26.11.13

ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ ΚΑΙ ΑΜΦΙΣΒΗΤΗΣΕΙΣ


 «Αυτά που ζείτε υπάρχουν μέσα σε αυτά που γράφετε ή αυτά που γράφετε επηρεάζουν όσα ζείτε;»

Αυτή την ερώτηση μου έκανε, πριν από μερικά χρόνια, μαθητής Δευτέρας  Τάξης Γυμνασίου, κάπου στην Κοζάνη.

Την πιο ουσιαστική τοποθέτηση πάνω στο τι είναι η συγγραφική πράξη, την διατύπωσε ένας έφηβος που μάλιστα είχε πιο πριν δηλώσει πως η ανάγνωση λογοτεχνικών κειμένων δεν είναι η πιο αγαπημένη του δραστηριότητα. «Προτιμώ να παίζω!» -με θάρρος είχε τονίσει.

Ένα αγόρι, λοιπόν, που προτιμά το παιχνίδι και ίσως να βαριέται την ανάγνωση ενός μυθιστορήματος, κατάφερε να μπει στα υπόγεια  διαμερίσματα της ψυχής ενός συγγραφέα. Στους χώρους όπου το φανταστικό πρέπει να μετουσιωθεί σε πραγματικό και η αλήθεια να μετατραπεί σε σύμβολο.

Προτιμώ να παίζω…  είχε δηλώσει το αγόρι και κανείς δεν του είχε πει πως και η ανάγνωση της λογοτεχνίας (όπως και η συγγραφή της) εν τέλει ένα παιχνίδι είναι. Ένα παιχνίδι αλλαγών ρόλων. Το αγόρι, όμως, εκείνο,  με το ένστικτό του, το είχε συλλάβει.

Κι αν βρεθεί ένας συγγραφέας που θα θελήσει να κάνει ήρωα σε ένα του έργο κάποιο παρόμοιο έφηβο, τότε ο συγγραφέας αυτός θα πρέπει να εξηγήσει –πρώτα στον εαυτό του και μετά στους αναγνώστες του- το πώς κάτι τέτοιο συμβαίνει. Με άλλα λόγια να ξεχάσει τις όποιες δικές του ιδέες και απόψεις και να ψαχουλέψει μέσα στις ιδιομορφίες μιας άλλης ψυχής.

Αυτή η μεταπήδηση από το «εγώ» στο «εσύ» είναι που προσωπικά με συναρπάζει ως συγγραφέα. Έχει κάτι το μαγικό.

Με θεωρούν βιωματικό συγγραφέα. Ναι, σε πολλά βιβλία μου πάνω σε δικά μου βιώματα στηρίχτηκα. Μα και επίσης σε πολλά άλλα αποφάσισα να αποκτήσω τα βιώματα ενός άλλου, να τα κάνω δικά μου  και με νέα ταυτότητα να περιγράψω συναισθήματα, πάθη, αντιδράσεις.

Στη ζωή μου υπήρξα ένας απλός καθημερινός άνθρωπος –εργαζόμουνα, έφτιαξα οικογένεια, πένθησα το θάνατο του πατέρα μου, γιόρτασα τη γέννηση του γιου μου. Μα μέσα στα βιβλία μου άλλοτε γινόμουνα παθιασμένος επαναστάτης, άλλοτε   απελπισμένος ηγέτης, άλλοτε ζηλιάρης σύζυγος, άλλοτε ένας ηθοποιός που ζούσε μέσα από τους ρόλους του, άλλοτε νέα γυναίκα που τη βιάσανε, άλλοτε επιτυχημένη επιχειρηματίας που  τρέμει μπροστά στην υποταγή του έρωτα…

Πόσα από τα πρόσωπα αυτά είμαι εγώ και πόσες φορές εγώ έγινα εκείνα;

Ο συγγραφέας και γράφει ένα ρόλο και τον ερμηνεύει συνάμα. Ή πιο σωστά ο συγγραφέας γράφει όλους τους ρόλους του έργου και όλους τους ρόλους τους ερμηνεύει.

