πολύ προσωπική πορεία.
Αλλά στη περίπτωση της Ιφιγένειας Θεοδώρου μάλλον και δε μπορούσε να γινότανε διαφορετικά.
Η ίδια πολύ συχνά δηλώνει πως τα μέρη που πάει να ζήσει δεν τα επιλέγει η ίδια, μα προέρχονται από τις εργασιακές συνθήκες του συντρόφου της. Αλλά αν δεν έχεις με τα δικά σου μέτρα και σταθμά επιλέξει το που θα ζήσεις, τότε υπάρχει ο κίνδυνος ο τόπος που αναγκάστηκες να ζεις να σου γίνει στη χειρότερη περίπτωση θηλιά, στην καλύτερη να σε κάνει να περνάς με τρόπο ουδέτερο τις μέρες σου.
Μα αν είσαι άνθρωπος που θες να εκφραστείς με τη συγγραφή, αν η λογοτεχνία είναι ο δικός σου δρόμος για να κατανοήσεις τους άλλους και να ζητήσεις από εκείνους εσένα να προσέξουν, τότε μήτε τη θηλιά μπορείς να αποδεχτείς μήτε την πλήξη.
Και έτσι –να ο δρόμος που ακολούθησε η Ιφιγένεια Θεοδώρου- αποφασίζεις να χωθείς όσο πιο βαθιά γίνεται μέσα στον τόπο που βρέθηκε σαν ζεις, να τον κατανοήσεις και να τον μετατρέψεις παράλληλα σε σκηνικό όπου τα δικά σου όνειρα και συγγραφικά οράματα θα σαρκώνονται.
Δεν έχω διαβάσει τα προηγούμενα έργα της συγγραφέα για την οποία σήμερα ομιλώ. Το μυθιστόρημα «Η γεύση της ερήμου» ήταν η πρώτη μου γνωριμία μαζί της.
Και δε σας κρύβω πως πήγα στο αναγνωστικό μου ραντεβού με πολλές προσδοκίες –ένα από τα προηγούμενα έργα της είχε ιδιαιτέρως επαινεθεί από την κριτική και ήταν υποψήφιο για σοβαρό λογοτεχνικό βραβείο.
Ξεκίνησα, λοιπόν, την ανάγνωση με απαιτήσεις.
Πριν ανοίξει ακόμα τα μάτια, έρχεται στ΄ αυτιά της το ξένο άκουσμα. Μακρόσυρτη, βραχνή, όλο παράπονο η φωνή του μουεζίνη χαϊδεύεται πάνω στο μισάνοιχτο τζάμι, παραμερίζει την κουρτίνα και στρώνεται στα σεντόνια της. Ξύπνημα και νανούρισμα μαζί. Την τραβάει από τον πρωινό ύπνο και την ίδια στιγμή τη σπρώχνει να ξαναβρεί τον μίτο του ονείρου της.
Οι πρώτες αράδες αμέσως σε κερδίζουν. Και αμέσως σε φέρνουν μέσα στο κλίμα που θα κυριαρχήσει και στις 477 σελίδες. Ηδυπάθεια, ερωτισμός, όνειρο και εφιάλτες. Με μια λέξη –Ανατολή.
Λοιπόν, ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Από τον πρωταγωνιστή… Την πρωταγωνίστρια πιο σωστά. Την Συρία. Μάλιστα αυτή η χώρα πρωταγωνιστεί σε όλο το έργο. Η Συρία των πόλεων και της ερήμου. Η Συρία του παρόντος και του παρελθόντος. Η Συρία η τόσο κοντινή μας κι όμως και τόσο μακρινή μας. Η Συρία των παθών και των πόθων.
Η Συρία, λοιπόν είναι ο τόπος που η Ιφιγένεια Θεοδώρου βρέθηκε να ζει για μερικά χρόνια και με πάθος ζωής αποφάσισε να την αγαπήσει και να την γνωρίσει.
Μα η Θεοδώρου είναι πεζογράφος. Δεν θέλησε να γράψει ένα ταξιδιωτικό και μόνο χρονικό (που εν τέλει και αυτό έγραψε). Θέλησε να γράψει μυθιστόρημα. Πράγμα που σημαίνει πως αναζήτησε πρόσωπα για να ζήσουν όσα εκείνη είχε παρατηρήσει. Πρόσωπα που δεν ξέρω πόσο κάποια από αυτά στηρίχτηκαν σε υπαρκτούς ανθρώπους, αλλά ως αναγνώστης πολλές φορές αναρωτήθηκα αν έτυχε μερικά από αυτά να συναντήσω στις παράλληλες πορείες σε αθηναϊκά στέκια των προηγούμενων χρόνων.
