23.10.13

Η Ασημένια Σαράφη για το "Μέλι κόλλησε στα χείλη"

Μάνος Κοντολέων
«Μέλι κόλλησε στα χείλη»
Μυθιστόρημα
Εκδόσεις Πατάκη
Αθήνα 2013

Γράφει η Ασημένια Σαράφη





«Όταν είμαι – ή θέλω να είμαι – αισιόδοξος», σημειώνει κάπου ο Μάνος Κοντολέων, «τότε γράφω για παιδιά… Όταν ονειρεύομαι μια επανάσταση, τότε γράφω για εφήβους… Όταν φοβάμαι, τότε είναι που γράφω για τους ενήλικες… Κι επειδή όποιος φοβάται, θυμώνει, αυτό είναι ένα μυθιστόρημα που το διατρέχει ένας θυμός». Και σίγουρα τούτο το τελευταίο μυθιστόρημα απευθύνεται σε ενήλικες και όχι σε εφήβους. Ίσως γιατί οι ενήλικες, ιδίως τα τελευταία χρόνια, αποδείχτηκαν εξόχως ανίκανοι για οποιαδήποτε μικρή ή μεγάλη επανάσταση. Η υποταγή και η αδράνεια δείχνουν να έχουν γίνει αδιαμφισβήτητες και σταθερές επιλογές τους και τούτο μαρτυρείται σαφώς σε κάθε πεδίο της καθημερινής και κοινωνικής ζωής.
            Ο φόβος που οδηγεί στον θυμό αποτελεί και το χνάρι πάνω στο οποίο βαδίζει το μυθιστόρημα. Αλλά επιλογή του συγγραφέα δεν είναι να γράψει θυμωμένα, να φοβίσει ή να κραυγάσει τον θυμό του. Στόχος του είναι να μιλήσει με ύφος μειλίχιο και αποστασιοποιημένο για ανθρώπους που περπάτησαν τους δρόμους του θυμού που τους οπωσδήποτε οδήγησε στον φόβο. Που τους οδήγησε σε ζωές ανελεύθερες και χρεοκοπημένες και ανερμάτιστες. Θύματα της εποχής τους ή διαμορφωτές της εποχής που με μαθηματική ακρίβεια λίγο παρακάτω θα τους θυματοποιήσει, παραδέρνουν σε ένα φαινομενικά ανοιχτό πεδίο, καρκινοβατώντας και επιλέγοντας πάντα το λάθος, το εύκολο, το φανταχτερό, το ρηχό και το καταστροφικό. Γιατί η καταστροφή θα κατασκευαστεί οπωσδήποτε και μάλιστα θα είναι έργο των χειρών τους.
Ο αναγνώστης, προτού βυθιστεί στην ανάγνωση, έχει πριμοδοτηθεί από τον συγγραφέα με κλειδιά για την ευκολότερη διάρρηξη του κειμένου. Εδώ, κλειδί, και μάλιστα τοποθετημένο στην αρχή της αρχής του βιβλίου, αποτελεί η πρώτη προμετωπίδα, παρμένη από τον Μακμπέθ του Σέξπιρ. Διαβάζουμε:
Η ζωή δεν είναι παρά μια περιπλανώμενη σκιά,
ένας ανόητος θεατρίνος
που χωρίς λόγο καμαρώνει πάνω στη σκηνή·
στο τέλος κανείς δεν πρόκειται να μιλά γι’ αυτόν
παρά μονάχα ως παραμύθι
που κάποιος ηλίθιος θα θυμάται και θα λέει
ή ως ιστορία γεμάτη από άναρθρες κραυγές
και χωρίς νόημα κανένα. 
Η έλλειψη νοήματος της ζωής είναι ό,τι ταλανίζει τους ήρωες, και δη τους βασικούς. Απόρροια αυτής της έλλειψης νοήματος είναι και η απεμπόληση από μέρους τους της ζωής καθαυτής.
