6.4.15

Ο συγγραφέας της αμφισβήτησης της λήθης














Μάνος Κοντολέων:  Ο συγγραφέας της αμφισβήτησης της λήθης



 Ομιλία της σχολικής συμβούλου Μαρίας Καδιανάκη 
(Ηράκλειο, 27/3/2015)

Ο Μάνος Κοντολέων ξεκίνησε να γράφει από παιδί για παιδιά, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι γεννήθηκε για να γράφει. Από το 1979 που βγήκε το πρώτο του βιβλίο, μας έχει χαρίσει μια πολύ πλούσια συλλογή βιβλίων που ανήκουν σε όλα σχεδόν τα λογοτεχνικά είδη: παραμύθια, μικρές ιστορίες, διηγήματα, μυθιστορήματα.
Πώς μπορεί ο ίδιος άνθρωπος να γράφει αφενός με χιούμορ για τις μεγάλες αποφάσεις του αδελφού της Ασπασίας και αφετέρου «με γεύση πικραμύγδαλου στο στόμα” να θίγει τις ευαίσθητες και οδυνηρές πτυχές του Ειτζ;
Αν στόχος κάθε συγγραφέα είναι να επικοινωνήσει, αυτό θεωρώ ότι ο κύριος Κοντολέων το καταφέρνει, ακριβώς γιατί απευθύνεται σε ανθρώπους διαφορετικών ηλικιών και με διαφορετικούς τρόπους ζωής. Το συγγραφικό του ήθος παραμένει σταθερό, όμως όλα τα άλλα, οι εποχές, τα παιδιά  μαζί με τον ίδιο αλλάζουν.
Πώς καταφέρνει να είναι πολυγραφότατος και πάντα επίκαιρος; Ακολουθεί την οδηγία που δίνει στο Δαμιανό ο μπαμπάς του στο έργο του : «Ο αδερφός της Ασπασίας» : «Να γράφεις αυτά που ξέρεις καλά και έχεις ο ίδιος ζήσει» . Γράφει τη δική του αλήθεια .
Συνάμα τηρεί και έναν προσωπικό κανόνα: «Αν σε κάποιον πρώτιστα λογοδοτώ είναι ο ίδιος μου ο εαυτός », έτσι καταφέρνει και γράφει για τον εξωγήινο Εέ και συγχρόνως για τον «Ανίσχυρο Άγγελο».
Ο Μάνος Κοντολέων γράφει για να αμφισβητήσει τη λήθη, να εμποδίσει τον εαυτό του να ξεχάσει. Ο εαυτός του αλληλεπιδρά με τις αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας και γενικότερα της ζωής του, τολμά να βάζει τον εαυτό του στην αυτοβιογραφική ανάμνηση, αποτυπώνει και διατηρεί τη δική του άποψη για την ίδια του τη ζωή. Αυτό τον αναπτύσσει ως άτομο και ως συγγραφέα με αποτέλεσμα να εκφράζει και να διατηρεί μια δυναμική έννοια του εαυτού του, να παραμένει πάντα νέος και επίκαιρος.