Μα πέρα από τα αθηναϊκά στέκια που ήδη γνώριζα λίγο ή πολύ, επίσης έμαθα –σχεδόν έζησα- γωνιές της Δαμασκού και της Παλμύρας, νύχτες στην έρημο και συναντήσεις σε παραδοσιακά καφενεία των τόπων εκείνων.
Μαζί με τα στέκια και τα ξενοδοχεία, μαζί με τους δρόμους των πόλεων και τις οάσεις των ερήμων, γνώρισα –όπως και ο κάθε αναγνώστης θα γνωρίσει- τις ζωές ανθρώπων που έρχονται άλλοι από τη Συρία και άλλοι από την Ελλάδα.  Άνθρωποι τριών στην ουσία γενιών που καθώς η καθημερινότητά του ενός περνά από την καθημερινότητα των άλλων, καθώς οι σχέσεις τους άλλοτε ισχυροποιούνται έως πάθους και άλλοτε εξασθενούν ως μαραμένα άνθη, αφήνουν να φανεί το πόσο σημαντικό ρόλο παίζει στις ζωές των ανθρώπων το τυχαίο και εν τέλει το πόσο συχνά αυτό που σήμερα κάποιος πράττει και αισθάνεται είναι παρόμοιο με ότι έπραξε και αισθάνθηκε άτομο που έζησε πριν από 150 τόσα χρόνια.
Γιατί η Θεοδώρου πέρα από τους δικούς της ήρωες, πέρα δηλαδή από τα μυθιστορηματικά της πρόσωπα, χώνει μέσα στις σελίδες του βιβλίου της και ένα ακόμα –αληθινό αυτό πρόσωπο. Μια ιδιότυπη γυναίκα του 19ου αιώνα που από τα αρχοντικά της Αγγλίας βρέθηκε να ζει σε σκηνές βεδουίνων.  Η δική της ζωή πυροδοτεί τις ζωές των ανθρώπων της εποχής μας, ίσως γιατί πάντα υπάρχουν πρόσωπα που αναζητούν την ατομική τους ελευθερία ή και ακόμα πιο σημαντικό της ελεύθερη παρουσία τους δίπλα στη ζωή κάποιου άλλου.  
Ένα οδοιπορικό στα σταυροδρόμια της Μέσης Ανατολής, στην απεραντοσύνη της στέπας και στα δαιδαλώδη σοκάκια του πιο κρυφού εαυτού μας, εκεί που οι συμπτώσεις καιροφυλακτούν, η πραγματικότητα συναντάει το παραμύθι και το απρόβλεπτο δεν θέλει πολύ για να γκρεμίσει τον βράχο της ρουτίνας μας.
Με αυτά τα λόγια κλείνει το σημείωμα στο οπισθόφυλλο του βιβλίου και ομολογώ πως δεν έχω περισσότερα εγώ να προσθέσω για τον πυρήνα του θέματός του.
Απλώς να τονίσω το πόσο ζωντανά περιγράφονται όχι μόνο οι τόποι αλλά και οι άνθρωποι. Να σημειώσω την πλούσια γλώσσα (τα μικρά αποσπάσματα που διάβασα το μαρτυρούν αυτό) και ακόμα πως θα τοποθετούσα τη «Γεύση της ερήμου» στο είδος του κοσμοπολίτικου μυθιστορήματος, ενός είδους που τον τελευταίο καιρό έχει επανέλθει με δύναμη στην ελληνική λογοτεχνία. Είναι μυθιστορήματα που ταξιδεύουν τον αναγνώστη στο χώρο και στον χρόνο με όχημα μεγάλους έρωτες και δυνατά πάθη (αυτά τα τελευταία όχι μόνο διαπροσωπικά, μα και πολιτικά, ιστορικά, οικονομικά κλπ). Κυρίως το υπηρετούν άνδρες συγγραφείς. Μα εδώ μια γυναίκα καταθέτει την δική της εκδοχή και όπως είναι αναμενόμενο αυτή η εκδοχή είναι περισσότερο ευαίσθητη, ίσως πλέον εσωτερική και σίγουρα πιο θηλυκή.