Προσωπικά αν το «εγώ» μου δεν υποχωρήσει στο «εγώ» του πλάσματος που εγώ ο ίδιος πλάθω, δεν μπορώ τίποτε να περιγράψω.

Κι όμως υπήρξαν δυο φορές που τόλμησα να καταγράψω την πορεία των ηρώων, προσπαθώντας να κρατηθώ σε απόσταση. Και στις δυο περιπτώσεις και στα δυο μυθιστορήματα το θέμα είχε να κάνει με μια αρρώστια.

Μπορεί να μη φοβάμαι να βιώσω το τι αισθάνεται το θύμα ενός φόνου, μπορεί να αντέχω να ταυτιστώ με τη ψυχοσύνθεση ενός  βιαστή, αλλά … Ναι, η αρρώστια με απωθεί.

Δεν είναι ο θάνατος, δεν είναι πόνος… Είναι… Ναι, πιστεύω πως η αρρώστια σε κάνει αναξιοπρεπή… Όχι απέναντι των άλλων –προς θεού, όχι! Μα απέναντι του ίδιου σου του εαυτού.

Και αυτή την αίσθηση πολύ δύσκολα μπορώ να την επωμιστώ και στη συνέχεια ως βίωμα να την καταγράψω συγγραφικά.

Σε δυο, όμως, έργα μου το τόλμησα.

Το ένα –πάνε κοντά είκοσι χρόνια που το έγραψα- είναι το «Γεύση Πικραμύγδαλου». Τότε –διανύοντας τη πιο χρυσή περίοδο της ζωής ενός άντρα-  μπήκα με τόλμη στο βούρκο μιας ασθένειας (το κεντρικό πρόσωπο του μυθιστορήματος ήταν φορέας του Aids) και για να μπορέσω να ξεπεράσω τον όποιο μελοδραματισμό θα μπορούσε να με οδηγήσει ο αποτροπιασμός μπροστά σε τέτοια μοίρα ενός νέου ανθρώπου, σκέφτηκα να περιγράψω όχι μόνο του κεντρικού προσώπου τις αντιδράσεις, αλλά και όλων των κοντινών δικών του. Του πατέρα, της μητέρας, της φίλης του, των γονιών αυτής, του δικού του φίλου, της κοπέλας που είχε σταθεί η αιτία να βρεθεί κι εκείνος μέσα σε μια τέτοια τραγική κατάσταση.

Με άλλα λόγια το ένστικτό μου με οδήγησε να απλώσω το ατομικό δράμα μέσα στην οικογένεια και στη συνέχεια μέσα στην κοινωνία.

Η αρρώστια έτσι έπαυε να προκαλεί τον οίκτο του άλλου, αλλά γινότανε κοινωνικό θέμα. Και ως τέτοιο πλέον αποκτούσε άλλες διαστάσεις.

Άλλωστε γι αυτό είχα αποφασίσει να ασχοληθώ με το θέμα τούτο –ο έρωτας που σκοτώνει. Με τρόμαζε και με τρομάζει μια κοινωνία που έχει θεμελιωθεί σε μια τέτοια άποψη.

Αυτά τότε –μέσα της δεκαετίας του ’90 κι εγώ να χαίρομαι τη δύναμη των σαράντα χρόνων μου.

Όμως εφέτος…  Εφέτος και μετά από είκοσι περίπου χρόνια από τότε, να που και πάλι με την αρρώστια καταπιάστηκα και πάνω, τώρα, σε ζήτημα μεταμόσχευσης οργάνου στήριξα το πιο πρόσφατο μυθιστόρημά μου.

Νωπό ακόμα είναι στη σκέψη και στο νου μου. Ακόμα δεν το θεωρώ πως είναι τελειωμένο… Συγγραφικές ανασφάλειες. Το «Δυο φορές Άνοιξη» μπορεί να είναι ακόμα στον σκληρό δίσκο του υπολογιστή μου, αλλά ήδη μιλώ με τον εκδότη μου για το πότε θα κυκλοφορήσει και ποιο θα είναι το πλέον αρμόζον εξώφυλλο.

Και σκέφτομαι πως και πάλι την αρρώστια περιφερειακά την αντιμετώπισα. Και πάλι από μια κατάσταση ατομική, θέλησα να την μετατρέψω σε κάτι γενικότερο. Μόνο που τώρα –ίσως γιατί δεν είμαι πια σαράντα χρονών- στη θέση των κοινωνικών σχέσεων, έχουν μπει οι διαπροσωπικές και μάλιστα με έντονο το ερωτικό στοιχείο να τις χαρακτηρίζει.

Όπως στο «Γεύση Πικραμύγδαλου» η αρρώστια και ο έρωτας συνυπάρχουν, έτσι και τώρα στο «Δυο φορές Άνοιξη». Και στα δυο βιβλία είναι ο έρωτας που τιμωρεί αυτούς που τον υπηρετήσανε.

Αλλά ενώ στο πρώτο αυτός που πρωταγωνιστεί στην ερωτική πράξη είναι και ένα από τα θύματα, στο δεύτερο, οι ερωτικοί σύντροφοι δεν ασθενούν, μα κληροδοτούν ασθένεια.

Γιατί το έκανα αυτό;

Νομίζω πως ο λόγος είναι απλός, όσο και έντονα εγωκεντρικός.

Καθώς γερνώ φοβάμαι πως αφήνω βαριά κληρονομιά στους διαδόχους μου. Κληρονομιά που θα τους ταλαιπωρήσει.

Κι αυτόν τον φόβο μου δεν τόλμησα να τον εκφράσω στη δική μου καθημερινότητα, προτίμησα να τον δω να υλοποιείται με μυθιστορηματική πλοκή.

Το δικό μου βίωμα το έκανα πρόβλημα χάρτινων ηρώων.

Αλλά… Α, ναι, δεν ξέχασα μήτε την παντοδυναμία μου ως συγγραφέα – πλάστη ανθρώπων, μήτε και το ήθος μιας ζωής. Κι έτσι αυτόν που  άφησε κληρονομιά βαριά, αποφάσισα να του δώσω την ευκαιρία να επανορθώσει –όσο επανορθώνονται τα λάθη- και να προσφέρει λύση –αν λύση λέγεται κάτι το ημιτελές.

«Αυτά που ζείτε υπάρχουν μέσα σε αυτά που γράφετε ή αυτά που γράφετε  επηρεάζουν όσα ζείτε;» -με είχε ρωτήσει εκείνο το αγόρι στην Κοζάνη.

Δεν σας είπα αν του απάντησα και τι του είπα, τότε. Αλλά εδώ, μέσα σε αυτό το κείμενο, φανερώνω το μονοπάτι που χαράζουν τα βιβλία μου.

 Δε θέλω ρεαλισμό, μαγεία θέλω…  λέει η Μπλανς Ντυμπουά, στο ¨Λεωφορείο ο Πόθος¨  του Τενεσσύ  Ουίλιαμς και αμέσως μετά θα προσθέσει:  Δεν τους λέω την αλήθεια, αλλά αυτό που θα έπρεπε να είναι αλήθεια!…


Λοιπόν, μιας και τώρα δεν απευθύνομαι σε παιδιά Γυμνασίου, αλλά σε  ενήλικες και μάλιστα γιατρούς μπορώ να δηλώσω κι εγώ πως…  Δεν σας γράφω την αλήθεια, αλλά αυτό που θα έπρεπε να είναι αλήθεια… Γιατί… Γιατί δε θέλω ρεαλισμό, μαγεία θέλω!

(αναρτήθηκε στο ιστολόγιο του Συλλόγου Νέων Γιατρών http://manoskontoleon.sni.gr/?p=24)