27.1.16

Η Ζωή που περισσεύει…

Ιωάννα Μπαμπέτα
«Η Ζωή που περισσεύει…»
Εικονογράφηση: Σοφία Τουλιάτου

Πατάκης

Μια από τις πλέον δυναμικές μια και νέες φωνές του χώρου των βιβλίων για παιδιά είναι η Ιωάννα Μπαμπέτα.
Ποικίλες οι πηγές όπου αναζητά τα θέματα των ιστοριών της –κυρίως από στιγμές της καθημερινότητας των παιδιών.
Εδώ το θέμα που η Μπαμπέτα το μετατρέπει σε μια μικρή  πρωτοπρόσωπη αφήγηση, έχει να κάνει με τη μοναξιά που βιώνει ένα μικρό κορίτσι όταν βρεθεί σε ένα νέο σχολικό περιβάλλον.
Οι επιλογές των μικρών καθημερινών στιγμιότυπων είναι εύστοχες, και με τρόπο απλό, αλλά ολοζώντανο περιγράφονται.
Η ματιά του παιδιού διατρέχει την αφήγηση, μέσα από αυτή εντοπίζεται το πρόβλημα, οι λάθος στην αρχή λύσεις του και στο τέλος η εύρεση της σωστής.
Ο κόσμος των παιδιών μπορεί στα μάτια των ενηλίκων να φαντάζει ιδανικός, αλλά για τα ίδια τα μικρά παιδιά συχνά είναι πολύ σκληρός.
Η Ιωάννα Μπαμπέτα το ξέρει αυτό (ποιο σωστά δεν το έχει ξεχάσει από τότε που ήταν κι εκείνη παιδί) και με τη βοήθειά του στήνει μια όμορφη όσο και απλή ιστορία.
Την ίδια παιδική ματιά ακολουθούν και οι ολοσέλιδες εικόνες της Σοφίας Τουλιάτου.


Η γιαγιά μου η κλέφτρα

Ντέιβιντ Ουάλιαμς
«Η γιαγιά μου η κλέφτρα»
Εικονογράφηση: Τόνι Ρος
Εκδόσεις Ψυχογιός


Σπάνια οι έλληνες συγγραφείς παιδικής λογοτεχνίας χρησιμοποιούν το χιούμορ όχι ως ένα απλό στοιχείο της αφήγησης, αλλά ως δομικό συστατικό της ίδιας της ιστορίας που αφηγούνται.
Ας είμαστε ειλικρινείς και ας παραδεχτούμε πως ως λαός δεν ξέρουμε τις πολλές μορφές χρήσης του χαμόγελου.
Μα οι αγγλοσάξωνες το γνωρίζουν. Και πολλοί είναι οι συγγραφείς τους που με το βασικό όπλο μια χιουμοριστική ενατένιση του κόσμου στήνουν τις ιστορίες τους.
Νομίζω πως ο τελευταίος μεγάλος χιουμορίστας συγγραφέας της αγγλικής παιδικής λογοτεχνίας ήταν ο Ρόαλντ Νταλ.
Μα φαίνεται πως υπάρχει πλέον ο διάδοχός του.
Ο Ντέιβιντ Ουάλιαμς με το βιβλίο του «Η γιαγιά μου κλέφτρα» δείχνει πως γνωρίζει καλά να χρησιμοποιεί τις τεχνικές του μεγάλου δασκάλου και έτσι να ολοκληρωνέι με αυτές μιας ιστορίας που μαζί με το χαμόγελο προσφέρει κοινωνική κριτική, συναισθηματική φόρτιση και ηθικές αξίες.
Σε μια κοινωνία όπου ανάμεσα στους διάφορους ρατσισμούς διαθέτει κι αυτόν που έχει να κάνει με την ηλικία, ο ενδεκάχρονος Μπεν αντιμετωπίζει ως καταναγκαστικά έργα τα βράδια κάθε Παρασκευής που πρέπει να τα περνάει στο σπίτι της βαρετής και ηλικιωμένης γιαγιάς του.
Αλλά αυτό που φαίνεται δεν είναι πάντα και ότι στην πραγματικότητα συμβαίνει. Μεγάλο μάθημα ζωής κάτι τέτοιο και η γιαγιά του Μπεν θα φροντίσει να το μάθει στον εγγονό της.
Κι έτσι θα φωτιστεί στην ψυχή του μικρού Μπεν μια άλλη πλευρά της γιαγιάς.
Την περιπέτεια και την διασκέδαση μπορεί κάποιοι –όπως οι γονείς του Μπεν- να τις αναζητούν στα τηλεοπτικά παιχνίδια, αλλά κάποιοι άλλοι –όπως η γιαγιά- ξέρουν να τη δημιουργούν μόνοι τους.
Και να που η βαρετή ηλικιωμένη χαρίζει στον εγγονό της αυτό που όλοι –και κυρίως τα παιδιά- έχουμε ανάγκη. Τη φαντασία και μαζί με αυτήν την πίστη στον ίδιο μας τον εαυτό.
Ο Ουάλιαμς προχωρεί πιο πέρα ακόμα την ιστορία του και τολμά να θέσει και το θέμα ‘θάνατος’. Το διεκπεραιώνει με ρεαλισμό όσο και διακριτικότητα.
Το μυθιστόρημα εικονογραφείται από τον Τόνι Ρος, βασικό εικονογράφο του Νταλ.
Τελικά με το χιούμορ πολλά μπορείς να πεις. Πολλά μπορείς και να πετύχεις. 

Μακάρι να το αποκτήσουν τα παιδιά μας.

14.1.16

Ο θάνατος στα βιβλία για παιδιά




Αργυρώ Πιπίνη                                                                              Benji Davies
«Το δικό τους ταξίδι»                                                                   «Το νησί του παππού»
Εικ. : Μαριλένα Μελισσηνού                                                        Εικ. : του συγγραφέα
Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο                                                               Εκδόσεις Ίκαρος


Είναι πλέον δεδομένο πως όλα τα θέματα μπορεί κανείς να τα βρει να αναπτύσσονται σε μια ιστορία που γράφτηκε με στόχο να διαβαστεί (ή να ακουστεί) από ένα μικρό παιδί.
Οι σύγχρονες αντιλήψεις των ψυχολόγων και των παιδαγωγών από τη μια απελευθέρωσαν τις εμπνεύσεις των συγγραφέων και από την άλλη τους προσφέρανε και μια επιστημονική κάλυψη ως προς το πως μπορεί κανείς να χειριστεί ευαίσθητα ζητήματα χωρίς να υποβιβάζει τη λογοτεχνική τους οντότητα.
Μα όσο και αν όλα πλέον μπορεί να ειπωθούν σε ένα παιδί, υπάρχει ένα θέμα που ακόμα δεν έχει ολότελα πείσει τους γονείς, πρώτιστα, αλλά και τους συγγραφείς σε ένα μεγάλο ποσοστό, ότι  μπορεί κι αυτό να γίνει η βάση μιας ιστορίας.
Ο θάνατος αν δεν παραμένει ακόμα ένα θέμα ταμπού, σίγουρα θεωρείται ένα δύσκολο γνωστικό πεδίο που τα παιδιά θα το ενσωματώσουν στις αναγνωστικές τους εμπειρίες χωρίς να πληγωθούν ή και να τρομάξουν.
Σε ένα βαθμό είναι λογική αυτή η αντιμετώπιση. Η κοινωνία μας στρέφει μακριά το βλέμμα από το βιολογικό τέλος των ανθρώπων. Προτιμά να συζητά το παρόν, να κοιτά το παρελθόν, να ονειρεύεται το μέλλον.
Αλλά ο θάνατος πάντα υπάρχει και δεν θα μπορούσε παρά να δηλώσει το παρόν του και σε κάποια παιδικά βιβλία.
Ο θάνατος με την μορφή της απώλειας κυρίως και όχι τόσο ως βιολογικό γεγονός.
Ο πλέον συνηθισμένος, μα και ο πλέον ελεγχόμενος τρόπος να γράψει κάποιος μια ιστορία για παιδιά με θέμα την απώλεια από ένα θάνατο, είναι να χρησιμοποιηθεί ένα ζώο.
Σκυλάκι, γατάκι κ.α δίνουν την ευκαιρία στον συγγραφέα να περιγράψει το βάθος της απώλειας, χωρίς να διακινδυνεύει να πληγώσει τον άγνωστο του αναγνώστη.
Γιατί αυτό που ο συγγραφέας της παιδικής  λογοτεχνίας συνεχώς έχει μπροστά του άλλοτε ως δίλλημα και άλλοτε ως πρόκληση είναι πως δεν ξέρει το πως θα αντιδράσει ο αναγνώστης του –ένας αναγνώστης που λόγω ηλικίας είναι πολύ περισσότερο ευάλωτος απ΄ ότι κάποιος ενήλικος.