Και μια φράση πλέον προσωπική. Θαύμασα έως ζήλειας την ικανότητα της Ιφιγένειας Θεοδώρου να γράφει για ένα τόπο που ελάχιστα γνώριζε προτού με τα πάθη του καταπιαστεί, να γράφει λέω με τόσο μεγάλη γνώση της ιστορίας του, κι όμως να δείχνει πως ότι έγραψε υπήρξε βιωμένη εμπειρία ζωής.

(Κείμενο παρουσίασης στην ΔΕΘ, Μάιος 2013)

6.7.13

Το μυστικό ήταν η ζάχαρη



Τέσυ Μπάιλα
«Το μυστικό ήταν η ζάχαρη»

Μυθιστόρημα 
Εκδόσεις Ψυχογιός

Υπάρχουν μυθιστορήματα που εστιάζουν την προσοχή τους πάνω  στη ζωή και τα πάθη, τις σκέψεις και τα όνειρα ενός, δύο, έστω τριών προσώπων. Στα έργα αυτά, οι συγγραφείς τους ακολουθούν λεπτομερώς τις απαιτήσεις των ηρώων τους και αφήνουν σε εκείνους την ευθύνη να μιλήσουν με τη δικιά τους φωνή και να πούνε τις όποιες δικές τους απόψεις.
Υπάρχουν όμως –πιο σωστά, θα έπρεπε μα γράψω πως από πάντα υπήρχαν- μυθιστορήματα που γύρω από το ένα ή τα δυο κεντρικά πρόσωπα, κυκλοφορούν και άλλοι χαρακτήρες που εισέρχονται άξαφνα στη ζωή των πρωταγωνιστών, κάποια στιγμή αποχωρούν, μα μπορεί και συνεχώς δίπλα τους να παραμένουν. Οι δικές τους ζωές παρουσιάζονται συμπληρωματικά μα και παραπληρωματικά  σε σχέση μα τις ζωές των κεντρικών προσώπων. Όπως και να είναι, σε αυτά τα μυθιστορήματα είναι ο συγγραφέας – αφηγητής που ελέγχει συνεχώς τη ροή της αφήγησης, ελέγχει διαρκώς το τι θα πράξουν οι ήρωες (πρωταγωνιστές και μη)  και αυτός είναι που αποφασίζει αν και πότε θα εξηγήσει το γιατί έγινε ότι έγινε, αποφασίστηκε μια πράξη και δεν εκτελέστηκε μια άλλη.
Έγραψα πιο πάνω πως πάντα τέτοια μυθιστορήματα υπήρχαν (όπως και υπάρχουν) υπονοώντας πως τέτοιας μορφής είναι τα κλασικά έργα – να θυμηθούμε, για παράδειγμα, τους Ουγκώ και Μπαλζάκ και Ντοστογιέφσκι, μα και όλους εκείνους, τους ξεχασμένους πια, "παραμυθάδες" των αστικών κοινωνιών της Δύσης. 
Το μυθιστόρημα «Το μυστικό ήταν η ζάχαρη» της Τέσυς Μπάιλα σε αυτήν την κατηγορία μυθιστορηματικής στάσης ανήκει. Είναι το τρίτο της έργο, μα το πρώτο και το μόνο που εγώ διάβασα. Κα με βάση αυτό και μόνο γνώρισα μια νέα συγγραφέα που διαθέτει τη συγγραφική εκείνη τόλμη να σκορπά (το ρήμα το χρησιμοποιώ με την έννοια τους άδολου  και ανυστερόβουλου δοσίματος) πρόσωπα και γεγονότα -που το καθένα από αυτά θα μπορούσε πάνω στις πλάτες του να πάρει ένα ολόκληρο λογοτεχνικό έργο- μέσα σε λίγες σελίδες, για να γίνουν όλοι και όλα τους όχι τόσο ακόλουθοι των δυο κεντρικών προσώπων, όσο στο να περιγράψουν εποχές και περιοχές.