            Ο αφηγηματικός χρόνος του βιβλίου καταλαμβάνει οχτώ χρόνια και εκτείνεται από το καλοκαίρι του 1998 έως και το καλοκαίρι του 2006. Πρόκειται για την εποχή της μαζικής φρεναπάτης μιας φανταχτερής ευδαιμονίας. Οι Έλληνες είναι στα πάνω τους: οι επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση μαθαίνουν στους αγρότες πώς να εγκαταλείπουν τις πατροπαράδοτες καλλιέργειες και να αμείβονται για την καταστροφή και όχι την διάθεση των προϊόντων τους. Τα λάιφ στάιλ περιοδικά επιβάλλουν στα λαμπερά τους εξώφυλλα τα πρότυπα της εποχής, καλογυμνασμένα, μαυρισμένα, καλοντυμένα και στεφανωμένα από την αίγλη του ιλουστρασιόν χαρτιού πάνω στο οποίο απεικονίζονται. Το euro έχει έρθει στην Ελλάδα μετά δόξης και τιμής. Ακόμη και ο μακαρίτης Χριστόδουλος έχει καλέσει στην Αρχιεπισκοπή τους ποδοσφαιριστές να τους συγχαρεί προσωπικώς. Η Ολυμπιάδα οικοδομείται σε κωπηλατοδρόμια και γήπεδα τάε κβο ντο, με τον Καλατράβα να υψώνει αψίδες copy paste από παλαιά αρχιτεκτονικά του σχέδια. Οι μεγαλοαστοί, μετά την επιβεβλημένη αγορά του suv τους, ξαμολιούνται στη γραφική ελληνική επαρχία προς αναζήτηση του εξοχικού των ονείρων τους. Το αγοράζουν σε κακή κατάσταση αλλά χρήματα υπάρχουν και θα το ανακαινίσουν, ή, πιο σωστά, θα το αναπαλαιώσουν, καθώς έχουν γούστο και στυλ και ξέρουν να αποδίδουν φόρο τιμής στην παράδοση του κάθε τόπου. Η οικοδομή γίνεται πεδίο δόξης λαμπρό και οι πετράδες, σκεπάδες και λοιποί οικοδόμοι γεμίζουν τους τραπεζικούς τους λογαριασμούς με ζεστό χρήμα. Κι όλο και δεν προλαβαίνουν τις προθεσμίες. Έχει πέσει πολλή δουλειά.
            Το χωριό της Μέλως είναι ένα από αυτά τα χωριά που είδαν το οικιστικό – και σε ένα δεύτερο επίπεδο και το κοινωνικό τους – τοπίο να μεταβάλλονται άρδην. Η τοπική κοινωνία, που ανέκαθεν υπήρξε αγροτική, έχει πλέον χάσει τη δυνατότητα ή και την ικανότητα να αναπτύσσεται και να προκόβει μέσω της αγροτικής παραγωγής και οι κάτοικοί της καταφεύγουν σε νέους τρόπους σύμφυτους της νέας εποχής. Τα πατρικά σπίτια, ετοιμόρροπα, πωλούνται ή μετασκευάζονται σε ξενώνες, και τα κτήματα με τις πατροπαράδοτες καλλιέργειες υποβαθμίζονται σε οικόπεδα προς πώληση κι αυτά. Οι ξένοι συρρέουν και επιλέγουν τον εξοχικό τους τόπο κατοικίας, φέρνοντας έναν νέο αέρα που θα αλλάξει όλα τα παραδεδομένα. Εκπρόσωποι αυτών στο μυθιστόρημα είναι η Έμμα, η οποία είναι και η σκηνοθέτρια της θεατρικής ομάδας του χωριού αλλά και ο Λεωνίδας Καμένος, συγγραφέας. Το χωριό του Νεαρού Αγίου γίνεται ο νέος τόπος των καλλιτεχνικών τους αναζητήσεων. Επιπλέον, στο χωριό αρχίζει να διοργανώνεται και ένα μουσικό φεστιβάλ, που αποτελεί πόλο έλξης πολλών νεαρών καλλιτεχνών. Μία νέα κατάσταση διαμορφώνεται, εμπλουτισμένη με μπόλικη, όπως γίνεται αντιληπτό, τέχνη. Είναι αυτό μία ακόμη πολυτέλεια των καιρών.