Μα οι συγγραφικές δεσμεύσεις όταν μάλιστα φτάνουν στα όρια της αυτολογοκρισίας, δεν μπορούν να εγγυηθούν ένα λογοτεχνικά άρτιο αποτέλεσμα.
Κι έτσι κάποιοι συγγραφείς έχουν καταφέρει να βρούνε τρόπους να παρουσιάσουν τον θάνατο με τρόπο που ενώ θα είναι ρεαλιστικός δεν θα πληγώνει ή τρομάζει το παιδί που θα διαβάσει (ή ακούσει) την σχετική ιστορία.
Δεδομένο είναι πως για ένα παιδί το πλέον δύσκολο να αποδεχτεί είναι ο πιθανός θάνατος της μητέρας ή του πατέρα του.
Αλλά αν η ιστορία αναφέρεται στην απώλεια των αμέσως πιο κοντινών προσώπων, τότε η όλη κατάσταση είναι αρκούντως αντιμετωπίσιμη.
Κι έτσι οι συγγραφείς επιλέγουν μια γιαγιά ή ένα παππού για να μυήσουν τον αναγνώστη τους στο γεγονός του θανάτου.
Και επειδή ο παππούς συνήθως είναι και ο πλέον ηλικιωμένος στον μικρόκοσμο ενός παιδιού, αλλά και αυτός -σε σχέση τουλάχιστον με τη γιαγιά- που αποτελεί μια γέφυρα ανάμεσα στην κλειστή οικογένεια και τον ανοιχτό περίγυρο, οι συγγραφείς προτιμούν αυτόν να επιλέξουν για να αναλάβει το βάρος της ευαίσθητης αυτής μύησης.
                         ********************************
Οι παραπάνω σκέψεις προήλθαν από την ανάγνωση δυο πολύ καλών παιδικών εικονογραφημένων βιβλίων που αναφέρονται στην απώλεια και στον θάνατο του παππού.
Το πρώτο –αυτό που έχει γραφτεί από την Αργυρώ Πιπίνη- η μορφή του παππού κρατιέται σε μια απόσταση από τα δυο εγγόνια καθώς πριν από το θάνατό του, τα παιδιά ‘βλέπουν’ και τη βιολογική του φθορά.
Ο παππούς ξεχνά, ασθενεί από Αλτσχάιμερ. Μετά πεθαίνει.
Η συγγραφέας χρησιμοποιεί τα δυο εγγόνια για να περιγράψει αυτήν την πορεία προς το τέλος. Η περιγραφές μέσα από τα λόγια των δυο παιδιών, έχουν αμεσότητα και διακριτικότητα. Και μια πολυφωνία, καθώς δύο είναι τα εγγόνια –ένα αγόρι και ένα κορίτσι.
Και αυτή η πολυφωνία είναι νομίζω που δικαιολογεί την παρουσία δυο εγγονιών, μιας και οι παρατηρήσεις και οι  αντιδράσεις τους δεν διαφέρουν ούτε ως προς το φύλλο τους, ούτε ως προς μια διαφοροποιημένη ωριμότητα που μπορεί να τα χαρακτήριζε.
Η εικονογράφηση στην αρχή εστιάζεται στα πρόσωπα των δυο παιδιών. Αποφεύγει να δείξει το πρόσωπο του φθίνοντος παππού και στο τέλος  -καθώς ο παππούς ‘αναχωρεί’- οι εικόνες στρέφονται προς το περιβάλλον της γης αλλά και του σύμπαντος.
Θέση λοιπόν κείμενου και εικόνας είναι αυτό που και στο οπισθόφυλλο, μεταξύ άλλων, σημειώνεται:
Μια ιστορία για τη δύναμη της μνήμης, για όσους μας ακολουθούν στα όνειρά μας…

                 *************************************

Κάτι αντίστοιχο αναγράφεται και στο  οπισθόφυλλο του άλλου βιβλίου «Το νησί του παππού» - οι πολύ αγαπημένοι μας μένουν κοντά μας όσο μακριά κι αν φαίνονται.
Εδώ η αναφορά στην απώλεια του θανάτου γίνεται περισσότερο με τους όρους μιας ιστορίας με δράση. Ο παππούς περνάει μαζί με τον εγγονό του από μια  μαγική πόρτα (στοιχείο από τυχόν παραμύθια που παππούς και εγγονός είχαν κάποτε μοιραστεί) και βρίσκονται και οι δυο σε ένα ερημικό νησί. Εκεί θα περάσουν κάποιες περιπέτειες, εκεί θα είναι που ο παππούς θα αποφασίσει πως θέλει για πάντα να μείνει, αλλά πείθει τον εγγονό μόνος του να κάνει το ταξίδι της επιστροφής.
Από τη σχέση μένει η εμπειρία των όσων βιωθήκαν και η πολύτιμη ανάμνηση μιας ίσως σύντομης, αλλά έντονης περιπέτειας.
Ο παππούς δεν φθείρεται βιολογικά. Ο θάνατος έρχεται με τη μορφή μιας αποχώρησης που ο ενήλικος ήρωας με αξιοπρέπεια αποδέχεται.
Και πάλι ο χώρος όπου ο ηλικιωμένος πηγαίνει είναι ένας χώρος μαγευτικός, ίσως όχι τόσο συμπαντικός όσο στο προηγούμενο βιβλίο, αλλά σίγουρα ένα μέρος όπου το αγαπημένο μας πρόσωπο μπορούμε να είμαστε σίγουροι πως θα υπάρχει μέσα σε μια διαρκή χαρά.
Αυτή την διάθεση να περιγραφτεί το ταξίδι της ζωής και του θανάτου ως μια περιπέτεια, πέρα από το κείμενο την επιτελεί και η εικονογράφηση. Εικόνες όπου το φως δείχνει να συνυπάρχει με τις σκιές, έτσι όπως ακριβώς συνυπάρχει και μέσα σε ένα τροπικό δάσος.

Δυο βιβλία που με τρόπο επιτυχημένο προσφέρουν την ευκαιρία στον αναγνώστη τους να μπορέσει να αντιμετωπίσει μια πρώτη εξοικείωση με το γεγονός του θανάτου. Και βέβαια δίνουν ακόμα τη δυνατότητα στον ενήλικο που συμπαραστέκεται στις αναγνωστικές αναζητήσεις του παιδιού, να συνομιλήσει μαζί του και να τον βοηθήσει να συμφιλιωθεί με την μεγίστη απώλεια.

Πρώτη δημοσίευση: http://www.thinkfree.gr/thanatos-paidiki-logotechnia-kontoleon/