Μέσω των βιωμάτων που έχει διαφυλάξει από τη λήθη, επεμβαίνει στη ζωή των αναγνωστών του, επεμβαίνει στη ζωή των νέων ανθρώπων μέσω τριών βασικών ιδεών που χαρακτηρίζουν το έργο του . Η ιδέα της ταυτότητας, της οικογένειας και του έρωτα διαπνέουν το έργο του και σηματοδοτούν  τη βαθιά γνώση του συγγραφέα για την αγωνία και την προσπάθεια του παιδιού  και  του εφήβου να ενταχθούν, να ανήκουν  σε μια ομάδα, να πάρουν και να δώσουν, να εξουσιάσουν και να εξουσιαστούν,  να κοινωνικοποιηθούν.
Η ερώτηση «Ποιος είμαι;» είναι το πρώτο που θα αντιμετωπίσει ο νέος στη μετάβασή του από την παιδική στην εφηβική ηλικία . Αντιμετωπίζει καινούριες προκλήσεις, δραστηριότητες πολύ δύσκολες και οι εναλλακτικές λύσεις δημιουργούν σύγχυση. Όλα αυτά τα περιγράφει ο Μάνος Κοντολέων στο « Δομήνικο», ο οποίος ξεκινά ένα ταξίδι ανακάλυψης του εαυτού του .
Ο Παλιός Παλιός θαλασσινός παίρνει το Δομήνικο από το χέρι και του φωνάζει  «Η αγάπη έχει δύναμη» «Θα νικήσει» « Η αγάπη δίνει ζωή».
Πόσο τυχερό είναι ένα παιδί που ξεκινά τη ζωή του με αυτό το σύνθημα.
Ξεκινά να μεγαλώσει επιλέγει το δρόμο που του δείχνουν τα παιδιά. Τα παιδιά που όλα τα ξέρουν, φτάνει μονάχα να τα ρωτήσεις με το σωστό τρόπο, και θα σου φανερώσουν τη σοφία τους.
Τα μικρά παιδιά θαυμάζουν τον έφηβο Δομήνικο, «σαν φτάσεις», του λένε,  εκεί που θες , δε θα σαι πια αυτός που ήσουν όταν ξεκίνησες. ‘Άλλος θα σαι, θα σε φωνάζουμε «ο μεγάλος Δομήνικος».
Ο Δομήνικος στο ταξίδι του θα μάθει να μιλά ελευθερα, να είναι πάντα ο έαυτός του , να χαίρεται με μικρές ευτυχίες, λέει: «Χάρηκα το χλιαρό γάλα με γεύση κανέλας που μου έδινε η μάνα μου τις μέρες που ήμουν άρρωστος » και «χάρηκα τα ηλιόλουστα πρωινά που ο πατέρας διάβαζε την εφημερίδα του». Ο πατέρας, αυτόν πρέπει να σώσει … Έχει μια κατεύθυνση , ένα στόχο, μια δέσμευση στο ίδιο τον εαυτό του. Μεγάλος άθλος, όμως μαθαίνει ότι το μεγάλο γίνεται μικρό αν στ’ αλήθεια το πιστέψεις.
Ο Δομίνικος πιστεύει στον εαυτό του, αλλά πιστεύει, εμπιστεύεται και τους άλλους, γνωρίζει να ακούει, γνωρίζει να κοιτά, αγαπά τον άνθρωπο , αγαπά τον εαυτό του.  Ξέρει ποιος είναι , το ταξίδι της ανακάλυψης του εαυτού  θα κρατήσει για όλη του τη ζωή , αλλά ακούει τον αετό να του λέει: «Άσε μαζί με τα μάτια σου να βλέπει και η καρδιά σου ». Η καρδιά ερμηνεύει τα ανάποδα και τα παράλογα , Η καρδιά δίνει απαντήσεις που η λογική δεν μπορεί. Απαντά στην ερώτηση Ποιος είμαι; Πού πάω;