            Και πώς αντιδρούν οι ντόπιοι σε όλα αυτά; Εκπρόσωποι των ντόπιων, και μάλιστα της νέας γενιάς ντόπιων, σε αυτό το βιβλίο είναι ο Αργύρης, αρχιμάστορας στις αναπαλαιώσεις των παλιών σπιτιών και η Αναστασία και η Μέλω, νεαρά κορίτσια που αναζητούν τον βηματισμό τους στη ζωή. Κυρίως, βέβαια, η Μέλω. Η οποία λιγώνεται από τη γεύση του μελιού στα χείλη και στο εξής θα την αναζητά παντού και πάντα, χωρίς όμως ποτέ να κατορθώνει να τη βρει. Η γεύση του μελιού, ένδειξη και απόδειξη της ερωτικής αλλά και προσωπικής ευτυχίας και ολοκλήρωσης, θα είναι μία γεύση διηνεκώς διαφεύγουσα. Και το μέλι δεν θα κολλήσει στα χείλη της παρά για ελάχιστες στιγμές. Η ηρωίδα πορεύεται στο εξής αναζητώντας την γλυκιά γεύση και εξασφαλίζοντας την πικρή. Η επιλογή της να υποκύψει σε έναν αταίριαστο γάμο από προξενιό, που όμως θα της εξασφαλίσει την υλική ευμάρεια – ζητούμενο της εποχής αυτό, ας μην το ξεχνάμε – θα την καθηλώσει σε μια ζωή ταπεινώσεων και διαρκών διαψεύσεων. Ο Σήφης, όψιμος γκασταρμπάιτερ και νυν ιδιοκτήτης κάβας ποτών στον Βόλο, κυνικός κυνηγός της σαρκικής απόλαυσης με υψηλές δόσεις διαστροφής και θιασώτης της γυναικείας χειραγώγησης και υποταγής, θα επιλεγεί ως ο κατάλληλος σύζυγος. Η Μέλω ευθύς έχει καταδικάσει τον εαυτό της να μην ξαναγευτεί το μέλι που τόσο διακαώς επιθυμεί. Κι όταν ο έρωτας θα έρθει στη ζωή της θα είναι πια αργά και αυτό που θα πυροδοτήσει θα είναι η καταστροφή και ο φόνος.
            Δεν είναι απαραίτητο στο σημείο αυτό να γίνουν περισσότερες αναφορές στην πλοκή. Η ηρωίδα απεμπολεί το σώμα, την αξιοπρέπεια και το μέλι της για ένα διαμέρισμα στο Βόλο, μία ανακαίνιση της πατρικής της οικίας, καινούρια ακριβά ρούχα και τον τίτλο της δήθεν ικανοποιημένης συζύγου ενός εύπορου και καλοδιατηρημένου σαραντάρη. Θεωρεί ότι έχει επιτελέσει το χρέος της απέναντι στους άλλους και στον εαυτό της. Η παταγώδης κατάρρευση και αποτυχία την περιμένουν στη γωνία. Η εποχή αυτή της μετάβασης και σύγχυσης διανύει τα τελευταία της καλοκαίρια. Σύντομα όλα θα καταρρεύσουν, συμπαρασύροντας και τους ήρωες με τις συμβιβασμένες και προσχηματικές ζωές τους.
            Ο Ισίδωρος Ζουργός, σε μια ενδιαφέρουσα κριτική για το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων, αναζητά τυχόν σχέσεις του με το λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα. Υπάρχουν ασφαλώς ομοιότητες. Σημειώνει χαρακτηριστικά:
Σ’ αυτό το είδος του μυθιστορήματος νομίζω πως είχαμε να κάνουμε με πραγματικούς, καθημερινούς ανθρώπους της διπλανής πόρτας, ανθρώπους όμως μιας κοινωνίας η οποία είχε συμπαγή χαρακτηριστικά και ασφαλείς οδοδείκτες. Στο εν λόγω μυθιστόρημα, ο Μάνος Κοντολέων καταφέρνει να επαναπροσδιορίσει τον «λαϊκό άνθρωπο» μέσα σε μια εποχή σύγχυσης και, κυρίως, σε μια εποχή μετάβασης. Οι βασικοί ήρωες, που είναι και συντελεστές της πλοκής, είναι λαϊκοί άνθρωποι με μια λαϊκότητα όμως κλωνοποιημένη και με μια κάποια χυδαιότητα, η οποία πηγάζει από την ορφάνια της κοινοτικής παράδοσης, με μια αδυναμία διαχείρισης ενός λαμπερού καταναλωτικού κόσμου, ο οποίος τους ξεπερνά και τους συνθλίβει. Κι όμως, είναι και αυτοί άνθρωποι της διπλανής πόρτας, άσχετα αν αυτή η πόρτα είναι τώρα πόρτα ασφαλείας, σε σπίτια χτισμένα με ξέφρενα δάνεια χωρίς αντίκρισμα.