Στην προπολεμική Κρήτη θα γνωρίσουμε την Κατίνα και μαζί της θα περιηγηθούμε σε μια εποχή και σε μια περιοχή όπου η γυναίκα ήταν κτήμα του αρσενικού και θύμα μιας ενδοοικογενειακής βίας. Και μαζί της, πάντα, θα φτάσουμε στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, στη Δραπετσώνα πια και καθώς δίπλα στην Κατίνα θα σταθεί ο σύντροφός της ο Θέμελης, θα συνειδητοποιήσουμε  πως η ύπαρξη της βίας δεν είναι μόνο έργο του βιαστή, μα και αυτού που δέχεται να βιάζεται.
Δίπλα σε αυτό τα δίδυμο Κατίνας – Θέμελη, κυκλοφορούν πολλοί χαρακτήρες που άλλοι από αυτούς μας κρατάνε μέσα στο εσωτερικό των σπιτιών της Κρήτης, άλλοι μέσα στους προσφυγικούς μαχαλάδες, άλλοι μας τραβάνε μέχρι τη ναζιστική Γερμανία, άλλοι μας πιάνουν από το χέρι και μας φιλοξενούν σε αυλές όπου τα βασιλικά και τα άλλα μυριστικά δίνουν τη δικιά τους άποψη για το πώς στήνεται η ζωή, πως στήνονται οι ζωές των απλών ανθρώπων.
Πολυσέλιδο μυθιστόρημα, όπου η συγγραφέας του είναι συνεχώς παρούσα και με διακριτικότητα καταγράφει αυτά που ενεργοποίησαν τις εμπνεύσεις της. Κατανοεί τους ήρωές της ακόμα  κι όταν διαφωνεί μαζί τους. Μένει κοντά τους ακόμα κι όταν θα έπρεπε –ίσως- να τους αφήσει μόνοι τους να ανασάνουν. Τους προστατεύει, με άλλα λόγια. Μα δεν τους πνίγει. Η Κατίνα, ο Θέμελης, η  Αντωνία, η Κωνσταντάκαινα, ο Κωνσταντής, η Ρόζα, η Μαρίτσα ζούνε έτσι όπως ζήσανε και ζούνε όλοι οι απλοί, καθημερινοί άνθρωποι. Υφίστανται  την Ιστορία και βιώνουνε τις ιστορίες τους.
Μυθιστόρημα κοινωνικό, ιστορικό, ερωτικό. Αναντίρρητα χορταστικό.

Δημοσιεύτηκε και στο: 
http://www.culturenow.gr/22223/book-review-to-mystiko-htan-h-zaxarh-tesy-mpaila


     

1.7.13

Μια συνέντευξη που δεν δημοσιεύτηκε

Η συνεργάτης του περιοδικού 'Ραδιοτηλεόραση", κα Τίνα Πανώριου, μου είχε ζητήσει να δημοσιεύσει μια συνέντευξή μου στο περιοδικό με την ευκαιρία της κυκλοφορίας του μυθιστορήματος μου "Μέλι κόλλησε στα χείλη".
Δέχτηκα με χαρά και απάντησα στις ερωτήσεις που μου είχε στείλει.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν στάθηκαν η αφορμή η συνέντευξη αυτή ποτέ να μη δημοσιευθεί.
Την αναρτώ, τώρα, στον προσωπικό μου ιστότοπο και εύχομαι (χωρίς, όμως, και να το ελπίζω) σύντομα να λειτουργήσουν και πάλι όλα τα Τμήματα της Κρατικής Τηλεόρασης και του Κρατικού Ραδιοφώνου.
Μας λείπουν.



