13.5.16

Βερολίνο, γεια - Βιώνοντας ένα αύριο ναρκοθετημένο


«Βερολίνο, γεια»
Wolfgang Herrndorf
 Μετάφραση: Απόστολος Στραγαλινός
 Εκδόσεις Κριτική, 2015

 
Ο Βόλφγκανγκ Χέρντορφ γεννήθηκε στο Αμβούργο το 1965 και πέθανε στα 48 του χρόνια, μετά από βαριά και μακρόχρονη ασθένεια.

Παράλληλα με τη συγγραφή ασχολήθηκε και με την ζωγραφική και την εικονογράφηση.

Η μεγάλη επιτυχία ήρθε λίγο πριν το βιολογικό του τέλος.

Το μυθιστόρημα του «Βερολίνο, γεια» (γερμανικός τίτλος Tschick) κυκλοφόρησε το 2010, έγινε best seller, μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, κέρδισε σημαντικά βραβεία νεανικής λογοτεχνίας.

Μυθιστόρημα ενηλικίωσης και περιπέτειας, ανακάλυψης του κόσμου και του εαυτού μας, ανίχνευση των νόμων της Φύσης και της κοινωνίας –και όλα αυτά κάτω από μια κλασική συνταγή συγγραφής. Αυτή που έχει δημιουργήσει έργα και ήρωες όπως ο Χωκ Φιν, ο Τομ Σώγιερ, ο Άρχοντας των Μυγών.

Ο Β. Χ. με αφάνταστη μαεστρία και με διαβολεμένο κέφι ακολούθησε τα βήματα των μεγάλων δασκάλων – μυθιστοριογράφων και έστησε ένα σκηνικό μέσα στο κέντρο της πρώην ανατολικής Γερμανίας, κάπου εκεί γύρω στα 2009.

Ένα σκηνικό περιπλάνησης. Με όχημα ένα παλιό Lada Niva. Και με κεντρικά πρόσωπα δυο δεκατετράχρονα αγόρια. Το ένα εκπροσωπεί την μεγαλοαστική τάξη, το άλλο τους οικονομικούς πρόσφυγες.

Η συνύπαρξη μιας κλασικής, παλιάς μεθόδου αφήγησης με σύμβολά όπως ένα σαραβαλιασμένο μα πάντα μάχιμο Lada, ένα αγόρι που η οικογένειά του καρπούται τις δυνατότητες του καπιταλισμού κι ένα άλλο αγόρι που έρχεται από μια κοινωνία που έχει καταρρεύσει, προσδίδει στο μυθιστόρημα μια διάσταση πέραν εκείνης της περιπέτειας και της αναζήτησης του νέου εαυτού. Πίσω από τη δράση, ο σχολιασμός.

Τον υπηρετούν και τα άλλα πρόσωπα που έστω και σε λίγες σελίδες συντροφεύουν τους δυο ήρωες. Το κορίτσι που ζει στον σκουπιδότοπο και που από κάπου, από μέρος της διαλυμένης κεντρικό – ανατολικής Ευρώπης έρχεται* ο παλιός ναζί στρατιώτης που είχε κάποτε προδώσει την κομμουνίστρια αρραβωνιαστικιά του, που θυμάται πάντα με έπαρση τους ρώσους που είχε σκοτώσει στο Ανατολικό Μέτωπο και που τώρα κατοικεί σε ξεχασμένο (ίδια μ΄ αυτόν) χωριό βομβαρδισμένο από τους συμμάχους* οι γιατροί στο νοσοκομείο που φροντίζουν τους ασθενείς με αποστειρωμένη ευσυνειδησία, η χοντρή οδηγός μιας BMW που προσφέρει εθελοντική εργασία, αλλά δεν χαρίζει τη συνέχεια της παρουσίας της* η νεόπλουτη συμμαθήτρια που έλκεται μόνο από όσους τα φώτα της δημοσιότητας φωτίζουν.

Ναι, όλα αυτά, μαζί με μια χώρα όπου λες και οι κάτοικοι της αν και υπάρχουν δεν δηλώνουν την παρουσία τους, όλα αυτά σχολιάζουν ό,τι συμβαίνει στα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα. Και τα σχολιάζουν με φαντασία, ευρηματικότητα. Αλλά και με μια υποδόρια πίκρα, έναν αξιοπρεπή πόνο.

Άρα και πολιτικό έργο; Θα τολμούσα να το ισχυριστώ, αφού όμως πρώτιστα μείνω στην ολοζώντανη χρήση της γλώσσας των νέων (εδώ η μετάφραση του Απόστολου Στραγαλινού έχει πολλά προσφέρει), στα απανωτά ευρήματα και στα ξεκαρδιστικά επεισόδια.

 Τελικά οι δυο έφηβοι -καθώς αισθάνονται αποκομμένοι τόσο από τις οικογένειές τους, όσο και από τους συμμαθητές και φίλους τους- ξεκινάνε να ζήσουν τις καλοκαιρινές διακοπές τους χωρίς συγκεκριμένο στόχο. Ο δρόμος είναι αυτός που θα τους τον βρει. Στον δρόμο θα βρεθούνε αντιμέτωποι με τις αληθινές αδυναμίες τους, αλλά και θα ενεργοποιήσουν τις γνήσιες δυνάμεις τους. Στο δρόμο θα είναι που θα ανιχνεύσουν την σεξουαλικότητά τους, θα αντιπαρατεθούν με τη φθορά των νιάτων τους, θα παλέψουν με το παρελθόν και θα υποψιαστούν το μέλλον τους.

Μυθιστόρημα, λοιπόν, αυτογνωσίας. Μυθιστόρημα που υποκλίνεται στους προπάτορές του και συνάμα διαφοροποιείται από αυτούς.

Ναι, διαφοροποιείται. Γιατί πίσω από την περιπέτεια, πίσω από το χιούμορ, πίσω από της ανακάλυψη ταυτοτήτων και ορίων, υπάρχει ένας λυγμός.

Ίσως ο λυγμός του νέου ανθρώπου που όχι μόνο ατομικά, αλλά και ως μέλος μιας κοινωνίας καλείται να ζήσει στο αύριο την ίδια στιγμή που υποψιάζεται (ίσως σε κάποιες περιπτώσεις και να το γνωρίζει) πως αυτό το αύριο έχει ναρκοθετηθεί.

Με πόσο πικρή αισιοδοξία τελειώνει:

Ένοιωσα τρομερή χαρά γιατί, σύμφωνοι, δεν γίνεται να κρατήσουμε για πάντα την αναπνοή μας. Μπορούμε όμως για αρκετά μεγάλο διάστημα.

Με δυο λόγια: ένα υπέροχο δείγμα λογοτεχνίας για νέους και -όχι μόνο- αναγνώστες. Ένα σύγχρονο cross over μυθιστόρημα.


 Πρώτη ανάρτηση:


Η πρώτη φλέβα






Από όσο γνωρίζω το συγγραφικό έργο του Γιάννη Μακριδάκη, είναι ένα έργο που ιδιαίτερα βασίζεται, μα και προβάλει, στοιχεία λαϊκού πολιτισμού και τρόπου ζωής και σκέψεων απλών ανθρώπων.

Άλλωστε σημαντικό τμήμα του συγγραφικού έργου του συγκεκριμένου συγγραφέα έχει να κάνει και με έρευνα λαογραφικού υλικού.

Με αυτές τις προϋποθέσεις ολοκλήρωσα την ανάγνωση και τούτου του βιβλίου. «Πρώτη φλόγα» που θα μπορούσε να σημαίνει πρώτη καταγραφή για να αναπτυχθεί (στο μέλλον;) όλο το υλικό που προσφέρεται μέσα από τις δυο πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις –ενός ηλικιωμένου ναυτικού και μιας επίσης ηλικιωμένης πόρνης.

Και οι δυο ΄έδρασαν’ μέσα στην εικοσαετία 1960 – 1980 και οι αφηγήσεις τους έχουν ως κεντρικό τους άξονα τον πληρωμένο έρωτα.

Ο ναυτικός περιγράφει τις διάφορες εκδιδόμενες γυναίκες που γνώρισε στα λιμάνια του κόσμου –από την Ιαπωνία έως τη Βραζιλία- μα παράλληλα φωτίζει και τη ζωή των ναυτικών (κάποιων έστω) κατά τη διάρκεια υπερπόντιων ταξιδιών.

Η πόρνη αναφέρεται στον τρόπο λειτουργίας των ‘σπιτιών’ εκείνης της εποχής, στους πελάτες και γενικά στον κοινωνικό της περίγυρο.

Και οι δυο, τώρα που αφηγούνται το παρελθόν τους, ζούνε μόνοι –ή δεν θέλησαν ή απέτυχαν να φτιάξουν σχέσεις ουσίας και να στήσουν οικογένειες.

Και οι δυο δείχνουν πως ότι ζήσανε και ότι κάνανε υπήρξε μια συνειδητή τους επιλογή κι έτσι θα μπορούσε όλη η νουβέλα να αναγνωστεί και ως ένα ντοκουμέντο αμφισβήτησης της κυρίαρχης μικροαστικής άποψης που εδραιωνότανε εκείνη την εικοσαετία.

Η δομή το έργου αφήνει τμήματα της μιας αφήγησης να εισέρχονται σε τμήματα της άλλης, αλλά στην ουσία η καθεμιά τους υπάρχει ανεξάρτητα και αν κάτι της συνδέει είναι αυτό που πιο πάνω παρατήρησα –η αμφισβήτηση του μικροαστισμού.

Πέρα από αυτό –με την όποια αξία μπορεί να έχει ως αρχειακό υλικό- η νουβέλα αξίζει να διαβαστεί και ως επίτευγμα γλωσσικής ενσάρκωσης προφορικού λόγου δυο διαφορετικών προσωπικοτήτων.

Δεν μπορώ να γνωρίζω (μήτε και ο συγγραφέας προσφέρει αυτή τη πληροφορία) αν οι δυο μονόλογοι στηρίζονται σε αυθεντικές μαρτυρίες, αλλά ακόμα κι αυτό να έχει συμβεί, σε τίποτε δε μειώνεται η ικανότητα του Μακριδάκη να ‘μιμείται’ τη γλώσσα ανθρώπων που στην ουσία έζησαν στο περιθώριο της κεντρικής αστικής νοοτροπίας.

Πέρα, όμως, από αυτό ας μου επιτραπεί να εκφράσω μια απορία.

Γιατί ένα συγγραφέας που όχι μόνο με τα λογοτεχνικά κείμενά του, αλλά και με πολλαπλές άλλες συγγραφικές προτάσεις του παίρνει θέση σε ζητήματα οικολογίας και μιας πλατιάς αντίληψης πολιτικής συνείδησης, στρέφεται στη συγκεκριμένη εποχή που ζούμε όχι στα άμεσα και καίρια και καυτά ζητήματα που απασχολούν το τόπο και τους ανθρώπους του, αλλά στην αναπαράσταση του τρόπου σκέψης ανθρώπων που ίσως πλέον όχι μόνο ως χαρακτήρες, αλλά και ως φορείς ιδεολογίας να μην υπάρχουν;

Να μην υπάρχουν; Μήπως όμως η αντισυμβατικότητά τους να είναι μια πρόταση διεξόδου στο αδιέξοδό μας;


Δεν έχω πειστεί. Παρόλα αυτά … Αναρωτιέμαι.


Πρώτη ανάρτηση:

http://fractalart.gr/prwti-fleva/