18.4.17

Η «ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΠΟΛΗ» του Μάνου Κοντολέων Το βιβλίο που διάβασα, Κωστής Α. Μακρής



«Στη λεωφόρο ακίνητα αυτοκίνητα.
Στα καλώδια του ηλεκτρικού ―λίγο πιο πριν― κάποια πουλιά.
Τρομάξανε… Πετάξανε. Τα καλώδια τώρα γυμνά.
Κάποιο τροχαίο, κορναρίσματα, φρεναρίσματα και ξαφνικά μποτιλιάρισμα και στις τέσσερις λωρίδες.
Στην αριστερή το μαύρο Citroen ― εκεί μέσα με τη βία την είχαν σπρώξει. Τη Στεφανία.
Στο μαύρο Citroen τώρα. Με τα μαύρα φιμέ τζάμια. Δεν τη βλέπει κανείς τη Στεφανία. Μόνο εκείνη μπορεί να δει.»

Οι πρώτες εφτά σειρές από το μυθιστόρημα του Μάνου Κοντολέων «ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΠΟΛΗ».

Υπάρχουν ακίνητα αυτοκίνητα, πουλιά τρομαγμένα, γυμνά καλώδια ηλεκτρικού, μια γυναίκα ―δεν ξέρουμε ακόμα την ηλικία της, εκτός αν έχουμε διαβάσει το οπισθόφυλλο του βιβλίου― με τη βία σπρωγμένη σ’ ένα μαύρο αυτοκίνητο. Λέξεις προσεχτικά διαλεγμένες, με αντιθέσεις, με μαύρο, με γυμνό, με τρόμο… Λέξεις που προϊδεάζουν για το τι θα ακολουθήσει.

Ζοφερό, ε; Θέλεις όμως να διαβάσεις παρακάτω.

«Μια χώρα. Μια πόλη. Οι άνθρωποι... Η Στεφανία, ο Κλεάνθης, ο Τονίνο (που θέλει να τον φωνάζουν Σαμποτάζ)...
Σε εποχή μεγάλης οικονομικής κρίσης. Αλλάζουνε όλα και όλοι.
Αλλάξανε ―γαμώ το μου!― οι δρόμοι, τα μαγαζιά, τα σπίτια.
Αλλάξανε οι άνθρωποι... Πάρτο χαμπάρι, φίλε!
... Μα κάποια πράγματα ―το ξέρω και δε χρειάζεται εσύ να μου το πεις― δεν έχουν, ακόμα, αλλάξει.
Όπως τα μαλλιά της Στεφανίας! Ήταν και παραμένουν κόκκινα. Και μακριά. Και όλο μπούκλες.
Όχι, αυτά δεν αλλάξανε... Ακόμα έστω.
Είναι μαλλιά που είχαν και έχουν την απόχρωση μιας φλόγας την ώρα που ετοιμάζεται να σβήσει. Έτσι ήταν τα μαλλιά της Στεφανίας από πάντα.
Και πάντα κόκκινα παραμένουν• δεν αλλάξανε.
Μα μέχρι πότε θα είναι τα ίδια;
Ένα crossover μυθιστόρημα ενηλικίωσης.»

Αυτό το έχω διαβάσει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου.

Όταν διαβάζω, μιλάω στο εαυτό μου. Διαβάζω, σκέφτομαι, αναστοχάζομαι, θυμάμαι, παρασύρομαι από τις λέξεις, τη μουσική των φράσεων, βυθίζομαι, κρίνω, επικρίνω, θαυμάζω, ζηλεύω…

Σε μερικές φράσεις μπορεί και να κλάψω ή απλώς να δακρύσω.

Όπως στις πιο κάτω:

«Αλλά…
Αλλά με το σιδέρωμα ίσως να ήταν κάπως αλλιώτικα όλα αυτά. Εργασία μηχανική. Πράττεις χωρίς να σε απασχολεί το τι κάνεις. Και τα πεντακάθαρα ρούχα έχουν άποψη. Σου προτείνουν αισιοδοξία.» [σελ. 125]

Η Στεφανία σκέφτεται.

Πράττει και σκέφτεται.

Πράττει, σκέφτεται, αποφασίζει.

Μερικές φορές «εν θερμώ».

Όπως και ο συγγραφέας της, ο Μάνος Κοντολέων.

Λέει ο Μάνος Κοντολέων ότι κάθε βιβλίο είναι μια πολιτική πράξη κι ότι μερικές φορές προτιμάει να γράφει «εν θερμώ». Όταν η πραγματικότητα γύρω του είναι ακόμα φρέσκια, τραγανή, σαν φρεσκοψημένο ψωμί που καίει.

Και ο Μάνος Κοντολέων αρέσκεται να διαχειρίζεται το καυτό ψωμί της πραγματικότητας.
Και το κάνει καλά (βλ. «Ανίσχυρος άγγελος» καθώς και «Δε με λένε Ρεγγίνα… Άλεχ με λένε»).
Είναι μια πολιτική πράξη η γραφή κατά τον Μάνο Κοντολέων.

Όχι τόσο με την ξεπερασμένη έννοια της «στράτευσης» αλλά με την έννοια ότι η Τέχνη είναι ένας από τους πιο σοβαρούς στόχους κάθε στιβαρής και ανθρωποκεντρικής πολιτικής.
Εδώ μέσα υπάρχει και λίγος Μακρυγιάννης («γι’ αυτά πολεμάμε…»).

Όποτε γράφω ένα σημείωμα για ένα βιβλίο, μια θεατρική παράσταση ή για κάποιο άλλο έργο τέχνης, συνηθίζω να λέω «η παράσταση που είδα, η μουσική που άκουσα, το βιβλίο που διάβασα».

Κρύβει μια υποκρισία αυτή η δήλωση «υποκειμενικότητας». Το ξέρω…
Κρύβει την υποκρισία ότι αν έφτανε το «μου αρέσει» δεν θα χρειαζόταν να σας παιδεύω, εσάς τις αναγνώστριες και τους αναγνώστες μου, με τόσα πολλά λόγια τεκμηρίωσης αυτού του «μ’ αρέσει».

Επομένως;

Αυτό που δεν θα κουραστώ να λέω είναι ότι κάθε ανάγνωση ενός βιβλίου ή άλλου έργου τέχνης είναι υποκειμενική υπόθεση.

Αλλά η ανάγνωση της λογοτεχνίας είναι κι αυτή μια τέχνη.

Και αφού η τέχνη δεν μαθαίνεται (αμιγώς) επιστημονικά αλλά μέσα από την άοκνη τριβή με το αντικείμενό της, μέσα από την επίμονη και παθιασμένη ανάγνωση, μέσα από την αγάπη για την τέχνη και με μέντορες να σε καθοδηγούν και να σε εξοπλίζουν με εφόδια και δεξιότητες πολλαπλές, κάθε κριτικό σημείωμα και κάθε ανάγνωση κρύβουν μέσα τους άλλες, πολλές, πάρα πολλές αναγνώσεις.

Έχοντας διαβάσει την ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΠΟΛΗ και έχοντας ακούσει και διαβάσει κάποιες κρίσεις και σχόλια σχετικά με την ποιότητα αλλά και τη «σκληρότητά» της, θυμήθηκα μερικά άλλα «σκληρά» βιβλία ή διηγήματα που διάβασα ως παιδί. Ένα που αναφερόταν σ’ ένα παιδί χαμένο στη ζούγκλα, μεγαλωμένο από λύκους και κυνηγημένο από έναν τίγρη (Μόγλης, του Ρ. Κίπλινγκ). Ένα άλλο με ένα κοριτσάκι που η μαμά του ήταν πόρνη και πέθανε και το κοριτσάκι μεγάλωσε με έναν φυγόδικο πρώην κατάδικο (Οι Άθλιοι, Β. Ουγκό). Ένα άλλο που ο βασικός ήρωας μεγαλώνει σ’ ένα άθλιο ορφανοτροφείο, περνάει από χίλια μύρια μαρτύρια, μπλέκει με μια συμμορία ληστών, μια γυναίκα που τον προστατεύει σκοτώνεται από τον εραστή της και γενικά τραβάει των παθών του τον τάραχο αυτό το παιδί (Όλιβερ Τουίστ, Τσ. Ντίκενς).
Τι να πρωτοθυμηθώ από την ατελείωτη σειρά «σκληρών» βιβλίων «ενηλικίωσης» που ακόμα και τώρα τα διαβάζω με ανανεωμένη κάθε φορά την ηδονή της ανάγνωσης ενός βιβλίου που είναι και για παιδιά και για μεγάλους και για τεράστιους.

Αυτό θα πει Crossover;

«Χελόου!» που θα έλεγε κάποια σαν τη Στεφανία, στις καλές της μέρες, ή σαν τον Τονίνο (ή Σαμποτάζ) επίσης στις καλές του μέρες.

Μα αυτό είναι ο εκ των ων ουκ άνευ όρος που πρέπει να πληροί κάθε καλό βιβλίο! Να μπορεί να διαβαστεί από εγγράμματους κάθε ηλικίας και να προσφέρει χαρά αναγνωστική σε όλες και όλους. Κι όχι μόνο αυτό. Αλλά να μπορεί να μεγαλώνει μαζί με τον αναγνώστη του. Όπως,για παράδειγμα, τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη που αυτά ―πολλά― κι αν έχουν μέσα τους την αβάσταχτη σκληρότητα της κοινωνικής αδικίας. Αλλά και την τρυφερότητα που κρύβει μέσα του το σκληρό κέλυφος, σαν να χρειάζεται για την προστατεύει από τις πρόχειρες κι επιδερμικές αναγνώσεις.

Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι με προσιτά όλα τα βιβλία της βιβλιοθήκης μας (χωρίς ΚΑΜΙΑ ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ, όπως δηλώνεται στο εξώφυλλο της ΑΜΑΡΤΩΛΗΣ ΠΟΛΗΣ). Ξεφύλλισα στα 10 μου το Δεκαήμερο του Βοκάκιου, στα 12 τον Εραστή της Λαίδης Τσάτερλυ αλλά εντρύφησα σε αυτά μεγαλύτερος. Παράτησα στη μέση κάνα δυο του Μαρκήσιου Ντε Σαντ επειδή δεν μου άρεσαν και για μερικά άλλα (δήθεν «απαγορευμένα») είπα «Ε, και;» και τα παράτησα.

Η ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΠΟΛΗ του Μάνου Κοντολέων, το έχω πει και θα το ξαναπώ, είναι ένα από τα βιβλία που θα αποτελέσουν πηγή έρευνας και μελέτης για τον ιστορικό του μέλλοντός μας, σε σχέση με την Ελληνική πραγματικότητα της πενταετίας 2015-2020.

Όχι μόνο επειδή είναι ένα τεκμηριωμένο κοινωνικά βιβλίο, όχι μόνο επειδή έχει τη σημερινή γλώσσα σαν όχημα για τις ιδέες του ― χωρίς «ψευδεφηβικές» ακρότητες― όχι μόνο επειδή περιγράφει με σπαραχτικό ―αλλά όχι «ευπώλητα» σπαραξικάρδιο και «ροζουλί» τρόπο― τα βάσανα μιας σχεδόν χαμένης γενιάς, αλλά επειδή σαν τον μυθικό Ανταίο παίρνει δύναμη από τη Γη τής γύρω του πραγματικότητας, πάνω στην οποία πατάει γερά.

Της ελληνικής σημερινής πραγματικότητας που δεν παριστάνει ότι την βιώνει ο Μάνος Κοντολέων όπως ένα άστεγος (για παράδειγμα) αλλά τη γνωρίζει όπως κάθε ευαίσθητος άνθρωπος που δεν χρειάζεται να μεταναστεύσει στην πόλη Χομς της Συρίας για να αντιληφθεί τη φρίκη του πολέμου και το τι σημαίνει να χάνεις το παιδί σου από βόμβες χημικών.

Η ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΠΟΛΗ του Μάνου Κοντολέων έχει δυο πολύ σπουδαίες, κατά τη γνώμη μου, αρετές: είναι ένα εξαιρετικά ελκυστικό στην ανάγνωση και ταυτόχρονα αφόρητα δίκαιο βιβλίο.

Δίκαιο αλλά και αυστηρό απέναντι στους ήρωές του, που ακόμα κι ο πιο αντιπαθής απ’ αυτούς έχει δεχτεί το «χάδι» του άξιου συγγραφέα που ξέρει να διαχειρίζεται την ενότητα των αντιθέτων και να παραθέτει με μαστοριά τα πολύ σκούρα με τα φωτεινά χρώματα, για να προσφέρει τον πλούτο των ενδιάμεσων αποχρώσεων στον αναγνώστη του.

Η Πόλη, κατά τον Μάνο Κοντολέων, είναι αμαρτωλή όχι επειδή έχει φτωχύνει ή επειδή έχει ασχημήνει. Είναι Αμαρτωλή επειδή δεν είναι πια δίκαιη Πόλη.

Είναι μια πόλη που αδικεί και αδικείται. Και το ίδιο ισχύει για τους κατοίκους της.
Όπως γράφει στη σελίδα 186: «Εν τέλει αμαρτία είναι η αδικία.».

Οι ήρωές του, χαρακτήρες ολοκληρωμένοι κι όχι τύποι συνθηματολογικής ή λαϊκίστικης ευκολίας, ζουν, κινούνται και αγωνίζονται μέσα σε μια ζοφερή πραγματικότητα που θέλουν να την αλλάξουν.

Ζουν μέσα στην αδικία αλλά πιστεύουν ―οι πιο νέοι και άξιοι― ότι μέσα από την αδικία, θα βλαστήσει η ελπίδα.

Τότε που θα έρθει ένα νέο «σούρουπο» που δεν θα είναι ούτε πικρό, ούτε άδικο αλλά «Μιας νέας άνοιξης».

Θα ήθελα να το είχα διαβάσει όταν ήμουν 16-17 χρόνων. Αλλά τότε, θα το είχα διαβάσει περισσότερο σαν μυθιστόρημα πολιτικής φαντασίας… Και θα το είχα χαρεί.

Στους σημερινούς νέους, όσοι είναι τυχεροί και το διαβάσουν, δεν έχω να πω άλλο παρά να ευχηθώ καλή ανάγνωση και καλύτερη απόλαυση. Ό,τι θα ευχόμουν με το σερβίρισμα ενός καλού κρασιού. Που πίνεται λίγο λίγο και με στοχασμό για την ποιότητα, τον μόχθο, τις πρώτες ύλες και την ιστορία του δημιουργού του που κρύβεται μέσα στην κάθε γουλιά.

Αυτά τα λίγα για ένα βιβλίο που μου άρεσε και το προτείνω για πολλαπλές αναγνώσεις.
- See more at: http://www.iporta.gr/politismos/vivlio/item/11466-iporta-anoixti-sta-vivlia-gia-paidia-kai-neous-i-amartoli-poli-tou-manou-kontoleon-to-vivlio-pou-diavasa-toy-kosti-a-makri#sthash.bYgn6zzI.dpuf

Λογοτεχνία για παιδιά – πολλαπλοί φωτισμοί πολλών θεμάτων




“Πιάσε το τιμόνι, Γίγαντα”
Έλενα Αρτζανίδου
Εικονογράφηση: Γιώργος Χαλκιάς
Ψυχογιός
104 σελ.
ISBN 978-618-01-1867-4

  
Δεν θεωρώ τον εαυτό μου κριτικό της λογοτεχνίας, όσο και αν πάρα πολλές φορές τόσο στο παρελθόν, όσο και τον τελευταίο καιρό, έχω δημοσιεύσει πάμπολλα κριτικά σημειώματα.
Όλα όσα γράφω δεν στηρίζονται  σε μια διάθεση να κατατάξω αξιολογικά τα κείμενα, όσο στο να προσπαθήσω, με τις όποιες δυνατότητες έχω, να ανιχνεύσω τις διαθέσεις του συγγραφέα και το κατά πόσο αυτές τελικά ταυτίζονται με τις αναγνωστικές προσλαμβάνουσες.
Για μένα κάθε σωστό λογοτεχνικό κείμενο συνομιλεί με την εποχή του, με τις ανάγκες που επεμβαίνουν στην καθημερινότητα τόσο του δημιουργού όσο και του αναγνώστη.
Η λογοτεχνία και ψυχαγωγεί και προβληματίζει και ευαισθητοποιεί.
Και ως λογοτεχνία ασφαλώς και θεωρώ και τα κείμενα εκείνα που εκδίδονται κάτω από την ένδειξη : για παιδιά και νέους.
Η συγκεκριμένη κατηγορία βιβλίων πολλές φορές έχει κατηγορηθεί πως φιλοξενεί στους κόλπους της κείμενα επίπεδα, ανόητα και κυρίως με τάσεις διδαχής των αναγνωστών της.
Η κατηγορία δεν είναι αβάσιμη, αλλά το περίεργο είναι πως εδραιώνεται πάνω σε έργα που εκείνοι οι οποίοι θα τα κατηγορήσουν έχουν ως ένα βαθμό προκαλέσει τη δημιουργία τους.
Η λογοτεχνία για παιδιά όσο κι αν έχει προσπαθήσει δεν έχει καταφέρει ολότελα να διαχωρίσει την παρουσία της από την καθημερινή σχολική πράξη.
Αυτό έχει βέβαια από τη μια το θετικό αποτέλεσμα να μπορούν οι σωστά ενημερωμένοι δάσκαλοι να προτείνουν τρόπους ανάπτυξης της φιλαναγνωσίας των μαθητών τους, αλλά από την άλλη έχει και το αρνητικό επακόλουθο να εισέρχονται ανάμεσα στα λογοτεχνικά βιβλία και ιστορίες με λογοτεχνική μεν εμφάνιση, αλλά μη λογοτεχνικό περιεχόμενο.
Μια από τις πλέον συνηθισμένες ‘παθήσεις’ των βιβλίων για παιδιά που απλώνουν την αφηγούμενη ιστορία τους σε λίγες μάλλον σελίδες, είναι η μονοθεματική προσέγγιση του ζητήματος που πάνω του στηρίζεται η πλοκή.
Έτσι –έχουμε για παράδειγμα- την εξιστόρηση των παθών ενός αγοριού που υφίσταται ενδοσχολικό εκφοβισμό (bullying) χωρίς όμως –τις περισσότερες φορές-  να αναπτύσσονται σε βάθος αίτια και συνθήκες  που με τον τρόπο τους διαμορφώνουν το κατάλληλο έδαφος να εδραιωθεί και να αναπτυχθεί ο εκφοβισμός.
Με άλλα λόγια οι συγγραφείς αυτών των κατά κάποιο τρόπο επιδερμικών όσο και επικαιρικών ιστοριών δεν αναζητούν αιτίες και αφορμές (κάτι που κάθε γνήσια μορφή λογοτεχνίας πράττει) αλλά μένουν στην καταγραφή και στην καταγγελία (κάτι που ίσως να είναι έργο μιας απλής δημοσιογραφικής ενημέρωσης).
Στην καθαρή λογοτεχνία (για παιδιά ή ενήλικες αδιάφορο) πίσω από κάθε θύμα υπάρχει μια ατομική ενοχή και πίσω από κάθε θύτη ένα ατομικό τραύμα.
Η λογοτεχνία φωτίζει χρησιμοποιώντας άλλοτε  άπλετο φως κι άλλοτε το ημίφως. Με φωτοσκιάσεις, σιωπές και ερωτήματα γράφονται τα λογοτεχνικά κείμενα.
Όμως στα πλαίσια κάποιων σχολικών προγραμμάτων, αλλά και κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης να αντιμετωπισθούν άμεσα και επιδερμικά τα διάφορα παθογενή φαινόμενα,  το όλο εκπαιδευτικό σύστημα σπρώχνει άλλους μεν  ενήλικες στο να γράψουν κείμενα μονομερή και μονοθεματικά και άλλους να τα προωθούνε.
Κι έτσι –για μια ακόμα φορά – η κοινωνία αισθάνεται πως έχει επιτελέσει το καθήκον της, ενώ μικρής εμβέλειας συγγραφείς ανακαλύπτουν δρόμους που οδηγούν τα κείμενά τους στους πάγκους των βιβλιοπωλείων και στα χέρια των μικρών αναγνωστών.

                            **********************

Αφορμή για τις παραπάνω σκέψεις μου δόθηκε από την  ανάγνωση του μυθιστορήματος για παιδιά «Πιάσε το τιμόνι, Γίγαντα» της Έλενας Αρτζανίδου.
Και –από την αρχή το ξεκαθαρίζω- αυτό το βιβλίο αποτελεί κατά κάποιον τρόπο πρότυπο του πως μπορεί ένα υπεύθυνος και αισθαντικός δημιουργός να μιλήσει για θέματα  με έντονο κοινωνικό αντίκτυπο χωρίς να καταφεύγει σε μονόπλευρο φωτισμό τους.
Κεντρικό πρόσωπο ένα αγόρι –στην αρχή της εφηβεία του. Ο Αργύρης, που ζει σε ένα νησί μαζί με τη μητέρα και την μάλλον σε άνοια ευρισκόμενη γιαγιά του.
Ο πατέρας τους έχει εγκαταλείψει.
Ο νεαρός –μισή μερίδα παλληκαράκι- γίνεται στόχος πειραγμάτων από τους συνομηλίκους του και λόγω της μικροκαμωμένης κατασκευής του, αλλά και γιατί ο πατέρας τους έχει εγκαταλείψει την οικογένειά του.
Μα το αγόρι αντιστέκεται, αναζητά στηρίγματα σε δικές του δυνάμεις και παράλληλα στρέφεται για υποστήριξη σε ένα παλιό φίλο του πατέρα του, τον Γόη.
Αυτός ο τελευταίος –μια ακόμα πολυσύνθετη και γνήσια λογοτεχνική φιγούρα- θα τονώσει από τη μια την πίστη του Αργύρη στον εαυτό του και από την άλλη θα του αποκαλύψει τους λόγους εξαφάνισης του πατέρα του.
Η όλη ιστορία εξελίσσεται με γρήγορο ρυθμό, δεν ξεχνά να εμβαθύνει σε πρόσωπα, την ίδια ώρα που προσφέρει και ανατροπές, ξαφνιάσματα, δράση.
Κι έτσι έχουμε ένα ολοκληρωμένο μικρό μυθιστόρημα για παιδιά (πιστεύω πως ίσως είναι το πλέον ώριμο έργο της Αρτζανίδου) που διαθέτει πολυεπίπεδους  χαρακτήρες, απρόβλεπτα συναισθηματικές εκρήξεις και μια ενδιαφέρουσα πλοκή.
Θέματα όπως αυτά της κοινωνικής περιθωριοποίησης (γιατί βέβαια εκφοβισμός δεν εφαρμόζεται μόνο στα σχολεία), του αδιεξόδου των ενηλίκων μπροστά στην οικονομική κρίση, των πρώτων ερωτικών σκιρτημάτων, της φθοράς του ανθρώπινου οργανισμού λόγω γήρατος, της ουσιαστικής φιλίας και της ανάπτυξης της αυτοεκτίμησης συνυπάρχουν και συμπλέκονται  μέσα στα πλαίσια μιας ιστορίας που ξέρει να κρατά το ενδιαφέρον μικρών αλλά και μεγάλων αναγνωστών.

Πρώτη ανάρτηση:  

 http://www.iporta.gr/politismos/vivlio/item/11505-piase-to-timoni-giganta-ekdoseis-psyxogios-tou-manou-kontoleon

Από τη λογοτεχνία για παιδιά στο βιβλίο για παιδιά



Ελένη Γεωργοστάθη
«Χάθηκε η μπάλα!»
Εικονογράφηση : Λέλα Στρούτση
Εκδόσεις Ψυχογιός


Η προσπάθεια που πριν από μερικά χρόνια  είχε ξεκινήσει και σκόπευε στο να εδραιώσει στην καθημερινότητα των παιδιών  την παρουσία του λογοτεχνικού βιβλίου, έχει μια ενδιαφέρουσα πορεία από τότε μέχρι σήμερα.
Η έννοια της φιλαναγνωσίας εξαπλώθηκε στους εκπαιδευτικούς μέσα από λίγο ή πολύ μεμονωμένες παρεμβάσεις συγγραφέων ή θεωρητικών και πανεπιστημιακών και στη συνέχεια βρήκε δομή προγράμματος υπό την καθοδήγηση του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Αλλά όταν αυτό εξαναγκάστηκε σε συρρίκνωση και εξαφάνιση, διάφοροι φορείς (δήμοι, σύλλογοι γονέων, δάσκαλοι, βιβλιοπώλες, αλλά και εκδότες) ανέλαβαν να συνεχίσουν αυτά τα προγράμματα.
Η νέοι τρόποι υλοποίησης προγραμμάτων φιλαναγνωσίας ποικίλλουν  -κάποιοι από αυτούς στοχεύουν στη δημιουργία μιας  ‘συναισθηματικής’ σχέσης του παιδιού με τη λογοτεχνία, περισσότεροι πάντως προσπαθούν να κερδίσουν το ενδιαφέρον των παιδιών  με τη διοργάνωση διαφόρων διαγωνιστικών δραστηριοτήτων, μερικοί –άλλωστε-  δεν κρύβουν και την διάθεσή τους να τονώσουν και το κίνητρο ενός καθόλα νόμιμου εμπορικού κέρδους.
Λογικά όλα τούτα να συνυπάρχουν καθώς αυτά τα προγράμματα δεν γίνονται κάτω από την πολλαπλή κάλυψη ενός κρατικού φορέα, αλλά υλοποιούνται με τη συνεργασία τόσων ειδικοτήτων.
Εκείνο ίσως που δεν είχε προβλεφθεί από τους διοργανωτές όλων αυτών των βιβλιοδρομιών ή βιβλιομαραθωνίων  (με τέτοια ονόματα συνήθως χαρακτηρίζονται τα προγράμματα φιλαναγνωσίας)  ήταν πως η προσπάθεια τόνωσης της αγάπης ενός παιδιού προς το βιβλίο, θα οδηγούσε τελικά στην μετατροπή της λογοτεχνίας για παιδιά σε βιβλίο για παιδιά.
Ποια διαφορά υπονοούν οι δυο αυτοί χαρακτηρισμοί;
Η λογοτεχνία για παιδιά (ως μια μορφή ελεύθερης καλλιτεχνικής έκφρασης) όχι μόνο διατηρεί το δικαίωμα να εκφράζεται κάθε φορά με κανόνες εντελώς υποκειμενικής συγγραφικής σύλληψης, αλλά και επιζητά την διάδοσή της όχι τόσο ποσοτικά όσο ποιοτικά. Η λογοτεχνία για παιδιά θέλει αναγνώστες και όχι καταναλωτές.
Το βιβλίο για παιδιά (με αυτόν τον χαρακτηρισμό προσπαθώ να διακρίνω τις διαφορές ανάμεσα στην ελεύθερη συγγραφική σύλληψη και στην αντίστοιχη προγραμματική συγγραφή) έχει την άποψη πως για να αναπτυχθεί η φιλαναγνωσία δεν είναι τόσο αναγκαία η υποκειμενικότητα της σύνθεσης, όσο είναι η στοχευμένη κυρίως σε ένα θέμα αφήγηση. Και παράλληλα θέτει και την αναγκαιότητα των ολιγοσέλιδων ιστοριών –για να διαβάσει ένα παιδί  όσο περισσότερα βιβλία γίνεται, πρέπει αυτά να διαβάζονται και γρήγορα. Άρα να είναι γραμμένα με τρόπο λίγο – πολύ επιφανειακό και να μην κουράζουν με τον πλήθος των σελίδων τους.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες η κυκλοφορία των τίτλων που θέλουν (αρέσκονται, μάλλον) να θεωρούν πως ανήκουν στο χώρο της λογοτεχνίας, αυξάνεται. Και η αύξησή τους ασφαλώς και λύνει πολλά προβλήματα σε όσους ζούνε από τον κύκλο έκδοσης και πώλησης βιβλίων για παιδιά.
Μα έτσι έχουμε οδηγηθεί σε αυτό που λίγο πιο πάνω σημείωσα - στην σταδιακή μετατροπή της λογοτεχνίας για παιδιά σε βιβλίο για παιδιά.
Βέβαια –ας τονισθεί και αυτό- ασφαλώς και συνεχίζουν να εκδίδονται από μεγάλους όσο και μικρότερους εκδοτικούς οίκους λογοτεχνικά βιβλία για παιδιά που πολύ απέχουν από προγραμματικές συγγραφικές τεχνικές  υλοποίησης. Αλλά η ανεξέλεγκτα πλέον δημιουργούμενη πίεση που και οι εκδότες και οι βιβλιοπώλες και κατ΄ ανάγκη και οι ίδιοι οι συγγραφείς  υφίστανται ολοένα και περισσότερο οδηγεί στο να συναντάμε στα ράφια των βιβλιοπωλείων και στους καταλόγους των εκδοτών τίτλους βιβλίων για παιδιά με μονοθεματικό χαρακτήρα και άρα με διάθεση να εξυπηρετήσουν ένα νεοδιδακτισμό και όχι μια νέα λογοτεχνική φόρμα.

                              ***************************
Οι παραπάνω σκέψεις αποτελούν μια πρώτη και αρκούντως συνοπτική έκφραση προβληματισμών (όχι μόνο δικών μου) πάνω στα όσα σε μεγάλο βαθμό διαμορφώνουν τα περιεχόμενα και τις φόρμες των βιβλίων που απευθύνονται στα παιδιά των πρώτων χρόνων του 21ου αιώνα.
Μου δόθηκε η ευκαιρία να τις καταγράψω  το βιβλίο «Χάθηκε η μπάλα» της Ελένης Γεωργοστάθη (Εκδόσεις Ψυχογιός)
Και σπεύδω αμέσως να δηλώσω πως αυτό το μάλλον ολιγοσέλιδο μυθιστόρημα (90 περίπου είναι οι σελίδες του) καταφέρνει να διεκδικήσει μια θέση σε ένα διαγωνισμό βιβλιοδρομίας ή βιβλιομαραθώνιου, αλλά και να διατηρεί την λογοτεχνική του ταυτότητα.

Ένα μυθιστόρημα που έχει  γραφτεί και στη συνέχεια εκδίδεται με στόχο να διαβαστεί με ενδιαφέρον  από παιδιά των τελευταίων τάξεων του Δημοτικού θα πρέπει  -σαφώς- να έχει ήρωες παρόμοιας ηλικίας με τους μελλοντικούς του αναγνώστες και να έχει υλοποιηθεί με τη βοήθεια μιας γλώσσας απλής και πολύ κοντά στο τρόπο έκφρασης και σκέψης παιδιών αυτής πάνω κάτω της ηλικίας.
Αλλά αν θέλει μαζί με το ενδιαφέρον της πλοκής να προσφέρει και μια  ουσιαστικότερη ανάγνωση της κοινωνίας μέσα στην οποία τα παιδιά μας σήμερα ζούνε και διαμορφώνουν το μέλλον τους, θα πρέπει με τρόπο αυθόρμητο και αβίαστο δίπλα στην δράση να φωτίζει το δράμα, δίπλα στο χιούμορ να τοποθετεί προβληματισμούς. Και βέβαια να ξεφεύγει από μια μονοθεματική θέαση του κόσμου μέσα στον οποίο ο μικρός πρωταγωνιστής βιώνει όλα όσα ζει και ο αναγνώστης του –αυτός σίγουρα κάτω από συνθήκες πολυδιάστατες και σύνθετες.
Το μυθιστόρημα αντιγράφει τη ζωή, ενώ  αυτή αναγνωρίζει τα χαρακτηριστικά της μέσα από εκείνο.
Στο συγκεκριμένο βιβλίο η αφήγηση διατηρεί τον αυθορμητισμό του νεαρού ήρωα (αγόρι της Ε’ Δημοτικού) και στηρίζεται πάνω σε καθημερινά γεγονότα, παρόμοια με αυτά που σε πολλές πλέον ελληνικές οικογένειες συμβαίνουν.
Η ανεργία του γονιού αν και είναι ένα από τα βασικά στοιχεία ανάπτυξης της πλοκής, δεν δραματοποιείται με μεγάλα λόγια, αλλά αφήνεται να επηρεάσει τη συμπεριφορά των ενηλίκων χωρίς ακρότητες. Η αγριότητα στις σχέσεις των παιδιών, όπως και οι πρώτες αισθηματικές τους ανησυχίες, αλλά και οι προτάσεις υποστήριξης της ισότητας των φύλων, κυκλοφορούν αβίαστα μέσα στις σελίδες και το αποδεκτά αίσιο τέλος  ικανοποιεί τον αναγνώστη χωρίς πάντως και να τον αποκοιμίζει.
Με δυο λόγια –μπορώ να υποστηρίξω πως το συγκεκριμένο βιβλίο καταφέρνει να παραμείνει στο χώρο της λογοτεχνίας για παιδιά, ενώ παράλληλα μπορεί και να χρησιμοποιηθεί από όσους επιθυμούν να ‘τρέχουν’ προγράμματα φιλαναγνωσίας βασισμένα σε κείμενα ευκολοδιάβαστα, μα όχι και κατ΄ ανάγκη μονοθεματικά και επίπεδα.

 Πρώτη ανάρτηση: http://diastixo.gr/epikaira/apopseis/6806-vivlio-gia-paidia