«Όταν φοβάμαι τότε γράφω για ενήλικες »γράφετε κάπου στο τέλος του βιβλίου σας
Και σε τούτο  το Μέλι σας νομίζω όμως ότι  εκτός από φόβο βγάζετε   και πολύ θυμό; Γιατί ;
Μα είναι, νομίζω, πολύ φυσικό. Αυτός που φοβάται, εκφράζεται και με θυμό.

Η ιστορία σας ξεκινάει από το καλοκαίρι του 1998 και τελειώνει στο καλοκαίρι του 2006 Δεν επιλέξατε τυχαία αυτή την περίοδο;
Καθόλου τυχαία. Η περίοδος αυτή είναι εκείνη που η Ελλάδα έζησε την ψευδαίσθηση  μιας ποικιλόμορφης άνθησης και –κυρίως- θήτευσε στις αρχές μιας ανοργάνωτης κατανάλωσης. Πιστεύω πως τα σημερινά αδιέξοδά μας, σ΄ εκείνα τα χρόνια θεμελιώθηκαν.

Η Μέλω αυτό το ατίθασο κινηματογραφικό κορίτσι που ο κόσμος όλος δεν το χωρά ,αυτό που δεν μπορεί να ξεπεράσει  τελικά μήπως δεν είναι η μικρή ασφυκτική κοινωνία αλλά ο ίδιος  ο εαυτός της;
Αν θελήσουμε να ξεφύγουμε από τη μυθιστορηματική πλοκή και να δούμε τι μπορεί να συμβολίζει το κάθε πρόσωπο του έργου και κυρίως η ηρωίδα του, τότε νομίζω πως είναι καθαρό το ότι η Μέλω εκφράζει το άτομο που αναζητά λάθος πράγματα σε λάθος τόπο και με λάθος τρόπο.

Οι δυο  άντρες γύρω της όμως είναι  λίγοι. Κι ό πρώτος έρωτας ο Αργύρης με τους κλειστούς ορίζοντες και ο Ελληνάρας σύζυγος .Τόσο υπαρκτά πρόσωπα όμως γύρω μας Σαν να τους βλέπεις δίπλα σου .
Χαίρομαι που διαπιστώνετε κάτι τέτοιο. Θέλω πάντα να χαρίζω ζωντάνια στους ήρωες των έργων μου. Να είναι πρόσωπα αναγνωρίσιμα, διπλανά μας. Χαρακτηρίζετε τους δυο αυτούς άντρες ως λίγους. Φαντάζομαι πως εννοείτε ότι δεν ήταν αυτοί που θα μπορούσαν να βοηθήσουν καίρια την ηρωίδα μου. Ναι, έτσι είναι. Όμως ας στραφούμε και προς αυτήν και ας την ρωτήσουμε γιατί με τόση απρονοησία τους επέλεξε; Η Μέλω δεν υπήρξε μόνο θύμα των άλλων, μα και του ίδιου της του εαυτού… Όπως πολλοί από εμάς.

Όσο για τον Λαέρτη Αν κι αυτός δεν είχε ακολουθήσει τη μοίρα της φυλής του και αυτόν δεν θα εγκατέλειπε η Μέλω;
Μπορεί… Ο Λαέρτης είναι ο καλλιτέχνης που δημιουργεί την ομορφιά, την προσφέρει στους άλλους, αλλά κρατά για τον εαυτό του την ίδια του την ψυχή. Λάθος επιλογή της Μέλως κι αυτός; Δεν ξέρω… Και για μένα η σχέση Μέλω – Λαέρτη παραμένει μια σχέση που δεν ξέρω αν θα μπορούσε κάπου να οδηγούσε. Με άλλα λόγια, μέσα από αυτήν τη σχέση θέλω να καταθέσω μια ερώτηση –πόσο τελικά ισχυρή είναι η Τέχνη απέναντι στην ίδια τη Ζωή;

Λίγο πολύ συμπαθείς -αντιπαθείς οι χαρακτήρες σας είναι θύτες και θύματα μαζί Μόνο η μάνα του Σήφη είναι φτιαγμένη από κακή στόφα.
Είναι η κλασική συντηρητική μάνα των αρσενικών. Θύμα όσο και θύτης κι αυτή. Ο καταπιεσμένος που αντί να δημιουργεί τον επαναστάτη, φτιάχνει τον νέο καταπιεστή.
Η μάνα του Σήφη από τη μια και η μάνα της Μέλως από την άλλη. Κι οι δυο γυναίκες κι οι δυο μάνες. Το ότι η μια γέννησε αγόρι και η άλλη κορίτσι, δεν άλλαξε τη μοίρα τους ως γυναίκες.  Άλλαξαν μόνο οι εξωτερικές συνθήκες ζωής τους.


Σε ποιο σημείο του γραψίματος σας αποφασίσατε ότι η μελένια αυτή ιστορία θα μετατρεπόταν σε «θρίλερ»;
Από την αρχή. Προτού ξεκινήσω ένα μυθιστόρημα, φτιάχνω το γενικό πλαίσιο στο οποίο θα κινηθώ. Αλλαγές κάνω, αλλά δεν ξεφεύγω από τον αρχικό σχεδιασμό και στόχο μου. Μια ιστορία αθωότητας που μετατρέπεται σε ιστορία ενοχών. Αυτό έζησα –ζήσαμε- εκείνη την περίοδο. Αυτό θέλησα και να καταγράψω με τη μορφή ενός μυθιστορήματος.

Βάζοντας τελεία  στο Μέλι. Η Μέλω βγήκε ολοκληρωτικά από το μυαλό σας;
Είναι πολύ νωρίς ακόμα για να την αποχωριστώ…

Έργα σας κυκλοφορούν  εκτός από ευρωπαϊκές χώρες και στην Ταϊλάνδη. Δεν είναι παράξενο  πχ  πως ένας Ταϊλανδός θα μπορέσει να μπει στον κόσμο ενός πανέμορφου χωριού του Πηλίου και στον ιδιαίτερο κόσμο του;
Μα ένα από τα δώρα της λογοτεχνίας είναι να μας ταξιδεύει. Όχι τουριστικά, αλλά με συναίσθημα και βαθιά γνώση. Γνωρίζουμε λκαούς και τόπους και μέσα από ένα μυθιστόρημα.

Στο κέντρο της Αθήνας βιβλιοπωλεία με μεγάλη ιστορία βάζουν λουκέτο ,εκδοτικοί οίκοι πλέουν τα λοίσθια .Τι  θα γίνει στη χώρα μας όλα θα καταρρεύσουν η υπάρχει μια μικρή ελπίς;
Αν απαντήσω με το κλίμα του μυθιστορήματός μου θα έλεγα πως υπάρχει ελπίδα να βρούμε μια σανίδα σωτηρίας, αφού πρώτα όμως συνειδητοποιήσουμε το τι κάναμε και φτάσαμε ως εδώ. Μα οι απώλειες στο μεταξύ θα είναι –είναι- πολλές και πονάνε.

Το καλοκαίρι τούτο που θα σας βρει;
Μα πού αλλού;… Στο Πήλιο.

Κλείνοντας Ετοιμάζετε κάτι καινούργιο ;
Το φθινόπωρο θα κυκλοφορήσει ένα ιδιαιτέρως αισθαντικό κείμενό μου – «Μανόλο και Μανολίτο». Θα ανήκει στη παιδική λογοτεχνία, αλλά έτσι όπως εγώ την βλέπω και την υπηρετώ. Ως λογοτεχνία της φανερής αθωότητας και των κρυμμένων ενοχών. Η παιδική ηλικία είναι η καταγωγή όλων μας. Η πατρίδα μας. «Γράφω για παιδιά» σημαίνει «Γράφω για τον τόπο που με έθρεψε»

.
Ευχαριστώ και πάλι για την συνεργασία

Εγώ σας ευχαριστώ. Και εύχομαι σε όλους μας Καλό Καλοκαίρι.

Τίνα Πανώριου για το περιοδικό "Ραδιοτηλεόραση"