Η ιδέα της οικογένειας απασχολεί τον συγγραφέα σε πολλά βιβλία του , επιτρέψτε μου ξεχωρίζω την τριλογία « Ο αδερφός της Ασπασίας » . Ο λόγος που την ξεχωρίζω είναι ότι διασκέδασα όταν την διάβασα. Χαμογέλασα  και είπα απλοϊκά μέσα μου : «Ο Κοντολέων είναι καλός Άνθρωπος», Βλέπετε όπως θα έλεγε και ο Δαμιανός ο μπαμπάς μου που όλα τα ήξερε έλεγε ότι οι άνθρωποι που κάνουν τους άλλους να χαμογελούν είναι καλοί άνθρωποι. Ο Ήρωας της τριλογίας , ένας εκκολαπτόμενος συγγραφέας ο Δαμιανός , αναρωτιέμαι αν είναι ο Μάνος ή ο γιός του Μάνου ή ο γιος που θα ήθελε να έχει ο Μάνος (πιστέψτε με δε γνωρίζω τίποτα για την οικογένεια του κυρίου Κοντολέων) . Ο Δαμιανός λοιπόν, περιγράφει με απίστευτη γλαφυρότητα τη ζωή του μέσα στην οικογένεια του . Και ο μικρός αναγνώστης ανακαλύπτει ότι  όσα συμβαίνουν στην οικογένεια του Δαμιανού συμβαίνουν και στη δική του οικογένεια. Έχω βιώσει κι εγώ η ίδια καταστάσεις που αντιμετωπίζει ο Δαμιανός και ως μητέρα αλλά και ως κόρη. Είναι μια ακτινογραφία όλων των οικογενειακών σχέσεων. Όλοι, μικροί μεγάλοι, θα αναγνωρίσουν κάτι δικό τους και θα χαμογελάσουν, αλλά θα σκεφτούν και για τη συμπεριφορά τους και τα αποτελέσματά της. Η αγάπη και η αλληλοϋποστήριξη μέσα στην οικογένεια αποδεικνύονται θαυματουργές. Όμως ο Δαμιανός παίρνει και μεγάλες αποφάσεις που αφορούν τον εαυτό του, προσπαθεί να τροποποιήσει τη συμπεριφορά του και με την υποστήριξη όλων των μελών της οικογένειας  το καταφέρνει κι έτσι εκτός από μεγάλες αποφάσεις παίρνει και το μεγάλο βραβείο της αυτεπιβεβαίωσης. Το χιούμορ και η δημιουργικότητα που χαρακτηρίζουν  τον αδερφό της Ασπασίας είναι αξιοζήλευτα .
Στο Μυθιστόρημα Μανόλο και Μανολίτο  οι σχέσεις των δύο γενεών , το συναίσθημα και η αγάπη στη μητέρα φύση ενορχηστρώνονται μοναδικά σε έναν ύμνο για τη ζωή και την αγάπη. Ο εγγονός Μανολίτο παίρνει από το  χέρι τον παππού Μανόλο για να εξερευνήσουν το άγνωστο, να ανακαλύψουν το μυστήριο και τη μαγεία της φύσης. Πιστεύουν στην αγάπη της Μητέρας Φύσης και θα ζήσουν ένα θαύμα, θα δουν τις 36 αμυγδαλιές που ποτέ δεν έχουν ανθίσει να μπουμπουκιάζουν, θα μάθουν ότι όταν υπάρχει αγάπη όλα ανθίζουν ακόμα και στο καταχείμωνο .
Ο Μάνος Κοντολέων σεβόμενος την ηλικία της αμφισβήτησης, προσφέρει στους νέους ένα ζευγάρι γυαλιά για να βλέπουν καλύτερα τον κόσμο γύρω τους . Γνωρίζει καλά ότι αν τους αφήσει στο προστατευμένο περιβάλλον που ζουν  δύσκολα θα καταφέρουν να επιβιώσουν . Σιγά σιγά με μοναδική έγνοια το σεβασμό και την ειλικρίνεια,  μέσα από το έργο του Κοντολέων ο νέος γνωρίζει όλες τις πλευρές της ζωής που σύντομα θα κληθεί να αντιμετωπίσει.

Μικρά , απρόβλεπτα καθημερινά επεισόδια λειτουργούν ως αφορμές για να αποκαλυφθούν καινούρια πράγματα στα σαστισμένα μάτια των παιδιών Στις ιστορίες με το τίτλο «Γάντι σε ξύλινο χέρι».
Συνειδητοποιούν την πραγματικότητα του πολέμου, κοιτώντας τον βετεράνο με το  «Γάντι σε ξύλινο χέρι», βιώνουν το γεγονός  του θανάτου αναζητώντας ανήμερα το Πάσχα το αρνάκι με το φιόγκο, Συνειδητοποιούν το ανεπανόρθωτο  της αρρώστιας ακούγοντας τη Ρίτα να φωνάζει όπως άλλοτε  ο πατέρας της «Αυτό είναι σουτ, πιτσιρικάδες!».

Όμως με τρυφερή σοβαρότητα ο συγγραφέας  διαβεβαιώνει  ότι η ζωή νικάει το θάνατο , εφόσον ξεκινά να γράφει εξαιτίας της απώλειας  του Ποκοπίκου της γάτας που έχασε και καταφέρνει να έχει πάντα ζωντανό τον παππού του  γράφοντας : «όσους αγαπήσαμε τους κουβαλάμε πάντα ζωντανούς μέσα στην καρδιά μας».
Διαλύει προκαταλήψεις, όταν ο Ρένος, που μιλάει σα γυναίκα, διακινδυνεύει τη ζωή του, γίνεται ήρωας για να βάλει περήφανος το δικό του κοκορόφτερο δίπλα στο αχινό, το σουγιά και το φιδοτόμαρο , αντικείμενα ανδρείας , των συνομήλικων του που τον χλέυσασαν.
Μέσω των αφηγήσεων του Μάνου Κοντολέων οι μικροί αναγνώστες αποκτούν έμμεσες εμπειρίες ζωής.  Η αγάπη για μια αποκριάτικη στολή που έφτιαξε με μεράκι η μάνα του δε θα λιώσει ποτέ και μετατρέπεται σε οικογενειακό κειμήλιο και η ενσυναίσθηση για τον πόνο που έχει βιώσει ο πατέρας του τον οδηγούν  να νοσταλγεί στο μέλλον την αδερφή  που δεν απόκτησε  ποτέ, εφόσον πέθανε πριν τη γνωρίσει.  .

Διαβάζοντας «Τα σιδερένια παπούτσια», όπου οι νέοι  «με παράλογο» , για μας τους ενήλικες  πάθος, αγαπούν, ονειρεύονται, τρομάζουν, αγωνίζονται, ενθουσιάζονται , ερωτεύονται θυμήθηκα την άποψη του Αριστοτέλη για τους νέους: « οι νέοι αισθάνονται σφοδρές επιθυμίες και μπορούν να εκπληρώσουν εκείνο που επιθυμούν. Από τις επιθυμίες πάλι που σχετίζονται με το σώμα αισθάνονται κυρίως τις ερωτικές και δεν μπορούν να κυριαρχήσουν πάνω τους ….»  Και ευτυχώς γιατί τότε θα σταματούσε η ζωή.  Για το Μάνο Κοντολέων ο έρωτας είναι στάση ζωής, είναι η αγάπη για τη ζωή. Από τον έρωτα αντλεί νεότητα και η νεότητα χαρίζει έρωτα, πάθος για ζωή. Το πάθος γεννά όνειρα που ίσως ποτέ δε θα γίνουν πραγματικότητα. Όμως , όπως λέει και ο συγγραφέας: όσο πιο τολμηρά είναι τα όνειρα μας  τόσο πιο υψηλά φτάνουν τα αποτελέσματα των πρακτικών εφαρμογών μας.
Το πιο δύσκολο κατόρθωμα του ανθρώπου είναι  να αγαπήσει, να αγαπά τον εαυτό του , τότε μόνο θα τον αγαπήσουν οι άλλοι, τότε μόνο μπορεί και ο ίδιος να αγαπήσει. Ο Μάνος αγαπά τον εαυτό του γιατί αρνείται να ξεχάσει  αυτά που έχει ζήσει, γιατί αμφισβητεί τη λήθη. Τον αγαπούν τα παιδιά γιατί τα χαϊδεύει στο κεφάλι, όπως τον Μανολίτο και τους λέει  τις αλήθειες που γνωρίζει με τρυφερή σοβαρότητα και σεβασμό.
Μέσα από το έργο του οδηγεί τον νέο άνθρωπο, το παιδί :
-        να δέχεται την αλήθεια που έρχεται μέσα από τη φύση κι όχι αυτή που φτιάχνει το μυαλό των ανθρώπων.
-        Να ζει σύμφωνα με την ηθική της γνώσης  κι όχι με τις δεισιδαιμονίες  και τις προλήψεις
-        Να αποθεώνει την ομορφιά και τον έρωτα γιατί και τα δύο είναι  δυνατά σαν το νου και φθαρτά σαν τη σάρκα  του ανθρώπου
-        Να αγαπά τον εαυτό του , τις ρίζες του , τον άνθρωπο και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει , εφόσον ο άνθρωπος είναι το πιο τραγικό πλάσμα  μες το σύμπαν!
Μάνο  Κοντολέων σε ευχαριστούμε…