Στο λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα, όμως, κι αυτή είναι διαπίστωση και του Ζουργού, είθισται να λειτουργούν κατά κόρον μανιχαϊστικές αντιθέσεις. Η παρουσία των «κακών» ή «κακόβουλων» χαρακτήρων εξισορροπείται από εκείνη των «καλών». Την κακία, κακοτυχία ή και κακοδαιμονία τείνει σχεδόν πάντα να αντικρούει και εν τέλει να νικά η φωτεινή όψη της πραγματικότητας και των ανθρώπων. Στο λαϊκό αισθηματικό μυθιστόρημα, με άλλα λόγια, η αγάπη θριαμβεύει στο τέλος και οι ταλανισμένοι ήρωες αποχωρούν από την ιστορία αγκαλιασμένοι με φόντο ένα πορφυρό ηλιοβασίλεμα, έχοντας οπωσδήποτε ξορκίσει τους δαίμονες του εαυτού και της εποχής τους. Στο Μέλι κόλλησε στα χείλη κάτι τέτοιο ουδόλως συμβαίνει. Θα αποτελούσε, εξάλλου, κάτι τέτοιο μια μεγάλη ευκολία από τη μεριά του συγγραφέα, στην οποία επιλέγει να μην ενδώσει. Εδώ η καταστροφή θα είναι ακραία και οι ήρωες θα λάβουν τα επίχειρα των συμβατικών επιλογών τους. Η κάθαρση όμως θα συντελεστεί. Κι αυτό είναι το σημαντικό. Με το τέλος της ιστορίας μία κάποια φρικτή μορφή δικαιοσύνης θα αποδοθεί και οι ανοιχτοί λογαριασμοί θα κλείσουν με αίμα.
Και τι απομένει; Όταν η ιστορία ολοκληρωθεί, μόνο το φυσικό τοπίο θα συνεχίσει να θρασομανά, αδιάφορο λες για τις απανωτές αστοχίες και αποτυχίες των ανθρώπων. Τα πλατάνια, οι καστανιές, οι κυματιστές πλαγιές που βάφονται μαβιές το δειλινό, οι ίσκιοι της κεντρικής πλατείας των πανηγυριών, οι φλαμουριές στις περίκτιστες αυλές και τα νερά των ρεμάτων που τρέχουν ορμητικά προς τη θάλασσα. Όλα τούτα τα στοιχεία του τοπίου, και δη του πηλιορείτικου τοπίου, θα παραμείνουν αγνοώντας το ξεφούσκωμα της καταναλωτικής αυταπάτης, την εγκατάλειψη και ερήμωση των ολυμπιακών εγκαταστάσεων, την έλλειψη αναγνωστικού ενδιαφέροντος για τα περιοδικά λάιφ στάιλ, την τραπεζική κρίση, την αήθεια και διαφθορά ή και φθορά των ανθρώπων. Σαν να τους περιγελούν που δεν είχαν την στοιχειώδη ωριμότητα να εστιαστούν στα σημαντικά της ζωής αλλά επέλεξαν να αναλωθούν σε σπασμωδικές κινήσεις απόκτησης και εξασφάλισης της λαμπερής βιτρίνας με την οποία θα εξέθεταν εαυτούς στον κόσμο.
Τα χείλη της Μέλως δεν θα κολλήσουν από το μέλι, γιατί δεν της άξιζε ή δεν άξιζε στην εποχή στην οποία έτυχε να ζήσει. Στην οποία εν μέρει ζούμε ακόμη κι εμείς.


(Παρουσίαση στο Βιβλιοπωλείο Χάρτα, του Βόλου - 18 Οκτ. 2013)

Αναρτήθηκε στο: