24.2.14

Το παιδικό βιβλίο στην Ελλάδα –παρελθόν, παρόν, μέλλον

Ανήκω στην ομάδα εκείνων των συγγραφέων που πρωτοπαρουσιάστηκαν τα πρώτα, πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης και με το πάθος του νέου που επιτέλους γεύεται την ελευθερία έκφρασης, στραφήκαμε πρώτα προς τη συγγραφή παιδικών βιβλίων.
Θυμίζω –έτσι για να φρεσκάρουμε τη μνήμη μας- ονόματα όπως αυτά της Ευγενίας Φακίνου, της Αθηνάς Παπαδάκη, της Ελένης Σαραντίτη  κ.α.
Ενώσαμε τις φωνές μας με εκείνες που λίγα ή και περισσότερα χρόνια πιο πριν είχαν εκδώσει βιβλία –κι εδώ να θυμηθώ τον Παντελή Καλιότσο, την Λότη Πέτροβιτς, τη Μάρω Λοίζου κ.α.
Όλοι μας πιστεύαμε πως αν ο τόπος μας –ο ελεύθερος πλέον τόπος μας- ήθελε να εξακολουθήσει να έχει μια καλή λογοτεχνία, έπρεπε πρώτα απ΄ όλα να δημιουργήσει ένα καλό αναγνωστικό κοινό. Και τους  καλούς αναγνώστες τους φτιάχνεις από τα πρώτα χρόνια της ζωής τους. Τους βρίσκεις στο Δημοτικό, μένεις μαζί τους στο Γυμνάσιο και τους μυείς καθώς φοιτούν στο Λύκειο στα μυστήρια της γλώσσας και των κρυμμένων νοημάτων της.
Πιστεύαμε πως η λογοτεχνία είναι μία και μόνη. Και είναι ο αναγνώστης που διαφοροποιεί τον τρόπο με τον οποίο αυτός προσεγγίζει το κείμενο. Γι αυτό και τόσο συχνά τονίζαμε πως ο όρος «Παιδική Λογοτεχνία»  δεν είναι τόσο σωστός. Στη θέση του προτείναμε το «Λογοτεχνία ΚΑΙ για παιδιά».
Το εκδοτικό τοπίο που εκείνα τα χρόνια συναντήσαμε, αν εξαιρέσεις τη κλασική αξία της Εστίας, το προοδευτικό προφίλ του Κέδρου και ίσως μια ή δυο ακόμα θετικές περιπτώσεις, ασχολιότανε με το αν ένα παιδικό βιβλίο είναι για κορίτσια ή αγόρια και αν είναι για παιδιά επτά, ας πούμε, χρονών και όχι για παιδιά που κλείνανε τα δέκα τους χρόνια.
Έπρεπε να περάσουν κάποια χρόνια –όχι ίσως πολλά, και σίγουρα μέσα στην δεκαετία του ’80- για να δούμε νέους εκδότες να επενδύουν στην λογοτεχνική ποιότητα του παιδικού και νεανικού βιβλίο. Πρόχειρα θυμίζω τον Καστανιώτη, τον Πατάκη, τον Ψυχογιό.
Παράλληλα εκφράζεται με μια ουσιαστική συχνότητα και η κριτική των βιβλίων για παιδιά και νέους .
Οι εκδότες, λοιπόν, πιστέψανε στην ποιότητα και στο σύνθημα «Λογοτεχνία ΚΑΙ για παιδιά», αφού πρώτα γραφτήκανε τα πρώτα κείμενα που το υλοποιούσαν και βέβαια βρεθήκανε δίπλα στους συγγραφείς οι σημαντικοί και ουσιαστικοί υποστηρικτές τους –οι δάσκαλοι. Κάποιοι δάσκαλοι  που τολμήσανε να  φέρουν μέσα στην τάξη τους δημιουργούς, να διοργανώσουν τα πρώτα συνέδρια και σεμινάρια.
Η πολιτεία δίσταζε να πάρει θέση. Έπρεπε αρκετά να πιεστεί από τις προτροπές  που συντόνιζε ο Κύκλος του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου  (σωματείο που μαζί με τη Γυναικεία Λογοτεχνική Συντροφιά για χρόνια πιο πριν είχαν ξεκινήσει την προσπάθεια για τη διάδοση του παιδικού βιβλίου) για να προχωρήσει στην έκδοση μιας εγκυκλίου που προέτρεπε τους  εκπαιδευτικούς να διοργανώνουν εκδηλώσεις μέσα στο σχολείο και   να προσκαλούν συγγραφείς και εικονογράφους εκεί γύρω από την 2α Απριλίου που καθιερωνότανε ως η μέρα γιορτής για το βιβλίο που απευθύνεται σε παιδιά και νέους.
Είναι γεγονός επίσης σημαντικό πως (πάντα μετά από πιέσεις του Κύκλου και άλλων μεμονωμένων  ατόμων) στα Παιδαγωγικά Τμήματα καθιερώθηκε το μάθημα της Παιδικής Λογοτεχνίας.
Και μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα μελέτης και έρευνας της παιδικής λογοτεχνίας, μια ομάδα συγγραφέων και μελετητών στήνουν το πρώτο περιοδικό που ασχολείται με θεωρητικά ζητήματα  -Διαδρομές, ο τίτλος του- ενώ αμέσως σχεδόν ακολουθεί και ένα ακόμα –η Επιθεώρηση Π. Λ.
Σιγά, σιγά οι δάσκαλοι αποκτούσαν μια καλή γνώση για το τι σημαίνει καλή λογοτεχνία που θα κέρδιζε το ενδιαφέρον των μαθητών τους, ενώ παράλληλα οι συγγραφείς πιέζανε να προχωρήσει αυτού του είδους η ενημέρωση και στα παιδιά του Γυμνασίου και στους εφήβους των Λυκείων.
Αρχές της δεκαετίας του ’90 έχομε πια φτάσει και από τις Εκδόσεις Πατάκη δημιουργείται η σειρά «Παρουσίας» - η πρώτη με συνέπεια επιλογών σειρά μυθιστορημάτων για νέους. Και νομίζω πως έχω το δικαίωμα να εκφράζω τη χαρά μου που εγώ ήμουν αυτός που με την ιδιότητα του συμβούλου στις Εκδόσεις Πατάκη, έκανα την επιλογή των τίτλων εκείνης της σειράς, μιας σειράς που φιλοξένησε ονόματα συγγραφέων όπως του Κόρμιερ  και του Μπέρτζες.
Έτσι η γκάμα των βιβλίων που απευθύνονται σε ανήλικους αναγνώστες διευρύνεται και μαζί  μεγαλώνουν και οι πιέσεις πως εκτός από τους εκπαιδευτικούς της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης θα πρέπει να είναι ενημερωμένοι για το τι κυκλοφορεί στον χώρο αυτό της λογοτεχνικής παραγωγής και οι εκπαιδευτικοί της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Οι πιέσεις μέχρι τώρα δεν έχουν αποδώσει –εννοώ  πως οι πόρτες των φιλολογικών σχολών των πανεπιστημίων παραμένουν κλειστές για τη νεανική λογοτεχνία. Παράλληλα –ας το επισημάνω κι αυτό- στα παιδαγωγικά τμήματα όπου διδάσκεται η παιδική λογοτεχνία, επειδή οι απόφοιτοι τους βασικά ως δάσκαλοι θα περάσουν την ζωή τους , η διδασκαλία των κειμένων γίνεται περισσότερο προς μια κατεύθυνση παιδαγωγική παρά με απαιτήσεις φιλολογικής προσέγγισης. Με άλλα λόγια το λογοτεχνικό κείμενο αντιμετωπίζεται περισσότερο ως εκπαιδευτικό εργαλείο και λιγότερο ως καλλιτεχνικό γεγονός.
Έχει –πιστεύω- σημασία αυτή η επισήμανση. Και όπως μάλιστα η κριτική, η μάχιμη κριτική της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας  έχει πλέον εξαφανιστεί η σχεδόν, το λογοτεχνικό βιβλίο για παιδιά δεν βρίσκει εκείνους που θα το αναλύσουν ως λογοτεχνικό έργο.
Στη δεκαετία του ’80 είχαμε κάπως περισσότερα έντυπα που αφιέρωναν σελίδες τους στη κριτική της Π. Λ. Η Καθημερινή με την Βίτω Αγγελοπούλου, ο Ριζοσπάστης με την Ζωή Βαλάση, λίγο αργότερα η Αυγή με την Αθηνά Παπαδάκη κι εμένα, το Διαβάζω με την Ελένη Παμπούκη υπήρξαν χώροι όπου κριτικές προσεγγίσεις δημοσιεύοντας.  Από το ’90 και μετά μόνη ουσιαστική και σταθερή κριτικός ήταν η Ελένη Σαραντίτη στην Ελευθεροτυπία.
Σήμερα μόνο σε κάποια διαδικτυακά περιοδικά συναντάμε κριτικές για παιδικά βιβλία, αν και είναι παρήγορο πως και ανεξάρτητα βιβλιοφιλικά blogs ασχολούνται και μάλιστα με έντονο ενδιαφέρον με το είδος αυτό των κειμένων.
Αλλά το κύριο γεγονός παραμένει. Από τη μια έχουμε πανεπιστημιακές προσεγγίσεις που ρέπουν προς μια παιδαγωγική ανάλυση και από την άλλη απουσιάζει ο διάλογος που η κριτική προσέγγιση μπορεί να προκαλέσει.
Αλλά ας επιστρέψουμε σε μια χρονολογική καταγραφή της πορείας του βιβλίου για παιδιά.
                                                                       Στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα το παιδικό / εφηβικό βιβλίο παρουσιάζει μια άνθηση ποσοτική.
Μα αυτή η ποσοτική αύξηση δεν είναι άμοιρη με το έργο που ήδη έχει εδραιώσει με τις ενέργειές του το ΕΚΕΒΙ.
Το Κέντρο αυτό, από τον πρώτο χρόνο της ύπαρξής του έδωσε ιδιαίτερο βάρος στη προώθηση και άνθηση του παιδικού βιβλίου. Με ειδικά προγράμματα, με καινοτόμες δράσεις στήριξε εκδότες , συγγραφείς και εικονογράφους, επιμόρφωσε δασκάλους και κατάφερε να δώσει μια επίσημη κάλυψη στην παρουσία του λογοτεχνικού βιβλίου και των δημιουργών του στις τάξεις.
Παράλληλα η οικονομική ευμάρειας των ελλήνων τους έδωσε την ευκαιρία να αγοράζουν βιβλία για τα παιδιά τους.
Η πολιτεία σκέφτηκε να δημιουργήσει 500 τόσες βιβλιοθήκες σε Γυμνάσια και Λύκεια. Βιβλιοθήκες  άρτια εξοπλισμένες τεχνικά και με πολλά, πάρα πολλά βιβλία.
Η ανάπτυξη του είδους ήταν φυσικό να δημιουργήσει υπερπροσφορά. Και όπως δεν υπήρχε μια κριτική αποτίμηση των έργων, άρχισε να δημιουργείται σε ένα πλατύ κοινό μια σύγχυση. Η ακριβή έκδοση  -γυαλιστερά εξώφυλλα, πολύχρωμες εικόνες- κάλυπταν το ανούσιο των κειμένων. Κι αυτό που στις αρχές της δεκαετίας του ’80 είχαμε πιστέψει πως το νικήσαμε –την απαξίωση του είδους- επανήλθε από άλλο δρόμο . Τώρα το εύκολο εκδοτικό κέρδος από τη μια και η ιδέα πως ένα παραμύθι γράφεται στο πόδι και πως θα μπορεί να κερδίσει το κοινό αν έχει ως βάση του μηνύματα οικολογικά, κοινωνικά κλπ, έκανε πολλούς εκδότες να επενδύσουν σε κείμενα άψυχα και καθόλου ποιοτικά.
                                                                           Οι καλοί εκδότες  και οι καλοί συγγραφείς συνέχισαν να εκδίδουν και να γράφουν. Μα κάποιος έπρεπε να προσπαθήσει να βάλει σε μια τάξη τα πράγματα.
Νομίζω πως εδώ το ΕΚΕΒΙ έπαιξε τον ρόλο του.
Με πολλά και διάφορα προγράμματα ξεκίνησε να φέρνει τους συγγραφείς στα σχολεία και παράλληλα να επιμορφώνει τους εκπαιδευτικούς για το πώς μπορούν πλέον αποτελεσματικά να   καλλιεργούν τη φιλαναγνωσία στους μικρούς μαθητές τους.
Την ώρα που το ΕΚΕΒΙ προσπαθούσε να δημιουργεί θετικό κλίμα στους μαθητές, το Υπουργείο Παιδείας έκλεινε στην ουσία τις 500 τόσες βιβλιοθήκες καθώς τους στερούσε ένα μόνιμο άτομο για να τις λειτουργεί. Και στη συνέχεια το Υπουργείο Πολιτισμού προχώρησε στην πράξη εκείνη η οποία έχει ως στόχο της όχι απλώς να αποδυναμώσει το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου, μα να το καταργήσει ολοκληρωτικά.
Η μη ύπαρξη ενός φορέα για του βιβλίο  που θα λειτουργεί με ευελιξία και τεχνογνωσία είναι πλήγμα μέγιστο για όλο το χώρο του βιβλίου και των ανθρώπων που γι αυτό εργάζονται και δημιουργούν.
Στην περίπτωση όμως του παιδικού – νεανικού βιβλίου μια τέτοια πράξη αποτελεί  στην κυριολεξία πισώπλατο κτύπημα που μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμες ή πολύ δύσκολα θεραπεύσιμες αναπηρίες.
Κι αυτό γιατί καθώς η κρίση η οικονομική έχει από τη μια δημιουργήσει προβλήματα οικονομικής υφής στο χώρο του βιβλίου και από την άλλη έχει κτυπήσει καίρια τη κοινωνικές συνοχές, τα βιβλία που κυρίως πλέον γράφονται και κυκλοφορούν στοχεύουν ή στο εύκολο κέρδος ή στην «αμάσητη» και επιδερμική μυθιστοριοποίηση της κρίσης.
Χαριτωμένα και παιχνιδιάρικα κείμενα που προορίζονται απλώς και μόνο  να κάνουν το μικρό παιδί να χαμογελάσει, δίπλα σε κάπως εκτενέστερα κείμενα (μυθιστορήματα θέλουν να αυτοαποκαλούνται) που είτε στηρίζουν την πλοκή της στην παρουσία του διαδικτύου στη ζωή των σημερινών εφήβων  είτε χρησιμοποιώντας την μοδάτη δυστοπία,  αναζητούν και στις δυο περιπτώσεις  τρόπους να παρασύρουν μα και να παγιδέψουν τη συνειδητοποίηση του σημερινού κόσμου εκ μέρους του νεαρού τους αναγνώστη.
Και υπάρχουν άνθρωποι που από διάφορες θέσεις (μέλη επιτροπών, αναγνώστες εκδοτών, αυτοχριζόμενοι κριτικοί) επικυρώνουν με τις κρίσεις τους αυτά τα βιβλία και έτσι παρασύρουν σε αδιέξοδες αναζητήσεις τους νεαρούς φίλους του βιβλίου. Αχ, πόσο σημαντικό είναι –αλλά πόσο συχνά ξεχνιέται- οι ασχολούμενοι με το παιδικό και εφηβικό βιβλίο να έχουν ια ευρύτατη καλλιτεχνική καλλιέργεια! Να γνωρίζουν λογοτεχνία και θέατρο, να παρακολουθούν κινηματογράφο, να ακούνε μουσική… Η μια Τέχνη μπολιάζει την άλλη.
Όλα αυτά είναι ζητήματα που θα μπορούσαν να αντιμετωπισθούν κάτω από την αιγίδα ενός Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Και ίσως να μπορεί κάποιος να ισχυριστεί πως αυτή η προσπάθεια είχε ξεκινήσει μέσα από το φιλόδοξο πρόγραμμα φιλαναγνωσίας.
Το πρόγραμμα αυτό ξεκίνησε να εφαρμόζεται  στα 12θε΄σια Δημοτικά και έπρεπε να επεκταθεί και στα υπόλοιπα σχολεία της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και αμέσως μετά να απλωθεί και σε εκείνα της Δευτεροβάθμιας.
Η επιμόρφωση των εκπαιδευτικών, η καθιέρωση μια ώρας για τη λογοτεχνία, ο εμπλουτισμός των σχολικών βιβλιοθηκών, η επισκέψεις συγγραφέων και εικονογράφων –όλα αυτά κάτω από ένα με άποψη σχεδιασμένο πρόγραμμα, μόνο καλό μπορούσαν να φέρουν στην υγιή ανάπτυξη και διάδοση του παιδικού και εφηβικού βιβλίου. Στην καλλιέργεια εν τέλει όλων όσων με τον ένα ή τον άλλο τρόπο ασχολούνται με το βιβλίο για παιδιά και νέους.
Ασφαλώς παρουσιάστηκαν  μέσα στον πρώτο χρόνο της λειτουργίας του κάποια ζητήματα που η αρμόδια επιστημονική επιτροπή είχε επισημάνει και σκεπτόταν τρόπους αντιμετώπισής τους.  Αλλά η απόφαση του αρμόδιο υπουργού δεν άφησε κανένα περιθώριο. Η κατάργηση του ΕΚΕΒΙ είχε προαποφασισθεί, φαντάζομαι μέσα στα πλαίσια μιας υποβάθμισης της πνευματικής εξέλιξης των παιδιών μας, μια γενικότερης υποβάθμισης της καλλιέργειας των πολιτών. Όπως ακριβώς εκεί στόχευε και η μετατροπή των 500 τόσων βιβλιοθηκών από ζωντανούς χώρους σε αποθηκευτικούς.
Μου ζητήθηκε να μιλήσω για το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον του παιδικού βιβλίου.
Όλη μου τη ζωή την έχω περάσει μέσα στις σελίδες των βιβλίων. Παιδιά ήταν οι πρώτοι μου αναγνώστες και σήμερα έρχονται να με συναντήσουν κρατώντας από το χέρι τα δικά τους παιδιά.  Μαθητές δημοτικών σχολείων έρχονται  και μου ζητούν να τους αφιερώσω κάποιο βιβλίο μου και όπως το ανοίγω για να γράψω το όνομά τους, βλέπω με το ίδιο μου το χέρι να έχω χρόνια πριν γράψει το όνομα της μητέρας ή του πατέρα τους.
Συγγραφείς νεώτεροι βρήκαν χώρο να εκδώσουν τα έργα τους μετά από δική μου παρέμβαση. Νέες τάσεις του εξωτερικού μεταφράστηκαν στη γλώσσα μας γιατί κάποιοι εκδότες εμπιστεύθηκαν την κρίση μου.
                                   
Και μέσα στα σχολεία με υποδέχονται με αγάπη και εκτίμηση.
Πολλοί υπήρξαν οι εκδότες, όπως και  οι κατά καιρούς ηγεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και του ΕΚΕΒΙ που με εμπιστεύθηκαν. Ναι, θα μπορούσε κάποιος να πει πως ανήκω στους διαπλεκόμενους και στους παρατρεχάμενους της εξουσίας. Αλλά θα μπορούσε επίσης κάποιος να με θεωρήσει πως είμαι ένας συγγραφέας που αφιέρωσε το χρόνο του στο να βοηθήσει το παιδικό, το καλό λογοτεχνικό βιβλίο για παιδιά και νέους να βρει τη θέση που στις άλλες χώρες της Ευρώπης έχει και στη δικιά μας πατρίδα. 
Τι από τα δυο ισχύει;
Ας δούμε ποιοι με εμπιστεύθηκαν και ποιοι με πολέμησαν. Και ας κρίνουμε.
Ο άνθρωπος που η πολιτεία του ανέθεσε για κάποιο διάστημα να υπηρετήσει τον Πολιτισμό φαίνεται πως μελέτησε και έκρινε και αποφάσισε.
Ο άνθρωπος αυτός έχει πλέον ακολουθήσει τον δρόμο των προκατόχων του. Αποχώρησε. Εμείς που μια ολόκληρη ζωή δημιουργούμε πολιτισμό θα είμαστε πάντα εδώ.
Έμεινα, λίγο παραπάνω στο θέμα αυτό που προσωπικά βρέθηκα να είμαι μπλεγμένος, όχι για να δικαιολογήσω προθέσεις και πράξεις μου, αλλά γιατί μου αρέσει ξεκάθαρα να ζητώ να διαχωρίζεται το έργο μου από τις υπόγειες διαδρομές μιας πολιτικής που συρρικνώνει το βιβλίο.
Σας παρουσίασα το παρελθόν. Το παρόν το ζούμε.
Τα βιβλία που κυριαρχούν αν δεν είναι μεταφρασμένες ιστοριούλες με νεράιδες, πριγκίπισσες κλπ, είναι μικρές ευρηματικές ιστορίες με θαυμάσιες εικονογραφήσεις, λογοτεχνίζοντα κείμενα με κοινωνικά ή οικολογικά προβλήματα και ακόμα  -αν δούμε το τι προσφέρεται σε μεγαλύτερα παιδιά- μυθιστορήματα δυστοπίας ή έξαλλης φαντασίας. Λες και ο στόχος των περισσοτέρων συγγραφέων είναι να κάνουν το σημερινό παιδί και έφηβο να ξεχαστεί ή σε απλοϊκές ιστοριούλες ή σε ανερμάτιστες περιπέτειες.

                                                           

Σχετικά πρόσφατα, σε εκπαιδευτικό της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης και παράλληλα ιδιαίτερα γνωστό και καθόλα έντιμο όσο και ταλαντούχο συγγραφέα λογοτεχνικών έργων για ενήλικες του τέθηκε, από κάποιον δημοσιογράφο, η παρακάτω ερώτηση:
Το μυθιστόρημα και πόσο μάλλον το παιδικό βιβλίο θέτουν πρότυπα; Μπορεί να επηρεάσουν τη στάση και τη συμπεριφορά ενός νέου ανθρώπου; Και αν ένα βιβλίο μπορεί να επηρεάσει ένα νέο, πώς φαντάζεστε αυτή την επίδραση;

Ο συγγραφέας έδωσε την εξής απάντηση:

Αν μιλάμε με όρους παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας, υπάρχει αναπόφευκτα μια παιδευτική και διδακτική διάσταση, είναι κάτι το οποίο το συμμερίζομαι και ως δάσκαλος. Ούτως ή άλλως υπάρχει μίμηση προτύπων, διότι υπάρχουν πάρα πολλοί σημαντικοί χάρτινοι ήρωες που επηρεάζουν τα παιδιά. Αν πάμε όμως στη λογοτεχνία των ενηλίκων, όπου δεν υπάρχουν οι περιορισμοί της ηλικίας, νομίζω πως η παιδευτική και η διδακτική διάσταση τοποθετούνται σε άλλες βάσεις. Η περίπτωση της παιδικής λογοτεχνίας είναι μια ιδιόμορφη περίπτωση. Σε ό,τι αφορά το μυθιστόρημα ενηλίκων, τα πρότυπα μπορεί να υπάρχουν, γιατί όχι; Ο διδακτισμός όχι. Ο διδακτισμός και η τέχνη είναι λάδι και νερό: δεν πάνε ποτέ μαζί.


Θα συμφωνήσω μαζί του πως διδακτισμός και τέχνη είναι λάδι και νερό: δεν πάνε ποτέ μαζί. Μόνο που εγώ σε αυτό το ‘ποτέ’ δεν βάζω όρια ανάμεσα στα είδη της λογοτεχνίας και πιο συγκεκριμένα ανάμεσα στη λογοτεχνία για παιδιά και νέους και σε αυτήν για ενήλικες αναγνώστες.
Μια ιστορία για παιδιά που θέλει να διδάξει δεν είναι λογοτεχνία. Η λογοτεχνικές ιστορίες μπορεί να ενημερώνουν, μα κυρίως ευαισθητοποιούν. Προσπαθούν να κατανοήσουν τις πράξεις των ανθρώπων και να τις ερμηνεύσουν. Και αυτήν την κατανόηση και την ερμηνεία την μεταδίδουν στον αναγνώστη τους.
Την ηλικιακή ταυτότητα των αναγνωστών προς τους οποίους απευθύνονται  δεν πρέπει να τη δίνουν τα ίδια τα κείμενα, αλλά οι αναγνώστες τους.
Οι αναγνώστες διαχωρίζονται με βάση τα ενδιαφέροντά τους, τις γνώσεις τους, τις ψυχολογικές και συναισθηματικές ανάγκες τους, τις εμπειρίες τους, την κοινωνική τους τάξη.
Αυτή η θέση, στην χώρα μας εμφανίστηκε αμέσως μετά την δικτατορία (ίσως και με κάποιες μεμονωμένες περιπτώσεις και λίγο πιο πριν) και μέσα στη δεκαετία του ’80 εδραιώθηκε. Τότε ήταν που εμφανίστηκαν και με το ήθος τους καθόρισαν την λογοτεχνία για παιδιά και νέους, συγγραφείς όπως η Ζέη, η Σαρή, η Λοίζου, ο Καλιότσος, η Πέτροβιτς, η Μάρα, η Φίλντιση, ο Ι. Δ. Ιωαννίδης, η Γκέρτσου – Σαρρή και κάμποσοι ακόμα άλλοι.
Μα σήμερα υπάρχει –το είπαμε και πιο πριν- μεταξύ των άλλων καταναλωτικών προθέσεων και μια τάση να γράφονται και να εκδίδονται ‘λογοτεχνικά’ έργα για παιδιά με έντονη διάθεση διδακτισμού. Αυτό γίνεται μέσα στα γενικότερα πλαίσια της έκπτωσης των αξιών και της προώθησης κάθε τι που μπορεί να αποφέρει άμεσο κέρδος.
Είναι κρίμα να βλέπει κανείς αυτήν την οπισθοδρόμηση στο χώρο του παιδικού – νεανικού βιβλίου και ασφαλώς όσοι αγαπάμε την λογοτεχνία δεν θα πρέπει να ξεχνάμε πως η εξοικείωση με αυτήν ξεκινά από τα πρώτα μας χρόνια  με τα πρώτα μας αναγνώσματα.    
Αλλά δίπλα σε αυτά τα βιβλία κυκλοφορούν ακόμα κάποια άλλα που δεν αναζητούν τρόπους να διδάξουν το νεαρό αναγνώστη, αλλά να τον παρασύρουν σε ένα ταξίδι εσωτερικών εξερευνήσεων και ανακαλύψεων του κόσμου των άλλων. Και σε τέτοια ταξίδια κανένας διδακτισμός δεν μπορεί να υπάρξει.
Έτσι, λοιπόν, –για να επανέλθω στη σκέψη του αληθινά αγαπημένου συγγραφεά- πιστεύω πως η παιδευτική και η διδακτική διάσταση τοποθετούνται σε άλλες βάσεις όχι μόνο σε ένα είδος της λογοτεχνίας, αλλά σε κάθε λογοτεχνικό κείμενο. Και η πορεία που ένα παιδί ακολουθεί για να επιλέξει το ποιος λογοτεχνικός ήρωας μπορεί να γίνει το πρότυπο, ακολουθεί τον ίδιο δαιδαλώδη διάδρομο που διασχίζει ο κάθε ενήλικος για να ανακαλύψει τη λογοτεχνική περσόνα που θα θαυμάσει και ίσως ταυτιστεί μαζί της. 
Τα παιδιά δεν είναι ένα ξεχωριστό βιολογικό είδος, μα άνθρωποι σε μια  φάση της ζωής τους. Πονούν, φοβούνται, αγαπούν, ονειρεύονται, ελπίζουν, θυμώνουν όπως ακριβώς και κάθε άλλο άτομο είτε είναι 10 χρονών ή 20, 40, 60 ή 80. Αν σε κάτι διαφέρει ο τρόπος που βιώνουν και εκφράζουν όλα αυτά τα συναισθήματα, είναι πως δεν τα έχουν πολλές φορές γνωρίσει. Μα έτσι κι αλλιώς και ο εξηντάχρονος περισσότερες φορές έχει φοβηθεί, αγαπήσει κλπ από τον τριαντάχρονο.  Η ποσοτική διαφορά όσο σημαντική κι αν είναι δεν γίνεται σημαντικότερη της ποιοτικής  ομοιότητας.

Γι αυτό και ας θυμόμαστε πως εν τέλει από τη μια πλευρά είναι τα κείμενα και από την άλλη οι αναγνώστες. Δεν είναι τα κείμενα που επιλέγουν τους αναγνώστες τους, αλλά αυτοί εκείνα που θα θελήσουν να διαβάσουν.



                                                 

Μα ας προχωρήσουμε…
 Ποιο θα είναι το μέλλον του παιδικού βιβλίου;
Πρώτα απ΄ όλα πιστεύω πως άμεσα πρέπει η παιδική και νεανική λογοτεχνία να αντιμετωπισθεί με τη μια κριτική διάθεση παρόμοια με αυτή της λογοτεχνίας των ενηλίκων. Και βέβαια αναγνωρίζω πως και στη λογοτεχνία των ενηλίκων υπάρχει παραλογοτεχνία, αλλά υπάρχει και καθαρή τέχνη του λόγου. Το ίδιο πρέπει να προσπαθήσουμε να συμβεί και στα λογοτεχνικά έργα που απευθύνονται στα παιδιά μας.
Και να μην ξεχνάμε πως αυτοί που είτε ως μέλη επιτροπών είτε ως κριτικοί θα πρέπει να διαβάζουν όχι μόνο παιδικά βιβλία, αλλά γενικά να διαβάζουν και μάλιστα να διαβάζουν κείμενα δοκιμιακά, θεωρητικών προβληματισμών.
Αλλά πέρα από αυτά τα θετικά που θα πρέπει να συμβούν, υπάρχουν και κάποια άλλα που ήδη συμβαίνουν και που θέλω να πιστεύω πως αν δεν χαράζουν το μέλλον, σίγουρα το επηρεάζουν. Ανήκω σε μια αρκετά  μεγάλη ομάδα συγγραφέων και εικονογράφων. Δίπλα μας εκδότες που έχουν όραμα όχι μόνο κέρδους αλλά και προσφοράς. Πήραμε όλοι εμείς στα χέρια μας το πρόγραμμα φιλαναγνωσίας. Οι δάσκαλοι μας υποδέχτηκαν ίσως στην αρχή κάπως διστακτικά, μετά όμως  με αγάπη.
Λοιπόν, από αυτούς τους δασκάλους ζητώ να δούνε τα έργα της λογοτεχνίας για παιδιά με τις απαιτήσεις που θα ζητούσαν να υπάρχουν και στα λογοτεχνικά έργα που αφορούν τους ενήλικες.
Οι δάσκαλοι πρέπει να διαβάζουν και όχι μόνο βιβλία για παιδιά.
Το μέλλον δεν είμαι μάντης για να το φανταστώ. Αλλά μπορώ ως άνθρωπος και συγγραφέας να το σχεδιάσω. Και να αγωνιστώ  για να γίνει πραγματικότητα.
Κάποτε –και με αυτή την ανάμνηση τελειώνω-  ένας μαθητής της Α Γυμνασίου με ρώτησε:
«Αυτά που γράφετε επηρεάζουν αυτά που ζείτε ή αυτά που ζείτε επηρεάζουν όσα γράφετε;»
Ένα παιδί ζήτησε να επιβεβαιώσει την πιο βαθιά ουσία της λογοτεχνικής πράξης.
Οφείλω, οφείλουμε να του την προσφέρουμε αυτήν την επιβεβαίωση.


(Ομιλία μου στο Σύλλογο Εκπαιδευτικών Ηρακλείου Κρήτης 'Νίκος Καζαντζάκης' τον Φεβρουάριο του 2014)